Με τη σκέψη μου επικεντρωμένη στα ζητήματα ψυχικής υγείας με τα οποία δύναται να έρθει αντιμέτωπος ένας πρόσφυγας και θέλοντας να ενημερωθώ σχετικά με τις συνήθεις ψυχικές διαταραχές που συναντώνται στον προσφυγικό πληθυσμό, η διαδικτυακή επικοινωνία μου με τον κύριο Νίκο Γκιωνάκη, ψυχολόγο και επιστημονικό υπεύθυνο του Κέντρου Ημέρας Βαβέλ, καταλήγει να αποδομήσει την εικόνα της ευαλωτότητας που είχα στο μυαλό μου για τους ανθρώπους που εισέρχονται σε μία προσφυγική συνθήκη. Εάν μετατοπίσουμε το βλέμμα μας απ' τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στα προσφυγικά camps και το στρέψουμε στα μάτια των ανθρώπων, θα δούμε πως σε αυτά αντανακλάται ο πυρήνας της ανθρώπινης φύσης: η ανάγκη για φροντίδα, για «ανθρώπινη» επικοινωνία και αγνό ενδιαφέρον, που τοποθετείται πολύ βαθύτερα στη ψυχή τους από την κάλυψη των υλικών αναγκών.
Σε αυτό άλλωστε εστιάζει και το έργο του Βαβέλ, μέσω ενός «οικείου χώρου» ικανού ν’ αφουγκραστεί, να κατανοήσει, να υποστηρίξει κάθε άνθρωπο που απευθύνεται στους αρωγούς με αίτημα ψυχικής υγείας, δίνοντας έμφαση στην εξατομικευμένη προσέγγιση και το ατομικό σχέδιο φροντίδας. «Στην περίπτωση των προσφύγων, μας ενδιαφέρει να δούμε ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που προστατεύουν τη ψυχική τους υγεία στην προσφυγική συνθήκη στην οποία βρίσκονται και ποιοι είναι οι παράγοντες που τη θέτουν σε κίνδυνο», μου αναφέρει ο κ. Γκιωνάκης.
«Για να μπορέσουμε να το εξετάσουμε αυτό, πρέπει να διαθέτουμε γνώση του ποιος είναι ένας πρόσφυγας. Από ψυχοκοινωνικής απόψεως, πρόσφυγας είναι ένας άνθρωπος που βιώνει, όπως ο κάθε άνθρωπος, με τον δικό του μοναδικό τρόπο τα γεγονότα, με το κοινό όμως χαρακτηριστικό όλων των προσφύγων να είναι η ακούσια απώλεια του οικείου τους χώρου που αντιπροσωπεύει κάτι πολύ περισσότερο από το σπίτι τους, από την έννοια της πατρίδας».
Ο κ. Γκιωνάκης μου εξηγεί πως η ακούσια απώλεια του οικείου χώρου, όταν οι συνθήκες ωθούν έναν άνθρωπο να μη μπορεί να ζήσει πια στον τόπο του νιώθοντας ασφάλεια, οδηγεί στη διασάλευση ή την καταστροφή μιας ιδιότητας των ανθρώπων που την ονομάζουμε οντοοικολογική σταθερότητα. «Πρόκειται για την αίσθηση που έχουν οι άνθρωποι ότι είναι όχι μόνο ασφαλείς, αλλά μπορούν να προβλέψουν πώς θα κυλήσει η μέρα τους. Στην προσφυγική συνθήκη, όλα όσα εκπροσωπεί το σπίτι χάνονται. Το άτομο εισέρχεται σε μία συνθήκη τελείως διαφορετική, κοινό χαρακτηριστικό της οποίας αναδεικνύεται αυτό που ονομάζεται νοσταλγικός αποπροσανατολισμός. Ο άνθρωπος, δε χάνει απλά «κάτι», αλλά αισθάνεται ο ίδιος χαμένος και νοσταλγεί αυτό το κάτι, που είναι διαφορετικό για τον κάθε ένα».
