«Η γραφή της σειράς είναι κινηματογραφική, δεν είναι τηλεοπτική. Αυτό είναι που την κάνει ξεχωριστή», λέει, μεταξύ πολλών άλλων ο σκηνοθέτης Ανδρέας Θωμόπουλος σε μια αποστροφή μιας από τις συνεντεύξεις που συνθέτουν την αρκετών χιλιάδων λέξεων προφορική ιστορία μιας από τις πιο μυθικές σειρές στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Λέγοντας «γραφή» εννοεί κάτι παραπάνω από το σενάριο, που βέβαια και αυτό κινηματογραφικό ήταν, μιας και γράφτηκε αρχικά με σκοπό να γίνει ταινία. Εννοεί το όλον: και το σενάριο και τη σκηνοθεσία και το καστ των ηθοποιών και την υποκριτική τους δεινότητα.
Ήταν 7 Μαϊου 1989 όταν προβλήθηκε από την ΕΡΤ1 το πρώτο από τα δεκατρία επεισόδια της σειράς «Στο Κάμπινγκ» και σήμερα, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, είναι βέβαιο και προφανές ότι όσοι την έχουν δει σε μία από τις επαναλήψεις της (ίσως, μάλιστα, να είναι η σειρά της κρατικής τηλεόρασης που έχει παιχτεί περισσότερο από κάθε άλλη) είναι πολύ περισσότεροι από όσους την πρόλαβαν στον πραγματικό χρόνο εκείνου του καλοκαιριού, μιας από τις πιο τρικυμμιώδεις, σε πολιτικό επίπεδο, περιόδους της μεταπολίτευσης - έχει και αυτό μια κάποια σημασία. Και για τους μεν, και για τους δε και για όλους γενικά αυτό το σίριαλ αποτελεί ένα σημείο πολιτιστικής αναφοράς.
Για πρώτη φορά οι βασικοί συντελεστές μιας από τις πιο όμορφες καλοκαιρινές ιστορίες που συνθέτουν το παζλ της εγχώριας ποπ κουλτούρας, ο σκηνοθέτης Ανδρέας Θωμόπουλος, ο σεναριογράφος Κώστας Γκάτζιος, οι πρωταγωνιστές Τάκης Μόσχος και Νίκος Καλογερόπουλος, και ο διευθυντής παραγωγής Μιχάλης Αχουριώτης, μιλάνε για όσα έγιναν μπροστά και -κυρίως- πίσω από τις κάμερες.
Κλακέτα, μοτέρ, action!
Η ζωή πριν από την...κατασκήνωση
Τάκης Μόσχος (Τάκης): Πώς σου ήρθε ρε παιδί μου μετά από τόσο καιρό να κάνεις κάτι για το Κάμπινγκ; Το 1989 δεν είχε παιχτεί; Άρα έχουν περάσει 28 χρόνια!
Κώστας Γκάτζιος (σεναριογράφος): Εγώ είμαι μεν οδοντίατρος αλλά γεννημένος στο Λυγουριό Επιδαύρου, οπότε θέατρο βλέπω από γεννησιμιού μου στην Επίδαυρο. Δεν ξέρω αν πρέπει να πω ότι είμαι αυτοδίδακτος, ας πούμε ότι είμαι εμπειροτέχνης. Έχω πάρει δύο βραβεία κι έναν έπαινο σε πανελλήνιους θεατρικούς διαγωνισμούς. Επί τρία συνεχόμενα έτη, την εποχή της Μελίνας Μερκούρη στο Υπουργείο Πολιτισμού, στα νιάτα μου δηλαδή. Έχω γράψει αρκετά θεατρικά. Ορισμένα έχουν παιχτεί. Κάποια στιγμή είπα να το γυρίσω στο σενάριο, μήπως «κάτσει» πιο εύκολα. Αν γράψεις θεατρικά που δεν παίζονται, είναι σαν να γεννάς παιδιά και να πεθαίνουν στη γέννα. Άμα δεν παιχτεί τι να το κάνεις γραμμένο σε ένα χαρτί; Μήπως βγει σε βιβλίο; Και ποιος θα το διαβάσει; Μια χρονιά, λοιπόν, πήγα κι έκανα μεγάλες διακοπές σε ένα κάμπινγκ. Εκεί είδα διάφορα περίεργα, είχα και στο μυαλό μου έναν τύπο σαν τον «Μήτσο» και λέω από μέσα μου: «για φαντάσου τον Μήτσο να έρθει εδώ στο κάμπινγκ…» Έγραψα το σενάριο σκεπτόμενος ότι θα ήθελα να παίξει τον «Μήτσο» ο Νίκος Καλογερόπουλος. Δεν είχαμε όμως καμία σχέση, δεν τον ήξερα τον άνθρωπο. Απλά σήκωσα το τηλέφωνο.
Μιχάλης Αχουριώτης (διευθυντής παραγωγής): Εκείνη την εποχή μόλις είχαμε τελειώσει με τον Ανδρέα Θωμόπουλο μία καταπληκτική σειρά που λεγόταν «Όλη η δόξα, όλη η χάρη», στην οποία έπαιζε και ο Νίκος Καλογερόπουλος. Δεν την έχω δει να ξαναπαίζεται στην ΕΡΤ. Οπότε ήμασταν λίγο-πολύ ομάδα.
Νίκος Καλογερόπουλος (Μήτσος, Μάιμος): Πάντα διάλεγα με προσοχή τους ανθρώπους που συνεργαζόμουν. Θυμάμαι ότι στη σχολή έρχονταν οι βοηθοί των σκηνοθετών -γιατί τότε γύρναγαν πολλές ταινίες κάθε εβδομάδα και τσιμπάγανε πιτσιρικάδες- και με φωνάζανε πάντα. Γιατί ήμουν διαολόφατσα. Δεν πήγαινα. Κι ας έπαιρνες τότε 2-3 χιλιάδες για μια σκηνούλα, άσε που άμα ήσουν καλός στην επόμενη ταινία μπορεί να έπαιρνες δύο σκηνούλες. Όμως εγώ δεν πήγαινα. Αντί αυτού πήγαινα στην οικοδομή και έπαιρνα 80δρχ μεροκάματο. Ήθελα ως ηθοποιός να κάνω κάτι που να γουστάρω πολύ.
Ανδρέας Θωμόπουλος (σκηνοθέτης): Πάνω κάτω όλους τους ήξερα από το καστ της σειράς. Εκτός από τον Τάκη Μόσχο, που τον ήξερα μέσω του Νικολαϊδη, με όλους τους άλλους είχαμε ψιλοδουλέψει μαζί.
Το πείσμα του «Καλόγερα»
Κώστας Γκάτζιος: Όλο αυτό το πράγμα ήταν γραμμένο πάνω στον Καλογερόπουλο. Γενικά όποτε έγραφα κάτι είχα στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο ηθοποιό. Παίρνω λοιπόν τον Νίκο τηλέφωνο, του λέω έτσι κι έτσι. Εντάξει, μου λέει, να βρεθούμε να μου το δώσεις. Δίνουμε ραντεβού στα Εξάρχεια. Ο Νίκος κρυβόταν με σκούρο γυαλί κάτω από μία ομπρέλα. Τελικά μου σφυράει και τον εντοπίζω. Του το δίνω και πάει ο καθένας στο δρόμο του. Όταν γύρισα το βράδυ, είδα ότι μου είχε παίξει το μισό στον τηλεφωνητή. Είχε φτιαχτεί τόσο πολύ. Και μου λέει: «να ξέρεις φιλαράκι, αφού με πήρες τηλέφωνο σκεφτόμουν ότι κανα ψώνιο θα ήσουν, γι’ αυτό είχα βάλει το γυαλί, μήπως δεν εμφανιζόμουν καθόλου». Ήταν ένα σενάριο γύρω στις 100 σελίδες και αμέσως του έκανε κλικ να το κάνει ταινία. Το πήγε δεξιά κι αριστερά σε εταιρίες παραγωγής, κανείς δεν τον άκουσε. Μετά πήρε σβάρνα να το κάνει βιντεοταινία. Πάλι κανείς δεν το πλησίαζε.
