8 Απριλίου του 1997 έφτασα στην Ελλάδα από την Αλβανία μαζί με την μαμά μου. Ακόμα θυμάμαι ότι το πρώτο πράγμα που μου είχε κάνει εντύπωση όταν κατέβηκα από το λεωφορείο στον σταθμό Λαρίσης, όπου μας περίμενε ο πατέρας μου, ήταν οι μεγάλοι πράσινοι κάδοι σκουπιδιών και δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι η πολυκατοικία που θα μέναμε, μύριζε έντονα μπογιά, όταν πέρασα για πρώτη φορά το κατώφλι της. Σήμερα 21, σχεδόν, χρόνια μετά δεν μου κάνει τίποτα από αυτά εντύπωση, παρά μόνο το γεγονός ότι θα πρέπει κάθε τόσο να πληρώνω ένα σημαντικό ποσό για να μπορώ να έχω άδεια διαμονής και να μπορώ να τριγυρνώ στους δρόμους της Αθήνας, που είναι η μόνη πατρίδα που αγαπώ αληθινά, χωρίς ποτέ να φοβάμαι ότι θα έχω πρόβλημα αν κάποιος αστυνομικός με σταματήσει για εξακρίβωση στοιχείων. Βασικά, μάλλον θα έχω πρόβλημα γιατί δεν κουβαλάω ποτέ το διαβατήριο και την άδεια διαμονής μου, καθώς είναι εξαιρετικά χρονοβόρο κι ακριβό να τα ξαναβγάλω σε περίπτωση που τα χάσω (ή μου τα κλέψουν). Αντιθέτως είναι πολύ πιο εύκολο να κουβαλάς μια μικρή γαλάζια ταυτότητα, την οποία εγώ δυστυχώς 21 χρόνια μετά, δεν έχω ακόμα.
Η Ελλάδα ήταν πάντα λίγο παραπάνω δυσκίνητη απ΄όσο έπρεπε στο θέμα της απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας. Τα σύνορα άνοιξαν κι επισήμως το 1990 και η κατάρρευση των καθεστώτων των γειτονικών βαλκανικών κρατών, έφερε στην χώρα εκατοντάδες χιλιάδες νέους μετανάστες, τους οποίους εκείνη δυσκολεύτηκε, και ίσως δυσκολεύεται ακόμα προϊούσης και της κρίσης, να «χωνέψει». Μέχρι το 2010 περίπου, ελάχιστοι ήταν εκείνοι οι μετανάστες που είχαν καταφέρει να πάρουν την ελληνική ταυτότητα (τους περισσότερους δεν τους απασχολούσε καν, τόσο δαιδαλώδης και πανάκριβη που ήταν η διαδικασία), ενώ ακόμα κι αν κατάφερνες να συγκεντρώσεις όλα τα χαρτιά που χρειάζονταν κι άκουγες το πολυπόθητο ναι, έπρεπε πολλές φορές να περιμένεις 5, 6 ή και 7 χρόνια για έχει τελειώσει και τυπικά..
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για να αλλάξει αυτό έγινε με τον νόμο Ραγκούση, ο οποίος έκανε πολύ πιο απλά τα πράγματα, για τα παιδιά τουλάχιστον που είχαν γεννηθεί ή πάει σχολείο στην Ελλάδα. Φυσικά όπως καθετί καλό πάει να γίνει, βρήκε και αυτό πολέμιους, το 2013 ο νόμος πάγωσε αφού κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του. Όσοι πρόλαβαν, πρόλαβαν. Αν αναρωτιέστε... εγώ δεν πρόλαβα. Παρασκευή είχα ραντεβού για να καταθέσω τα χαρτιά μου και Τετάρτη, ο νόμος μπήκε στο ψυγείο. Ο πάγος αυτός μου κόστισε περίπου 170 ευρώ σε μεταφράσεις και κούριερ. Περασμένα-ξεχασμένα, και χαμένα...
Fast forward στο 2016. Ο νόμος ξαναμπαίνει σε εφαρμογή και όσοι είχαν προλάβει να καταθέσουν έγγραφα, βλέπουν αυτό που έμοιαζε άπιαστο όνειρο να γίνεται πραγματικότητα. Χιλιάδες παιδιά μεταναστών, γεννημένα ή μεγαλωμένα στην Ελλάδα διευκολύνονται να πάρουν την πολυπόθητη μικρή, γαλάζια, ταυτότητα. Το κόστος είναι μικρότερο πια, ο χρόνος παραμένει ακόμα βασανιστικά πολύς και κυλάει αργά.
Πολλά από τα παιδιά αυτά που πήραν (ή θα πάρουν) την υπηκοότητα δε γνώρισαν ποτέ άλλη πατρίδα και δεν μίλησαν ποτέ τη γλώσσα των γονιών τους. Το μόνο που τους θύμιζε ότι δεν είναι τυπικά Έλληνες είναι η γραφειοκρατία που τους ανάγκαζε να στήνονται στις ουρές με τους γονείς τους για να ανανεώσουν τα χαρτιά τους ή τότε που ήθελαν να πάνε σε εκείνη την εκδρομή με το σχολείο στο Λονδίνο αλλά δεν μπορούσαν, αφού έπρεπε να βγάλουν βίζα.