«Τονίζω αυτή τη γραμμή σκέψης, γιατί είναι προβληματικό να λέμε α, όλοι οι πρόσφυγες είναι ψυχικά τραυματισμένοι. Είναι σύνηθες όταν καλούμαστε να δουλέψουμε μαζί τους, να τους θυματοποιούμε. Να θεωρούμε πως οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να έχουν ανάγκη από φροντίδα και βοήθεια όχι επειδή είναι πρόσφυγες, αλλά επειδή είναι τραυματισμένοι πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να τους «σπρώχνουμε» σε μία συνθήκη που λέει ότι εσύ είσαι το θύμα κι αυτό σημαίνει ότι εσύ δε μπορείς να πάρεις αποφάσεις, δε μπορείς να ξέρεις τι ανάγκες έχεις, αλλά εμείς θα σου πούμε τι ανάγκες έχεις! Αν δεν το αποδεχτείς μάλιστα αυτό, γίνεσαι μη αρεστός, επικίνδυνος. Ή θα θυματοποιείσαι ή θα αντιμετωπίζεσαι ως επικίνδυνος όταν έρχεσαι σε μία άλλη χώρα και διεκδικείς τα δικαιώματά σου».
«Είναι σημαντικό να έχουμε στο μυαλό μας το τι είναι ψυχική υγεία. Βάσει ορισμού από τον Π.Ο.Υ., η ψυχική υγεία αποτελεί συστατικό κομμάτι της υγείας και όπως στην περίπτωση της σωματικής, δεν την προσεγγίζουμε υπό το πρίσμα της απουσίας ασθένειας, αλλά δίνουμε έναν θετικό ορισμό: Πρόκειται για μία δυναμική κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο έχει τη δυνατότητα να πραγματώνει τις ικανότητές του, να ανταπεξέρχεται στις συνήθεις προκλήσεις της ζωής, να μπορεί να συνεισφέρει παραγωγικά και δημιουργικά στον εαυτό του και στις σχέσεις του με τους ανθρώπους».
Καθώς η συζήτηση κυλάει, κατανοώ πως είναι ωφέλιμο να προσπαθούμε να συναισθανθούμε ποια είναι η συνθήκη του εκάστοτε ανθρώπου, δίχως να καταφεύγουμε σε βεβιασμένα συμπεράσματα που συχνά τροφοδοτούν την «ταμπελοποίηση» μίας ψυχικής ασθένειας. «Ακόμη πιο σημαντικό, είναι να γνωρίζουμε ποιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι. Τον Γενάρη του 2016 είχαν καταγραφεί περίπου 110 ΜΚΟ, με ανθρώπους που έχουν συρρεύσει απ’ όλο τον κόσμο για να βοηθήσουν. Ποιοι είμαστε λοιπόν όλοι εμείς που πάμε να βοηθήσουμε; Πόσο συντονιζόμαστε και συνεργαζόμαστε μεταξύ μας»;
Προσπαθώ να αναλογιστώ πώς είναι να κουβαλάει ένας κατατρεγμένος άνθρωπος τις «στοιβαγμένες» του αγωνίες, για να τις εναποθέσει φτάνοντας στη χώρα υποδοχής, σε συνθήκες εν ελλείψει οργάνωσης, ενημέρωσης και προοπτικής για το μέλλον. «Όταν διαφορετικές οργανώσεις προσπαθούν να προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες σε έναν πρόσφυγα, ο άνθρωπος μπερδεύεται κι αρχίζει να δείχνει σημάδια δυσφορίας. Τότε, στο πλαίσιο της θυματοποίησης το ευκολότερο είναι να πούμε “α, αυτός δεν είναι καλά” και μάλιστα γι’ αυτό ευθύνεται το ότι είναι πρόσφυγας. Συζητούσαμε πρόσφατα με συναδέλφους από άλλες οργανώσεις για μία κυρία που υποστηρίζουμε με τα παιδιά της και λέγαμε πόσο "χαωμένη" είναι η ίδια, αλλά και πόσο σημαντικό είναι να αντιληφθούμε ότι η δική μας έλλειψη εσωτερικής συνεννόησης, η δική μας ασυνέχεια και αποσπασματικότητα των προγραμμάτων, συμβάλλει στην ανάπτυξη δυσφορίας».