Νίκος Καλογερόπουλος: Γούσταρα πολύ το σενάριο οπότε αποφάσισα να κάνω μια βιντεοταινία, όχι όμως σε μία εβδομάδα, άρπα κόλλα. Καπριτσαρίστηκα δηλαδή με τους παραγωγούς και είπα ότι εγώ αυτό θα το πράγμα θα το γυρίσω μόνο και μόνο για να αποδείξω ότι ήταν μαλάκες. Τελικά σειρά το κάναμε. Και είδες τι σειρά έγινε…
Μιχάλης Αχουριώτης: Ο Νίκος μου φέρνει ένα σενάριο, το βλέπω και σκέφτομαι ότι είναι κρίμα να γίνει βιντεοκασέτα γιατί έχει δυνατότητες. Γενικά με τις βιντεοκασέτες έβγαζα σπυράκια. Παρ’ όλα αυτά για το χατήρι του Νίκου, κάνω μία επαφή. Άρχισαν να μου λένε διάφορα. Η πρόταση που μου έκαναν ήταν αντιπαραγωγική, δεν με κάλυπτε. Οπότε μαζεύω τον Αντρέα, τον Κώστα Γκάτζιο και τον Νίκο και τους λέω: «ρε μάγκες, να το κάνουμε σειρά; Προσφέρεται, είναι καταπληκτική ιδέα». Συμφώνησαν όλοι.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Τότε ήταν η εποχή των βιντεοκασετών. Για δεύτερη ή τρίτη φορά ήρθε ένας παραγωγός και μου ζήτησε να του κάνω μια βιντεοκασέτα. Δεν είχα κάνει ποτέ μου, ούτε σκόπευα να κάνω. Μου δίνει λοιπόν ένα πράγμα που ήταν γραμμένο για ένα χαρακτήρα που ήταν ματάκιας σε κάμπινγκ. Έτυχε να είμαι στην τηλεόραση τότε, είχα γυρίσει μερικές σειρές στην ΕΡΤ και είχα κάνει καλό όνομα. Λέω λοιπόν στον παραγωγό: «ρε συ, αυτό είναι για τηλεόραση». «Με τίποτα δεν μπλέκω με τηλεόραση, καληνύχτα, ξέχασέ το» απάντησε. «Ποιός το έγραψε αυτό; Δώσ’ μου το τηλέφωνό του», του λέω. Ήταν ο Γκάτζιος. Στο μεταξύ με τον Καλογερόπουλο ήμασταν ήδη φίλοι και αμέσως σκεφτήκαμε ότι αυτό το πράγμα μπορεί να καθόταν καλά. Όμως έτρεχαν οι ημερομηνίες στην ΕΡΤ για τις υποβολές, δεν είχαμε μεγάλο περιθώριο, έπρεπε να μπούμε στο παιχνίδι σαν καμικάζι ή να το παρατήσουμε και να κάνουμε κάτι άλλο. Πάω λοιπόν και τους λέω ότι θέλω να το κάνω σειρά. Με παίρνουν μετά από δυο μέρες και μου λένε: «είσαι σίγουρος;». Και τους εξηγώ ότι δεν θα το κάνω ακριβώς όπως είναι γραμμένο, θα υπάρξουν κάποιες παραλλαγές. Και αρχίσαμε να βρισκόμαστε στο σπίτι του Νίκου με τον Κώστα (Γκάτζιο). Έτσι, οι τρεις μας, αρχίσαμε να δουλεύουμε.
Κάποτε στην ΕΡΤ
Μιχάλης Αχουριώτης: Τότε ακόμη στην ΕΡΤ δεν είχαν κομματικοποιηθεί τα πάντα και δεν είχε γίνει αυτή η χυδαία κατάσταση που θα ακολουθούσε μετά, με τις κλίκες, τα κόλπα και τα κομματόσκυλα. Τότε υπήρχε ένα περιθώριο ανά 30-40% να ξεχωρίσει όντως κάτι και να προωθηθεί.
Κώστας Γκάτζιος: Είχανε κάνει στην ΕΡΤ τη σειρά «Όλη η δόξα όλη η χάρη», ο Μιχάλης Αχουριώτης σαν διευθυντής παραγωγής, ο Ανδρέας Θωμόπουλος σαν σκηνοθέτης, και είχε παίξει ο Νίκος, μεταξύ άλλων. Δεν θυμάμαι ποιος είχε γράψει το σενάριο. Η σειρά είχε πάει πολύ καλά. Κι επειδή τότε η ΕΡΤ είχε μια αντίληψη να αναθέτει κατευθείαν δουλειές σε δημιουργούς, τους είπε «αφού τα πήγατε καλά με αυτό, αν θέλετε φέρτε και μια δική σας δουλειά να την κάνετε». Μου λέει λοιπόν ο Νίκος: «ρε συ μπορούμε αυτό να το απλώσουμε, να το βάλουμε σε ένα κάμπινγκ, να βάλουμε κι άλλους ήρωες, να βάλουμε κι έναν Μάιμο». Ο Νίκος είχε ξαναπαίξει παλιότερα «τρελούς» τύπους, είναι στο στοιχείο του, του πάνε πολύ. Τους λέω κι εγώ εντάξει, ας κάνουμε μια δοκιμή, και ξεκίνησα να γράφω. Πήγανε τα πρώτα κομμάτια στην ΕΡΤ, τους είπαν OK, το τελείωσα εγώ, αλλά ώσπου να βγάλουν άκρη τα παιδιά με τη γραφειοκρατία, καταλήξαμε να ξεκινήσουμε τα γυρίσματα τέλη Αυγούστου, για μία καλοκαιρινή σειρά. Έγινε λίγο με συνθήκες εκστρατείας αυτή η σειρά.
Μιχάλης Αχουριώτης: Ήταν τότε στην ΕΡΤ ο Θανάσης Ρεντζής, και του άρεσε αυτό που ετοιμάζαμε. Να το προχωρήσουμε, του λέω, σου το υπόσχομαι ότι θα γίνει πολύ καλό. Ο Θανάσης το πάλεψε αρκετά και αρχές Ιουλίου του 1988 μου λέει: «Μιχάλη το περάσαμε». Οπότε μαζευόμαστε πάλι όλοι και βάζουμε τον Κώστα να γράφει. Ο οποίος Κώστας έβγαλε επιχείλειο έρπη από την ένταση. Γράφτηκαν και τα υπόλοιπα επεισόδια και τέλη Αυγούστου αρχίσαμε τα γυρίσματα. Ενώ μόλις είχα κλείσει αυτό το καταπληκτικό κάμπινγκ, το «Τρίτων», έξω από το Ναύπλιο.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Ένας συνδυασμός πράγματων με τράβηξε αμέσως σε αυτή τη σειρά. Είναι το ένστικτο, είναι ότι ήμουν τρελός με τα κάμπινγκ εκείνη την εποχή, είναι ότι ήθελα να δουλέψω ξανά με τον «Καλόγερα», είναι ότι θα δουλεύαμε καλοκαίρι δίπλα στη θάλασσα.