«Η ιστορία ενός ανθρώπου, δεν ξεκινάει απ’ όταν γίνεται πρόσφυγας». Ο ψυχικός του κόσμος ενός πρόσφυγα διαμορφώνεται κι από τις εμπειρίες που έχουν προηγηθεί στη ζωή του. Μπορεί δηλαδή να παρουσιάζονται ζητήματα που να έχουν ξεκινήσει πολύ πιο πριν και τα οποία δε σχετίζονται με την προσφυγική συνθήκη. Δεν αντιμετωπίζουν απαραίτητα όλοι οι πρόσφυγες ψυχικές διαταραχές. Πολλοί, βρίσκονται στη συνθήκη αυτών που ονομάζουμε δυσφορικών αντιδράσεων, εκφράζουν δηλαδή δυσφορία για μία κατάσταση». Στους πυροδότες αυτών, προστίθενται οι αντιξοότητες του ταξιδιού, αλλά κι εκείνες της υποδοχής. «Όταν συνειδητοποιείς ότι οι προσπάθειές σου να φέρεις την οικογένειά σου σ’ ένα ασφαλές μέρος δεν πραγματοποιούνται, τότε διακυβεύεται η ίδια σου η αίσθηση της παντοδυναμίας, το ότι θα τα καταφέρεις. Καταρρέει η πεποίθηση του ατόμου πως μπορεί να φροντίσει την οικογένειά του».
Μαθαίνω πως υπάρχει ένα κράμα παραγόντων που ωθεί τους ανθρώπους να εκφράσουν δυσφορία. Πολλές φορές, συγχέουμε εσφαλμένα την εκδήλωση της δυσφορικής αντίδρασης με συμπτώματα ψυχικής διαταραχής. «Υπάρχει και το στερεότυπο που λέει ότι, για να έχεις πρόσβαση στα δικαιώματα που θα έπρεπε να έχεις είτε ως άνθρωπος είτε ως αιτών άσυλο, είτε ως πρόσφυγας, θα πρέπει να είσαι ευάλωτος. Αν δηλαδή είσαι ευάλωτος, τότε έχεις περισσότερες πιθανότητες να πας σε ένα διαμέρισμα φιλοξενίας, να προτεραιοποιηθεί η εξέταση του αιτήματός σου για άσυλο κλπ».
Ένας λοιπόν απ’ τους τρόπους να είσαι ευάλωτος είναι να έχεις μία ψυχική διαταραχή. «Οι άνθρωποι σπρώχνονται από τις συνθήκες που εμείς επιβάλλουμε επειδή έχουμε αυτή την εξουσία, να αποκτήσουν ταυτότητες μόνο και μόνο για να μπορέσουν να επιβιώσουν, όχι επειδή αυτές πραγματικά τους χαρακτηρίζουν. Εμείς που δουλεύουμε στο κομμάτι της ψυχολογικής υποστήριξης, έχουμε μάθει να ταυτίζουμε τις "αρνητικές αντιδράσεις" με τη ψυχοπαθολογία».