Μιχάλης Αχουριώτης: Βρισκόμασταν κάθε εβδομάδα, πίναμε τα κρασιά μας, μας έφερνε ο Κώστας αυτό που είχε γράψει και αρχίζαμε να λέμε όλοι το κοντό μας και το μακρύ μας και να το ισορροπούμε. Έχει κάτι από συλλογική εργασία αυτό το πράγμα.
Κώστας Γκάτζιος: Δε μου ήταν δύσκολο να απλώσω σε 13 επεισόδια ένα σενάριο που είχα γράψει αρχικά για ταινία. Άσε που βλέποντας τα παιδιά να μου παίζουν τους ρόλους τους, φτιαχνόμουν τόσο πολύ που το πράγμα κυλούσε σαν νεράκι. Θυμάμαι μια πανηγυριώτικη κατάσταση στις πρόβες. Και μάλιστα τα παιδιά μου λέγανε: «σταμάτα να γελάς, μας παρασύρεις». Στην πορεία γίνανε κάποιες τροποποιήσεις, από τον Ανδρέα και την παραγωγή, ανάλογα με πράγματα που προέκυπταν, μόνο που εγώ δεν μπορούσα να τους βοηθήσω, είχα ανοίξει το ιατρείο. Μπορεί, ας πούμε, να ήταν κάτι που είχα γράψει και δεν έβγαινε από κόστος. Ή μια σκηνή μέσα στη θάλασσα που δεν προλάβαιναν πια να γυρίσουν λόγω καιρού. Πάντως τους είχα παραδώσει το σενάριο πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Σκέψου ότι εκείνο τον Αύγουστο δεν πήγα καν διακοπές για να προλάβω. Έφυγαν η γυναίκα μου με την κόρη μου κι εγώ έμεινα εδώ, στην Αθήνα. Το παρέδωσα, μετά γύρισα στο ιατρείο κι εκείνοι φύγανε για Τολό.
Τάκης Μόσχος: Αν θυμάμαι καλά δεν ήταν γραμμένα όλα τα επεισόδια όταν ξεκινήσαμε τα γυρίσματα. Οπότε είχα διαβάσει μόνο τα πρώτα. Για μένα και μόνο το γεγονός ότι ήταν εκτός Αθηνών λειτούργησε δελεαστικά. Γενικά με ιντρίγκαραν οι προτάσεις που είχαν να κάνουν με ταξίδια μακριά από την Αθήνα. Σαν τον τρελό γούσταρα. Με τα χρόνια βέβαια αντιλήφθηκα ότι είναι μια τεράστια ταλαιπωρία να τρέχεις δεξιά κι αριστερά για να κάνεις γυρίσματα.
Μιχάλης Αχουριώτης: Η δουλειά μου είναι πολύ σύνθετη. Έπρεπε καταρχήν να επιλέξω μία περιοχή όπου ο καιρός θα κρατούσε, να πάω δηλαδή προς νότια και όχι προς βόρεια. Έκανα μία βολιδοσκόπηση στην Επίδαυρο αλλά δεν τα βρήκα με τους ανθρώπους των κάμπινγκ. Μετά κατευθύνθηκα προς το Τολό. Εκεί λοιπόν με τον Βαγγέλη που είχε το «Τρίτων» και ήταν ένα παιδί με ανοιχτό μυαλό, τα βρήκαμε. Και κατασκηνώσαμε.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Κάναμε το ρεπεράζ, βρήκαμε σε ποιο κάμπινγκ θα πηγαίναμε και κανονίσαμε να ξεκινήσουμε για εκεί, ηθοποιοί και συνεργείο. Στην αρχή όλοι θέλανε να μείνουν σε ξενοδοχείο. Εκτός από τρία άτομα που προτιμούσαν τις σκηνές: ο ένας ήταν ο φροντιστής, για να έχει και το νου του σε όλα τα αντικείμενα της παραγωγής που τα μάζευε κάτω από μία τέντα, ο δεύτερος ήταν ο Καλόγερας και ο τρίτος ήμουν εγώ. Αυτό κράτησε μόνο μία εβδομάδα. Γιατί τη δεύτερη ήρθαν όλοι να μείνουν εκεί, αφήσανε τα ξενοδοχεία και τις μαλακίες.
Μιχάλης Αχουριώτης: Τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτέμβρη, αν θυμάμαι καλά, ξεκινήσαμε τα γυρίσματα.
Τάκης Μόσχος: Πήγαμε στο κάμπινγκ Αύγουστο μήνα, οπότε είχε ακόμη κόσμο που παραθέριζε. Μείναμε μέχρι Νοέμβριο που το κάμπινγκ όχι μόνο είχε μείνει άδειο, αλλά είχαν παγώσει και τα πάντα. Θυμάμαι το αφεντικό του κάμπινγκ που περνούσε και μας έβλεπε μέσα σε ένα τροχόσπιτο να προσπαθούμε να ζεσταθούμε -όπως καταλαβαίνεις ένα τροχόσπιτο το χειμώνα δε ζεσταίνεται με τίποτα- και να μας λέει όλους εμάς τους καλομαθημένους, με προφορά χωριάτικη: «Κρυώνουντε; Κρυώνουντε;» Έτσι, κοροϊδευτικά.
Οι παραθεριστές που έγιναν κομπάρσοι
Κώστας Γκάτζιος: Το κάμπινγκ λειτουργούσε κανονικά. Οπότε οι κομπάρσοι ήταν ορίτζιναλ παραθεριστές.
Μιχάλης Αχουριώτης: Εννοείται ότι είχε τουρίστες, τουλάχιστον μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου. Όλο αυτό ήταν εκμεταλλεύσιμο. Γενικά περνούσαμε πολύ καλά. Ενδιαφέρονταν, έρχονταν να δουν τα γυρίσματα, κάποιοι παίζανε κιόλας στα γενικά πλάνα, γιατί το κάμπινγκ έπρεπε να φαίνεται ζωντανό. Οπότε προωθούσαμε τις σκηνές που σύμφωνα με το σενάριο είχαν μεγάλη καλοκαιρία και πολύ κόσμο, παρόλο που ευτυχώς κράτησε τελικά ο καιρός. Βέβαια επειδή φοβόμουν ότι ο καιρός δεν θα κρατούσε, είχα κάνει ένα σχεδιασμό ώστε στη χειρότερη περίπτωση να σταματήσουν τα γυρίσματα στη μέση και να συνεχιστούν την επόμενη χρονιά.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Από ένα σημείο και μετά οι παραθεριστές στο κάμπινγκ, έφτασαν να γίνουν κομπάρσοι μας. Όλα πήγαιναν μια χαρά.
Νίκος Καλογερόπουλος: Καραγουστάρανε οι τουρίστες που μέναμε κανονικά στο κάμπινγκ. Γιατί κανείς μας δεν πουλούσε μούρη.
Τάκης Μόσχος: Οι υπόλοιποι ένοικοι συνέχισαν τη ζωή τους κανονικά όσο ήμασταν εκεί. Κάποιους βέβαια τους χρησιμοποιήσαμε και σε πλάνα. Δεν ήμασταν και καμιά μεγάλη αμερικάνικη παραγωγή για να διώξουμε τον κόσμο από την παραλία και να βάλουμε κομπάρσους. Όποιος ήταν εκεί και τύχαινε να μπαίνει ή να βγαίνει από τη θάλασσα, τον αφήναμε. Εμείς κάναμε τη δουλειά μας και οι υπόλοιποι έκαναν τη ζωή τους. Δεν κλείναμε κανένα χώρο, δεν λέγαμε «στοπ, εδώ απαγορεύεται». Ήταν όλα σε ένα πλαίσιο πολύ χαλαρό, πολύ ευχάριστο.
Η σημασία του κάστινγκ
Μιχάλης Αχουριώτης: Το κάστιγνκ είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Σε οποιαδήποτε δουλειά, κινηματογραφική ή τηλεοπτική, αν έχεις καλό καστ, αυτόματα έχεις κατοχυρώσει το 50-60%. Από κει και πέρα η επιτυχία έχει να κάνει με το σενάριο, τη σκηνοθεσία, την παραγωγή. Τι σημαίνει σωστό κάστιγνκ; Ο σωστός ηθοποιός για το σωστό ρόλο.
Τάκης Μόσχος: Μπλέχτηκα με το Κάμπινγκ εντελώς τυχαία. Μάλιστα ξεκινούσα εκείνη την εποχή μια ταινία στη Θεσσαλονίκη. Χτύπησε μια μέρα το τηλέφωνο, μου το είπαν και έπρεπε να αποφασίσω μέσα σε ελάχιστο χρόνο, για να προλάβουμε να φύγουμε για εκείνη την ακτή κοντά στο Τολό. Βρέθηκα μέσα σε αυτή την υπόθεση από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν ήξερα κανένα από την ομάδα πριν ξεκινήσει η συνεργασία μας. Ο Καλογερόπουλος, ας πούμε, με πήρε με το αυτοκίνητό του από την Αθήνα για να κατέβουμε βράδυ και να ξεκινήσουμε γυρίσματα την άλλη μέρα το πρωί. Στο ταξίδι μιλήσαμε πρώτη φορά.
Νίκος Καλογερόπουλος: Ο ρόλος του Μάιμου, που έμεινε στην ιστορία, δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο. Άκου πως έγινε: Εκείνη την εποχή ήθελα να μαζέψω υλικό, 2-3 λεπτά, από όλες τις δουλειές που είχα κάνει μέχρι τότε, για να τις δείξω σε ένα Σουηδό σκηνοθέτη. Πάω λοιπόν στην ΕΡΤ και μου λένε: «δεν υπάρχει η Μεθυσμένη πολιτεία, τη σβήσαμε». Σάλταρα, στενοχωρέθηκα. Τέτοιες παπαριές έκαναν κι εγώ τους έριχνα τα μπινελίκια μου. Άρχισε να μου λέει ο Θωμόπουλος: «ρε συ, συγκεντρώσου, τώρα ξεκινάμε άλλη δουλειά». Το βιολί μου εγώ: «Μα να σβήσουνε οι μαλάκες τη “Μεθυσμένη Πολιτεία”;». Και μου λέει: «αμάν ρε μαλάκα, κάνε ένα τέτοιο ρόλο εδώ αν είναι να ηρεμήσεις». Έτσι έγινε! Ο «Μάιμος» μου έκανε «επίσκεψη» από το πουθενά, έτσι, βζζζζζν! Καρφωτός από τα από πάνω.
Τάκης Μόσχος: Ο Νίκος ήταν το αστέρι, που είχε κιόλας διπλό ρόλο. Οι υπόλοιποι ήμασταν περιφερειακοί. Άντε κι εγώ, εντάξει, είχα ένα σχετικά σημαντικό ρόλο, αλλά στην ουσία όλοι σαπόρτ στον Νίκο κάναμε. Το δικό μου ήταν πιο συμβατικό πράγμα. Του Νίκου και οι δύο ρόλοι ήταν περίεργοι, γραφικός ο ένας, φολκλόρ ο άλλος…
Κώστας Γκάτζιος: Ο πυρήνας της σειράς είναι ο χαρακτήρας του Μήτσου, ο οποίος από αγροίκος και σεξουαλικά καταπιεσμένος, βρίσκεται σαν τον ποντικό στο κεφαλοτύρι, σε μια κατάσταση που όλοι κάνουνε, όλοι ράνουνε ώσπου τελικά βρίσκει κι αυτός τη Γερμανίδα. Ο ήρωας είναι βασισμένος σε πραγματικούς τέτοιους τύπους που συναντά κανείς ή έστω συναντούσε κάποτε, στην επαρχία. Εκεί πάνω στο Αραχναίο υπήρχαν κάμποσοι. Επειδή είχαμε κτήματα και τα νοικιάζαμε σε βοσκούς εκεί πέρα, τους είχα βιώσει, τους ήξερα σαν χαρακτήρες από μικρό παιδί.
Νίκος Καλογερόπουλος: Μου λέει λοιπόν ο Αντρέας για τον δεύτερο ρόλο, κάνω μια παύση 20 δευτερολέπτων που οι σκέψεις πέφτουν βροχή και τον ρωτάω: «και τον Μήτσο ποιος θα τον κάνει;». Γιατί αυτός ήταν ο κανονικός μου ρόλος. Κάνει τότε παύση ο Αντρέας, το επεξεργάζεται και μου λέει: «Αντέχουν τα κότσια σου να κάνεις δύο ρόλους;». Δώσαμε τα χέρια αμέσως. Τελικά ήταν μαγκιά και για μένα που έπαιζα δύο ρόλους και για τον Αντρέα που με σκηνοθετούσε. Να γιατί θέλω να συνεργάζομαι με φίλους, με αγαπημένους ανθρώπους, με κόσμο που εκτιμώ. Δεν προλάβαινα να σκεφτώ κάτι εγώ, και το ‘πιανε ο Αντρέας.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Οι ηθοποιοί είχαν τη δυνατότητα να δουλέψουν χαλαρά, να αυτοσχεδιάσουν, κάτι που είναι το όνειρο ενός καλού ηθοποιού. Εγώ έλεγα σε όλους ότι έπρεπε να αυτοσχεδιάσουν κι αν δεν μας έκανε θα το πετούσαμε. Δεν είχαμε άγχος.