«Συχνά στους ξενώνες με ανήλικους, βλέπουμε άτομα που βρίσκονται στο μεταίχμιο εφηβείας και ενηλικίωσης, να διαθέτουν εμπειρίες που δε συναντώνται στους έφηβους του δικού μας δυτικού πολιτισμού. Πρόκειται για ανθρώπους που έχουν μάθει να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Έχουν γίνει αντικείμενα εκμετάλλευσης, δουλεμπορίας, έχουν μάθει να κοιμούνται μέρα και να ξυπνούν νύχτα και βρίσκονται ξαφνικά σε έναν ξενώνα και τους λέμε πως στις έντεκα πρέπει να πέσουν για ύπνο. Προσπαθούμε με «διοικητικούς κανόνες» δηλαδή να τους ρυθμίσουμε. Και τότε πολλές φορές εξεγείρονται κι εμείς αμέσως λέμε “α, εδώ έχουμε ψυχιατρικό περιστατικό”».
«Είναι πολύ λιγότεροι απ’ όσοι νομίζουμε οι άνθρωποι που θα αναπτύξουν ψυχικές διαταραχές λόγω αντιξοοτήτων. Κυρίως θα εντοπίσουμε επιδείνωση προ-υπαρχουσών διαταραχών. Η καλλιέργεια όμως νέων ψυχικών διαταραχών που θα έχουν ως αιτία την έκθεση στις αντιξοότητες, είναι κάτι που παρατηρούμε σε μικρό ποσοστό».
Παρακολουθώντας με ζωηρό ενδιαφέρον τη συζήτησή μας, ο κ. Γκιωνάκης μου επισημαίνει πως όταν οι δυσχερείς συνθήκες που βιώνει ένας πρόσφυγας παρέλθουν, όταν νιώσει πως μπορεί να επικοινωνήσει «ανθρώπινα» με άλλους ανθρώπους, τότε η ψυχική του κατάσταση μεταβάλλεται αισθητά. «Στην ομάδα που διεξάγουμε στο Βαβέλ κάθε Δευτέρα, συζητούσαμε για την περίπτωση ανθρώπων που έχουν σπάσει τον γεωγραφικό περιορισμό, που δεν αντέχουν άλλο στα νησιά και αποφασίζουν να φύγουν με οποιοδήποτε "κόστος"». Πολλοί εξ αυτών ζητούν τη βοήθειά μας και όταν συζητάμε μαζί τους το γιατί έφυγαν, προτάσσουν σαν κύριο λόγω όχι τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης αλλά το γεγονός ότι κανείς δε νοιαζόταν πραγματικά γι’ αυτούς. Νιώθουν πως δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό πολλοί λένε πως προτιμούν να πεθάνουν απ’ το να γυρίσουν πίσω».
«Αν δε νιώσεις πως σε υποδέχονται ως άνθρωπο και όχι ως λαθρο-εισβολέα που θέλει να αλλοιώσει την κουλτούρα και την εθνική σου ταυτότητα, απλά και μόνο επειδή βλέπει τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο από εσένα, τότε η φυσιολογική επιφυλακτικότητα που επιδεικνύει ένας άνθρωπος απέναντι στον ξένο (εμείς είμαστε ξένοι γι’ αυτούς), πολλαπλασιάζεται και μπορεί τελικά να διαχυθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να τους βλέπει όλους με αυξημένη επιφυλακτικότητα και καχυποψία. Και έχουν δίκιο, γιατί η δική τους «κρίση» είναι μία λύση επιβίωσης για ‘μας που δραστηριοποιούμαστε στο προσφυγικό».