Νίκος Καλογερόπουλος: Οι πιο πολλές σκηνές του «Μάιμου» έγιναν στο πατ κιουτ, μπαμ και κάτω. Βάζαμε το 16άρι σασί στη μηχανή και πήγαινε όλο, 11 λεπτά μονοπλάνο! Όπως εκείνη τη σκηνή που είμαι στο μνήμα και κλαίω τη μάνα μου με τα κεριά. Το κάναμε τρεις φορές, κάθε φορά όλο μαζί και μετά με έπαιρναν τηλέφωνο από το μοντάζ να πάω να διαλέξω. «Βγάλτε τα μάτια σας», τους έλεγα. Δεν ξέρανε ποιο να διαλέξουν, ήταν όλα ωραία. Κι επειδή ήταν μονοπλάνα δεν μπορούσες να κόψεις και να ράψεις. Οπότε διάλεξαν ένα στην τύχη…
Ανδρέας Θωμόπουλος: Είναι μια σκηνή που θυμάμαι έντονα, που δεν ήταν πουθενά γραμμένη. Ο Καλόγερας έπρεπε να περπατήσει στο δρόμο, να συναντήσει τον Βαγγέλη Καζάν και να τον ρωτήσει «είσαι το πατέρα μου;» Ο Καζάν σύμφωνα με το σενάριο θα τον κυνηγούσε. Τότε λοιπόν έδυε ο ήλιος, ήμασταν κοντά σε ένα νεκροταφείο και μας είχε πιάσει μια περίεργη όρεξη. Το σχέδιο ήταν ο Νίκος να μαζέψει τα κεριά από τους άλλους τάφους και να τα αφήσει στον τάφο της μάνας του, όπου θα συναντούσε τον Καζάν. Λέω λοιπόν στον Βαγγέλη κάτι που δεν υπήρχε στο σενάριο: «Δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση όντως να είχες πηδήξει τη μάνα του και να είσαι εσύ ο πατέρας του;» Πάγωσε ο Βαγγέλης! «Έχε το κατά νου», του λέω, «πάμε μία πρόβα κι αν μας κάτσει, μέσα». Ξεκινάει λοιπόν το γύρισμα και φωνάζει ο Καζάν στον Καλόγερα: «Τι κάνεις εδώ ρε;». Σημειωτέον, δεν ήξερε ο ένας τι θα πει ο άλλος. Και απαντάει ο Καλόγερας ως Μάιμος: «Είσαι το πατέρα μου». Έτσι, χωρίς ερώτηση. Και ο άλλος δεν τον κυνήγησε, όπως ήταν στο σενάριο, αλλά κοιτάχτηκαν με μία πολύ περίεργη ηρεμία. Δεν ξέρω πόσοι το πήρανε πρέφα εκείνη τη στιγμή, αλλά για μένα ήταν απίστευτη η δυναμική της σκηνής. Αυτά τα πράγματα προκύπτουν αν υπάρχει αρμονία. Αν είναι εναρμονισμένοι οι ηθοποιοί, αν έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο, αν αγαπάνε τον σκηνοθέτη, αν τους αγαπάει ο σκηνοθέτης, αν θέλουν όλοι να συνεννοηθούν. Δεν είναι το θέμα να πεις απλώς τα λόγια σου, να δείξεις μία ωραία δύση ή ένα ωραίο κώλο.
Μιχάλης Αχουριώτης: Κομβικό σημείο ήταν οι δυο πρωταγωνιστές αλλά και το υπόλοιπο καστ.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Ο Τάκης Μόσχος συνέπλεε σε όλο αυτό τον αυτοσχεδιασμό. Γιατί είναι γάτα.
Μιχάλης Αχουριώτης: Προέρχομαι από το θέατρο και ήξερα τότε πάρα πολύ καλά όλους τους ηθοποιούς. Μόλις πήραμε το πράσινο φως, δεν είχαμε πολύ χρόνο κι έπρεπε να στελεχωθεί ένα καστ στο φτερό αλλά με γνώση. Κανείς ηθοποιός δεν επιλέχθηκε τυχαία.
Σαν διακοπές με γυρίσματα
Ανδρέας Θωμόπουλος: Ήμασταν εκεί συνέχεια. Το όρντινο ήταν κάθε πρωί στις 9, και ακριβώς εκείνη την ώρα ξεκινούσε το μοτέρ. Πρόβες, άλλωστε, είχαμε κάνει από την προηγούμενη βραδιά. Γιατί από ένα σημείο και μετά, τι άλλο να κάνεις στο κάμπινγκ. Θα πας να πιεις, να γλεντήσεις, αλλά πόσες φορές; Μας είχε μαγέψει όλους η δουλειά, όλοι θέλαμε να κάνουμε πρόβες μετά τα γυρίσματα.
Μιχάλης Αχουριώτης: Για την εποχή δεν ήταν φτηνή παραγωγή, ήταν προς τις ακριβές. Ξεκινάγαμε γύρω στις 8 το γύρισμα. Τελειώναμε κατά τις 5-6 το απόγευμα. Μετά τα παιδιά έκαναν το μπάνιο τους. Το μεσημέρι τρώγαμε εκεί δίπλα στη θάλασσα. Θυμάμαι κιόλας ότι μεθάγαμε τα σπουργίτια, τους ρίχναμε ψίχουλα με ούζο. Το βράδυ ο Νίκος κι εγώ βουτούσαμε με το ψαροντούφεκο. Μπορείς να πεις ότι κάναμε και δουλειά και διακοπές. Παρόλο που η δουλειά είχε μια ένταση.
Νίκος Καλογερόπουλος: Τα γυρίσματα ξεκινούσαν νωρίς το πρωί. Βγάζαμε πολλή δουλειά, 20 και 30 λεπτά κάθε μέρα! Δουλεύαμε και αφού έσβηναν τα φώτα γιατί γουστάραμε όλοι, δεν είχαμε πάει μόνο για το μεροκάματο. Θυμάσαι τη σκηνή που ο Μάιμος πίνει ό,τι είχε περισσέψει από τα μπουκάλια και μεθάει; Εκείνη η σκηνή έγινε γιατί κάποιος πέταξε μια ιδέα, μου είπε: «ρε συ Καλόγερα, φτιάξε μια σκηνή εκεί πάνω από τα σκουπίδια». Και το κάναμε με τη μία!
Τάκης Μόσχος: Περνούσαμε πάρα πολύ ωραία, ζούσαμε σχεδόν σαν σε παραμύθι. Θυμάμαι ότι δεν έγινε ποτέ κανένας τσακωμός, καμία ίντριγκα. Θυμάμαι ότι ερωτευτήκαμε, αγαπηθήκαμε, γαμηθήκαμε, μισηθήκαμε, τα πάντα όλα εκεί μεταξύ μας, γιατί ζούσαμε όλοι μαζί εκεί στο κάμπινγκ που κάναμε τα γυρίσματα. Εγώ ας πούμε είχα γυρίσματα και μέσα στο τροχόσπιτο που έμενα. Ή ο Καλογερόπουλος είχε μια παλαιού τύπου τρίγωνη σκηνή και κάναμε γυρίσματα εκεί ακριβώς. Δηλαδή είχε γίνει ένα μπέρδεμα ζωής και fiction που ήταν πολύ βολικό.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Δουλέψαμε όσο πιο καλά μπορούσαμε, με σεβασμό ο ένας για τον άλλο, δεν επιτράπηκαν κιόλας οι κόντρες. Ακόμη κι αν ερχόταν κάποιος να παραπονεθεί κατηγορώντας κάποιον άλλο, αμέσως φώναζα και τον άλλο και τους έλεγα: «βρείτε τα κι ελάτε να πιούμε ένα τσίπουρο μαζί».
Μιχάλης Αχουριώτης: Δεν υπήρχαν εντάσεις ανάμεσά μας. Δεν μας κούραζε το περιβάλλον, ήταν τόσο ευχάριστο, είχε διεξόδους. Κάποιοι τα βράδια πηγαίναν στα κλαμπ του Ναυπλίου και την άλλη μέρα τους μαζεύαμε από τα τροχόσπιτα. Είχαμε τον Γιώργο Χαρώνη, τον βοηθό, που πήγαινε και βάραγε τις πόρτες. Τον μίσησαν όλοι, που λέει ο λόγος.
Τάκης Μόσχος: Όλα κύλησαν πολύ ομαλά. Αυτό οφείλεται κυρίως στον σκηνοθέτη. Σαφώς παίζει ρόλο και η προσωπικότητα του κάθε ηθοποιού και το πως είναι η σχέση με τους συμπρωταγωνιστές, αλλά πάντα είναι ο σκηνοθέτης που δίνει ένα τόνο.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Ο σκηνοθέτης καλώς ή κακώς είναι ο μαέστρος και οι ηθοποιοί τα όργανα. Οι συμφωνίες βγαίνουν όταν οι κλασικοί μουσικοί εμπιστεύονται τον μαέστρο.