Με την κουβέντα μας παίρνει για εμένα τη μορφή μιας «ωδής» στο σεβασμό της μοναδικότητας του κάθε ατόμου και της ξεχωριστής εμπειρίας του, ο κ. Γκιωνάκης μου υπενθυμίζει πόσο σημαντικό είναι: «να εστιάζουμε στο ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, ο καθένας ξεχωριστά σαν οντότητα, στο ποιοι είμαστε εμείς και σε ποιο πλαίσιο αναφοράς συναντιόμαστε». Όταν ένας ψυχολόγος δουλεύει σε ένα project που έχει χρονικό όριο, καλείται μέσα σε 10, 12, 15 συνεδρίες να διαχειριστεί πολλά διαφορετικά ζητήματα. «Κι αν ο άλλος έχει ανάγκη από περισσότερες συναντήσεις; Οι ανάγκες των προσφύγων είναι πολύπλοκες και ανάλογης πολυπλοκότητας θα έπρεπε να είναι και οι απαντήσεις που τους δίνουμε. Κι εμείς συνήθως λόγω πλαισίου δίνουμε αποσπασματικές, απλοϊκές κι επιμέρους απαντήσεις. Αν επιμείνουμε στην πολυπλοκότητα, θα δούμε ότι ναι, οι αντιξοότητες έχουν αρνητικές συνέπειες στους ανθρώπους. Δεν έχουν όμως μονάχα αυτό. Οι άνθρωποι διατηρούν πολλά από τα χαρακτηριστικά τους, θετικά ή αρνητικά, αμετάβλητα παρά την έκθεση στις αντιξοότητες».
Πολλές φορές μάλιστα, η έκθεσή μας στις αντιξοότητες μας βοηθάει να αποκτήσουμε νέα χαρακτηριστικά, νέες ποιότητες και επιπλέον ανθεκτικότητα. «Σύμφωνα με τη θεωρητική προσέγγιση του Ελληνοκύπριου καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Essex, του Ρένου Παπαδόπουλου με τον οποίο συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια, έχουμε αυτό που ονομάζει: την ανάπτυξη που ενεργοποιείται με την αντιξοότητα. Υπάρχει πάντα και η φυσιολογική, ανθρώπινη οδύνη, όπως συμβαίνει με την απώλεια. Δεν υπάρχει μόνο το τραύμα και οι αρνητικές συνέπειες. Δεν πρέπει να παθολογικοποιούμε τον θρήνο της απώλειας του οικείου χώρου».
«Δεν πρέπει να καταστρέφουμε την πολυπλοκότητα και να αντιμετωπίζουμε τους πρόσφυγες ή ως ανθεκτικούς ή ως ευάλωτους. Οι άνθρωποι στην πραγματικότητα είναι και ευάλωτοι σε κάποιες καταστάσεις και ανθεκτικοί σε κάποιες άλλες. Οι άνθρωποι όταν καλούνται να επιλύσουν θέματα επιβίωσης, αφιερώνονται σε αυτά. Ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις ως συνέπειες των εμπειριών, αν δούμε θα δούμε αργότερα. Αρχίζουν να αναδύονται κάποια ζητήματα από τις τραυματικές εμπειρίες, αφότου οι άνθρωποι νιώσουν πιο ασφαλείς και ικανοποιήσουν κάποιες ανάγκες τους».
Λίγο προτού ολοκληρώσουμε τη συζήτησή μας, υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι πρόσφυγες είναι φορείς δικαιωμάτων. Ό,τι πράττει ένας αρωγός, οφείλει να το πράττει με γνώμονα όχι το ότι είναι «καλός άνθρωπος», όπως αναφέρει ο κ. Γκιωνάκης, αλλά διότι έχει την υποχρέωση να προστατεύει και να διασφαλίζει τα δικαιώματά τους κι αυτό όχι επειδή είναι πρόσφυγες, αλλά επειδή προπάντων είναι άνθρωποι. «Είναι σημαντικό στους ανθρώπους που έχουν χάσει ένα σπίτι, μία πατρίδα, να τους επιτρέπουμε να πενθήσουν, να νοσταλγήσουν ώστε να εντάξουν αυτή την απώλεια στη ζωή τους και να μπορέσουν να συνεχίσουν. Ο άνθρωπος χρειάζεται χρόνο για να μπορέσει να επεξεργαστεί τις εμπειρίες του. Πόσο επιτρέπουμε λοιπόν κι εμείς οι ίδιοι μέσα από τις ενέργειές μας στους πρόσφυγες να διατηρήσουν ακέραια τη ψυχική τους υγεία όταν τείνουμε να εργαλειοποιούμε τις ανάγκες τους;»