Τάκης Μόσχος: Ο Ανδρέας ήταν εξαιρετικός. Ήταν μαζί μας διαρκώς, δεν το ‘παιξε ποτέ σκηνοθέτης, μιλούσαμε σαν φίλοι.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Μονταρίστηκε έτσι το πράγμα, που δούλευα με τρεις βοηθούς, που θα γίνονταν μεγάλα ονόματα στη συνέχεια. Ήταν η Ρέινα Εσκενάζυ που σήμερα είναι το νούμερο ένα όνομα στην τηλεόραση, ο Πάνος Καρκανεβάτος, που κάνει ταινίες, και ο Γιώργος Χαρώνης, που για δεκαετίες έβγαζε τις ειδήσεις στο Mega. Έχοντας αυτούς τους τρεις στήθηκε μία μαγική βιοτεχνία. Ο Χαρώνης ήταν υπεύθυνος των ηθοποιών, να είναι όλοι έτοιμοι στην ώρα τους. Οι άλλοι δύο ήταν υπεύθυνοι για το γύρισμα. Δηλαδή είχαμε κάνει από την προηγούμενη το πρόγραμμα ότι την επομενη μέρα θα γυρίζαμε τις σκηνές Α, Β, Γ, Δ. Ξεκινούσαμε από την Α και όσο τη δουλεύαμε, ετοιμαζόταν από τον άλλο βοηθό η Β. Όταν περνούσα εγώ στη Β, ο βοηθός που ήταν στην Α αρχίζει να προετοιμάζει τη Γ. Ήταν μία απίστευτη συνεργασία, γιατί στην τελική ήμασταν όλοι σε βεληνεκές 200 μέτρων, εκτός από ορισμένες σκηνές που γυρίσαμε στο Ναύπλιο και αλλού - αυτές ήταν οι εξαιρέσεις.
Μιχάλης Αχουριώτης: Τα γυρίσματα δεν έγιναν μόνο στο κάμπινγκ. Πηγαίναμε και πάνω στο Αραχναίο, σε ένα ορεινό χωριό χωρίς ίχνος πρασίνου. Και στο Ναύπλιο. Και στις γύρω περιοχές. Όλο αυτό και οργάνωση ήθελε και τρέξιμο ήθελε.
Τάκης Μόσχος: Όταν τελειώναμε τα γυρίσματα, καθόμασταν πάλι όλοι μαζί και τα τσούζαμε. Καμιά φορά πηγαίναμε και εκδρομή στο Ναύπλιο, που ήταν δέκα-είκοσι λεπτά μακριά. Ξέρεις τώρα, ήμασταν οι ανθυποστάρ από Αθήνα στις ντισκοτέκ. Όλο το Ναύπλιο βούιζε και μας κοιτούσε. Το παίρναμε κι εμείς λίγο στα πάνω μας, χορεύαμε και λίγο πιο μοντέρνα, μέχρι που γυρνούσαμε λιώμα στα καταφύγιά μας το βράδυ. Την άλλη μέρα το πρωί, πάλι από την αρχή. Δεν είχαμε όμως καμία αγωνία αν πήγαινε 5 το πρωί, επειδή στις 9 θα έπρεπε να ξεκινήσουμε γύρισμα. Γιατί εκεί ακριβώς που ξυπνούσαμε ήταν το γύρισμα, οπότε θα σηκωνόμασταν με την τσίμπλα στο μάτι και θα βρίσκαμε την άκρη.
Νίκος Καλογερόπουλος: Για τα γυρίσματα ήμασταν δυο τρεις μήνες στο κάμπινγκ. Άριστα ήταν ρε φίλε. Αφού γίναμε όλοι φιλαράκια, εκεί που καθόμασταν, στα αντίσκηνα.
Τάκης Μόσχος: Κάναμε παρέα, τα πίναμε κιόλας μόλις τελείωνε το γύρισμα, γιατί το κάμπινγκ είχε και μπαρ και εστιατόριο, τα είχε όλα δηλαδή, οπότε εκεί ήμασταν όλη την ημέρα, πρωί-βράδυ μαζί. Μπορείς να το πεις ενός τύπου «μαλακό Survivor», χωρίς την πείνα. Κάθε μέρα ξυπνάγαμε από ένα μεγάφωνο που έλεγε: «παρακαλώ, το γύρισμα θα είναι την τάδε ώρα, ετοιμαστείτε». Καμιά φορά, ως γλωσσομαθής που είμαι, πήγαινα στο μεγάφωνο και το επαναλάμβανα σε διάφορες γλώσσες, έτσι, για να κάνουμε την πλάκα μας. Σηκωνόμασταν, πλέναμε δόντια, μούρες και ό,τι άλλο, τρώγαμε πρωινό και κατευθείαν πηγαίναμε για γύρισμα. Πότε μέσα στο κάμπινγκ, πότε στην ακτή, πότε πιο πέρα σε κάτι βουνά, και πότε ιππασία. Πολύ ευχάριστη εμπειρία.
Μιχάλης Αχουριώτης: Και μόνο που βάλαμε όλους αυτούς να ζουν μαζί, καταλαβαίνεις τι πλάκες γίνονταν.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Ήμασταν όλοι χαρούμενοι που βρισκόμασταν εκεί, που ήμασταν μαζί, γίναμε φίλοι, υπήρξαν έρωτες, μόνο προβλήματα δεν είχαμε.
Τάκης Μόσχος: Ήταν χαλαρά. Δεν κουραστήκαμε. Δεν είχαμε αγωνία. Δεν υπήρχε καμία «σκοτεινή γωνία». Ήταν όλα πολύ φωτεινά. Ήταν διακοπές με γύρισμα. Και καλοπληρωμένες διακοπές για την εποχή.
Όταν ήρθαν τα άλογα
Ανδρέας Θωμόπουλος: Είχαμε παραγγείλει από τον στρατό τρία υπέροχα άλογα που τα είχαν για επιδείξεις. Θα ερχόντουσαν πέντε μέρες μετά από εμάς. Εκείνες τις πρώτες ημέρες για κάποιο λόγο ένιωθα περίεργα. Επίσης όταν άρχισε ο Νίκοw να προβάρει τον Μάιμο, να κυκλοφορεί παραμορφωμένος και τέτοια, ο κόσμος τον κοιτούσε περίεργα. Ακόμη κι ένας πάρα πολύ αγαπημένος μου συνεργάτης ήρθε και με βρήκε ανήσυχος.
Νίκος Καλογερόπουλος: Όταν δώσαμε τα χέρια με τον Αντρέα, αντί να κάτσω να δουλέψω, κάνω ένα «μπραφ» και φεύγω, πάω στο χωριό, να σκεφτώ πως θα το κάνω. Η γη είναι η γιάτρισά μου και στο κορμί και στο πνεύμα μου. Άρχισα να σκαλίζω όσες εμπειρίες είχα, από ανθρώπους με ειδικές ανάγκες που είχα δει μέχρι τότε. Με βλέπανε εκεί στην επαρχία και ξεκαρδίζονταν, με είχαν πάρει στο ψιλό, λέγανε «κοίτα τον μαλάκα τι κάνει τώρα». Γέλαγα με όλα αυτά, δε με πείραζαν. Άσε που όταν τελικά παίχτηκε η σειρά και έλεγε ο κόσμος «πω πω τι ηθοποιός», όσοι με κορόιδευαν έκλεισαν τα στόματά τους.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Τις πρώτες τέσσερις ημέρες επικρατούσε μια ένταση, μια αγωνία, γιατί δεν είχαμε συντονιστεί ακόμη. Την πέμπτη μέρα, όμως, έφτασε το φορτηγό του στρατού. Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει έξω ένα υπέροχο άσπρο άλογο χλιμιντρίζοντας. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι ναι, την έχουμε αυτή τη σειρά. Δίπλα μου ακριβώς ήταν και ο Καλόγερας.
Νίκος Καλογερόπουλος: Η έγνοια μας ήταν μία: πως θα βγει το καλύτερο αποτέλεσμα. Και βγήκε. Κι ας συνέβαιναν διάφορα ευτράπελα. Όπως σε όλα τα γυρίσματα.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Όταν ανεβαίνεις πάνω σε τέτοιου είδους άλογα σε δοκιμάζουν. Θέλουν καβαλάρη, όχι κάποιον που θα κάνει μαγκιές κι επίδειξη. Ρίξανε πολύ κόσμο. Εν τω μεταξύ για μία εβδομάδα είχαν έρθει δύο άτομα να τα φροντίζουν κι ένας trainer. Πάντως ο ερχομός των αλόγων έφερε την ηρεμία σε όλους μας.
Νίκος Καλογερόπουλος: Κανείς δεν ήξερε από άλογα πέρα από μένα που τους είχα λατρεία από πιτσιρίκι, όπως και την έχω ακόμη. Πριν έρθουν τους έλεγα ότι θα πηγαίναμε και βόλτες μετά τα γυρίσματα. Λες και είχαμε χρόνο… Μας είχε φύγει ο τάκος από την κούραση για να προλάβουμε, γιατί τελειώναμε τα γυρίσματα αλλά το βράδυ, τσούκου τσούκου πάλι με τις σκηνές ασχολούμασταν, και το σενάριο του Γκάτζιου.
Μιχάλης Αχουριώτης: Τα άλογα ήταν του στρατού και είχαν πάρει μέρος σε αγώνες, το ένα είχε νικήσει κιόλας στην Τουρκία. Είχαμε ανθρώπους που τα φρόντιζαν, ενώ ερχόταν κι ο κτηνίατρος δυο-τρεις φορές την εβδομάδα. Οπότε είχαμε μάθει λίγο-πολύ όλοι ιππασία. Άλλος έτσι, άλλος αλλιώς. Το ένα ήταν ήμερο, οπότε μπορούσαν να το καβαλήσουν όλοι. Το άλλο ήταν σπινταριστό, οπότε το παίρναμε οι πιο τσαχπίνηδες.
Νίκος Καλογερόπουλος: Ευτυχώς δεν έσπασε κανένας μας πόδια ή χέρια. Το άσπρο που καβάλαγα εγώ, ο Ποσειδώνας, ήταν φοβερό. Μόλις ήρθαν τα άλογα στο Αραχναίο - ένα «ανάποδο» βουνό πάνω από το Ναύπλιο που το αναφέρει κι ο Αριστοφάνης - μετά από τόσες στροφές, τρελάθηκαν. Αφηνίασαν. Πάω λοιπόν εγώ να κάνω το γύρισμα… Αμ δε! Εκεί κατάλαβα και τον φόβο του διευθυντή παραγωγής, του Μιχάλη Αχουριώτη. «Ρε συ μαλάκα Καλόγερα κάτσε καλά, μη σκοτωθεί κανένας», μου έλεγε. Μόλις είδα τα αφηνιασμένα άλογα κατάλαβα τι εννοούσε. Είχαν κοκκινίσει τα ρουθούνια τους από τον θυμό. Με βλέπει λοιπόν ο Θωμόπουλος, και μου λέει: «καβάλα το και πάμε πλάνο». Πήγα μισή ώρα μέσα στο δάσος, έκατσα, συγκεντρώθηκα και επικαλέστηκα όλους τους θεούς, γύρισα τελικά στο άλογο φορτωμένος, του βάρεσα τρία χαστούκια και με μια κίνηση το καβάλησα, χωρίς να πατήσω σε σκάλα. Του πήρα τον αέρα. Αν στο άλογο δεν πάρεις από την αρχή τον αέρα, πάει, θα σε τσακίσει. Πάει να καβαλήσει το άλλο άλογο εκείνος που είχε τα γίδια στο μαντρί, που ήταν κανονικός τσοπανάκος...ίδρωσε!
Μιχάλης Αχουριώτης: Είχαμε περάσει πάρα πολύ καλά, αλλά κάποια στιγμή η κούραση μας είχε καταβάλλει. Από όσα κάναμε εκεί πέρα.
Αυτό το «κάτι» του Κάμπινγκ
Ανδρέας Θωμόπουλος: Η γραφή της σειράς είναι κινηματογραφική, δεν είναι τηλεοπτική. Αυτό είναι που την κάνει ξεχωριστή.
Κώστας Γκάτζιος: Όταν άρχισε να προβάλλεται δεν σου κρύβω ότι υπήρχε μια ικανοποίηση. Βέβαια με ξένισε λίγο το ότι ο Νίκος έβγαλε τον «Μήτσο» πολύ μάγκα από τα πρώτα επεισόδια, ενώ εγώ τον ήθελα να μαγκέψει αφού βρει γκόμενα. Αλλά εντάξει, δεν έγινε και τίποτα.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Το 89 που προβλήθηκε η σειρά πέσαμε σε άσχημη περίοδο, πάνω σε προεκλογική περίοδο, κι αν θυμάσαι γινόταν χαμός ανάμεσα στον Μητσοτάκη και τον Παπανδρέου. Αν ήταν να μιλήσει κάποιος υποψήφιος, δεν το βάζανε το επεισόδιο ή το κόβανε στη μέση. Ήταν τελείως άστατη η προβολή της σειράς, χάλια. Τέλος πάντων τον επόμενο χρόνο το ξαναβάλανε. Άντε και τον τρίτο, και τον τέταρτο και σε πληροφορώ ότι μέχρι σήμερα έχει παιχτεί δεκαπέντε φορές, ίσως και πιο πολλές.
Μιχάλης Αχουριώτης: Δεν είμαι σίγουρος αλλά ίσως και να είναι η σειρά της κρατικής τηλεόρασης που έχει παιχτεί περισσότερο από κάθε άλλη. Κάθε καλοκαίρι παίζεται.
Τάκης Μόσχος: Είχε κάνει επιτυχία τότε. Ίσως γιατί είχε πολλές μικρές ιστορίες που έδεναν τη μεγάλη.
Κώστας Γκάτζιος: Πιστεύω ότι όταν προβλήθηκε δεν κέρδισε όση τηλεθέαση θα μπορούσε. Παρ’ όλα αυτά μέχρι σήμερα θεωρείται μία από τις πιο θρυλικές σειρές. Πρόσφατα είχα πάει σε μια έκθεση βιβλίου, όπου είχε και η ΕΡΤ ένα περίπτερο και πουλούσε DVD με δουλειές της. Ρώτησα για πλάκα: «Το Κάμπινγκ το έχετε;». Και μου είπαν ότι δεν το έχουν βγάλει ακόμη. Κρατήστε το, σκέφτηκα, να παίρνουμε κατιτίς από τα πνευματικά δικαιώματα όποτε το προβάλλετε.
Μιχάλης Αχουριώτης: Μέχρι τότε είχαμε ή μπαλαφάρες ή σοβαροφανή πράγματα. Αυτή η σειρά δεν πέρασε απαρατήρητη γιατί ήταν δροσερή, είχε ρεαλισμό, έδειχνε μια πραγματικότητα καθημερινότητας. Τότε δεν πολυασχολιόμασταν με νούμερα, δεν είχε έρθει ακόμη αυτή η αρρώστια, αλλά σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητη όταν προβλήθηκε.
Κώστας Γκάτζιος: Ήταν ανθρώπινοι όλοι οι ήρωες. Ο Νίκος έχει τη δυνατότητα να περνάει στο κοινό, κι αυτό έχει να κάνει τόσο με τους ρόλους που επιλέγει όσο και με τον τρόπο που τους παίζει. Τώρα βλέπουμε κάτι ήρωες στην τηλεόραση… Ίσως να μου φαίνονται εμένα έτσι γιατί δεν είμαι από την Αθήνα - παρόλο που ζω εδώ 30 χρόνια ακόμη λέω ότι είμαι επαρχιώτης. Βλέπω λοιπόν και σκέφτομαι ότι τέτοιους τύπους δεν έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου. Είναι όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες που μπορεί οι ήρωες να είναι φευγάτοι, αλλά είναι και ανθρώπινοι, οπότε αποδέχεσαι την τρέλα τους, όπως του Μπακαλόγατου. Είναι απίθανο να υπήρχε αυτός ο τύπος στην πραγματικότητα, αλλά η γλώσσα του ήταν η καθομιλουμένη. Ενώ τώρα βλέπεις στους διαλόγους κάτι ψευτο-σοφιστικέ ανοησίες…
Ανδρέας Θωμόπουλος: Αυτή η σειρά είχε αγάπη και ειλικρίνεια. Και έρωτα, γιατί κάποιοι άνθρωποι εκεί μέσα ερωτεύτηκαν. Ήταν μία ωραία ιστορία.
Το sequel που δεν γυρίστηκε ποτέ
Τάκης Μόσχος: Έχω μόνο πολύ καλά συναισθήματα για το Κάμπινγκ. Μάλιστα όταν μετά από χρόνια πήγα σε ένα θεατρικό για να δω τον Καλογερόπουλο, άρχισε να μου λέει ότι μιλούσε με την ΕΡΤ και ότι είχαν στα σκαριά το «Κάμπινγκ, Ten Years After». Σαν το συγκρότημα, ένα πράγμα. Αλλά δεν έγινε ποτέ. Πέταξα τη σκούφια μου όταν το άκουσα, μου φάνηκε καταπληκτική ιδέα.
Μιχάλης Αχουριώτης: Κάποια στιγμή έπεσε όντως σαν ιδέα το σίκουελ.
Ανδρέας Θωμόπουλος: Φτάσαμε πολύ κοντά στην υλοποίηση, αλλά στράβωσε η κατάσταση. Κάποιος απαίτησε ανοήτως κάτι και την πάτησε, γιατί εκείνη την περίοδο κάναμε όλοι κι άλλα πράγματα οπότε είπα γάμησέ το, δεν το κάνω. Το είχαμε στήσει ως εξής: θα λεγόταν Δέκα Χρόνια Μετά. Και το κέντρο της υπόθεσης ήταν ότι ο «Μάιμος» είχε κερδίσει το Λόττο. Και μαζεύει ξανά τους άλλους που είναι δέκα χρόνια μεγαλύτεροι - εννοείται θα παίρναμε τους ίδιους ηθοποιούς. Επειδή λοιπόν ο Μάιμος ήταν ψυχούλα, ήθελε να τους ξαναδεί.
Κώστας Γκάτζιος: Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Είναι κρίμα που δεν καταφέραμε να το συνεχίσουμε μετά.
Τάκης Μόσχος: Όσο διαρκεί ένα γύρισμα οι ηθοποιοί είμαστε μαζί, αγαπιόμαστε και πάει λέγοντας. Μόλις τελειώσει το γύρισμα είμαστε σαν τα ποντίκια. Εξαφανιζόμαστε. Μεγαλώνουμε, χανόμαστε, αλλάζουμε τόπο διαμονής, πολλοί αλλάζουν επάγγελμα, κάποιοι πεθαίνουν κιόλας. Όμως ναι, ακόμη και σήμερα, θα το έκανα! Thirty years after!
Η ζωή μετά
Ανδρέας Θωμόπουλος: Αν έχω καμια φορά ελεύθερο χρόνο, και το πετύχω στην τηλεόραση, μπορεί να το χαζέψω γιατί μου φέρνει αναμνήσεις, αλλά δεν το κυνηγάω κιόλας. Το ξέρω άλλωστε απ’ έξω.
Κώστας Γκάτζιος: Όλα αυτά τα χρόνια είναι ελάχιστες οι φορές που θα είμαι σε μια παρέα και κάπως θα το φέρει η κουβέντα και θα πω ότι κάποτε έγραψα το Κάμπινγκ. Δε με νοιάζει να το διαφημίσω. Μια φορά το συζητούσα με έναν ασθενή την ώρα της εξέτασης και δεν το πίστευε. «Ναι ρε», του έλεγα, «μπες στο ιντερνετ και θα δεις από κάτω: σεναριογράφος Κώστας Γκάτζιος».
Ανδρέας Θωμόπουλος: Επειδή το έργο διέθετε αυτή την ελευθερία που διέθετε, μάθαμε πολλά πράγματα όλοι μας. Ακόμη και αυτοί που με δυσκολία τα πήραν τα μαθήματά τους.
Τάκης Μόσχος: Αν σου πω ότι μέχρι τώρα δεν έχω καταφέρει ακόμη να δω όλα τα επεισόδια; Για πολλά χρόνια μου μιλούσε ο κόσμος για σκηνές και ατάκες και δεν ήξερα τι να πω. Αυτό έχει να κάνει με μένα. Υπήρξε μία εποχή που το έπαιξα σνομπ, χωρίς να είμαι. Απλά έριχνα κλωτσιές στις δουλειές μου. Μπορεί να έκανα μια ταινία και να μην πήγαινα καν στην πρεμιέρα. Ή όταν προβαλλόταν το Κάμπινγκ, εγώ ήμουν έξω με τα φιλαράκια μου, στ’ αρχίδια μου. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι καλό είναι να ξέρεις τι έχεις κάνει, για να μπορείς να απαντήσεις κιόλας σε κάποιον που θα σου πει «τι ωραία ατάκα ήταν αυτή που είπατε», κι εσύ να μην του λες απλά «τι, πως, που;» Ήταν ένα είδος σνομπισμού, τύπου εντάξει μωρέ, δεν κάναμε και τίποτα, ένα σίριαλ ήταν.
Μιχάλης Αχουριώτης: Κατά καιρούς αν το πετύχω, κάθομαι, το χαζεύω λίγο και θυμάμαι τι συνέβαινε στο ανάλογο γύρισμα.
Τάκης Μόσχος: Θυμάσαι αυτό που σου είχα πει, ότι η Γλυκιά Συμμορία μου δίνει ακόμη ψωμί; Για το Κάμπινγκ ξέρεις πόσος κόσμος μου μιλάει μετά από τόσα χρόνια;
Νίκος Καλογερόπουλος: Όλοι μιλάνε για το Κάμπινγκ. Καλά κάνουν. Είναι μια δουλειά που θα μείνει για πάντα. Εγώ θα τα τινάξω κι ο Μάιμος ακόμη θα τραγουδάει.