Η Popaganda μίλησε με τέσσερα τέτοια παιδιά, των οποίων οι γονείς αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στην Ελλάδα. Με τέσσερα παιδιά που «έγιναν επιτέλους Έλληνες» και τους ζητήσαμε να μας πουν πώς ένιωσαν και πόσο άλλαξε η ζωή τους...
«Επιτέλους θα ψηφίσω για πρώτη φορά στη ζωή μου!»
Σοφία, 25 ετών (γεννημένη στην Γεωργία)
Όταν το περασμένο καλοκαίρι άνοιξα την εφημερίδα της κυβερνήσεως, έψαχνα μανιωδώς να βρω ανάμεσα σε 200 ονόματα το δικό μου. Διάβασα περίπου είκοσι φορές όλους τους δικαιούχους μέχρι να το εντοπίσω. Ήταν εκεί και ήταν αλήθεια. Μετά από 23 χρόνια κούρασης, άγχους και ταλαιπωρίας η υπηκοότητα ήταν πραγματικότητα.
Έφυγε από πάνω μου, κι από μέσα μου, ένα τεράστιο βάρος. Ήξερα πως από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα θα είχα μια ίση ευκαιρία με όλους τους άλλους σε όλες τις περιστάσεις. Όχι άλλη χαρτούρα, μεταφράσεις, σφραγίδες, τρέξιμο, χρήματα και αγωνία δική μου αλλά και της οικογένειας μου. Μπορούσα πλέον να είμαι σίγουρη πως καμιά πόρτα δε θα ξανακλείσει στο εξωτερικό για δουλειά, πως θα κάνω εύκολα την αίτηση για το μεταπτυχιακό μου, πως θα βγάλω δίπλωμα οδήγησης χωρίς να χρειαστεί να προσκομίσω πληθώρα εγγράφων και βεβαιώσεων ότι δεν είμαι παράνομα στη χώρα.
Τέλος στο στήσιμο στην ουρά στο τμήμα αλλοδαπών για μια υπογραφή και, πιο βαθιά και ουσιαστικά, τέλος στην ανούσια περιθώριοποιηση και στην αίσθηση της αδικίας. Λέω αδικία γιατί είσαι σε μια χώρα 23 χρόνια, μεγάλωσες σε αυτή, σπουδάζεις, δουλεύεις και στην τελική δε αναγνωρίζεται ένα αυτονόητο δικαίωμά σου.
Από τότε που πήρα την υπηκοότητά μου, το πιο σημαντικό για μένα είναι ότι έχω ηρεμήσει. Έχω δικαιωθεί. Και η αλήθεια είναι πως μόλις έπιασα στα χέρια μου την ελληνική μου ταυτότητα σκέφτηκα πως -εκτός όλων των άλλων- επιτέλους θα ψηφίσω για πρώτη φορά στη ζωή μου! Κι ενθουσιάστηκα!
«Έχω πλέον ένα χαρτί για να απαλλαγώ από την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα, αλλά ακόμα κι από τα βλέμματα»
Θεοδώρα, 25 ετών (γεννημένη στην Αλβανία)
Για να είμαι ειλικρινής η ζωή μου δεν άλλαξε και πολύ από την μέρα που πήρα την ελληνική υπηκοότητα. Τουλάχιστον, όχι ουσιαστικά. Μπορώ όμως να αναφερθώ στις ταμπέλες που μας έβαζαν πριν και το τι συνεπάγονταν αυτές.
Για παράδειγμα, από το σχολείο κιόλας, ως αλλοδαπή χρειαζόμουν πολλά περισσότερα δικαιολογητικά για να μπορώ να εγγραφώ. Αλλά, ακόμα και στα ταξίδια δυσκολευόμασταν. Μόλις έβλεπαν στα τελωνεία αλβανικό διαβατήριο, ξεψείριζαν τα πάντα και πολλές φορές μας κοιτούσαν σαν να επρόκειτο για επικίνδυνους ανθρώπους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που σε ένα ταξίδι στην Κύπρο, ο ελεγκτής δεν άφηνε εμένα και τις φίλες μου να περάσουμε διότι είχαμε άδεια παραμονής μόνο για την Ελλάδα, και όχι για την Κύπρο, παρόλο που αν ταξιδεύεις σε χώρες τις ΕΕ, η ελληνική άδεια παραμονής είναι αρκετή και δε χρειάζεσαι κάποιο άλλο έγγραφο. Τώρα με την ελληνική ταυτότητα, μπορώ να πω πως δεν κοιτάνε ούτε την φωτογραφία και είναι πολύ πιο εύκολο να περάσεις τους τελωνειακούς ελέγχους. Αυτό συμβαίνει πλέον ακόμα κι όταν ταξιδεύω για Αλβανία. Εξυπηρετούμαι αμέσως ως Ελληνίδα πολίτης και δεν χρειάζεται να περιμένω με τις ώρες στις ουρές.
Το κυριότερο βέβαια είναι ότι έχω απαλλαγεί από όλη την γραφειοκρατική ταλαιπωρία. Τέλος οι μέρες και τα χρήματα που διαθέταμε για να βγάλουμε άδειες παραμονής. Για μένα το μόνο που άλλαξε είναι ότι πλέον έχω ένα χαρτί που με βοήθησε να απαλλαγώ από την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα, αλλά ακόμα κι από τα βλέμματα όλων των οπισθοδρομικών ανθρώπων που δεν μπορούν να δεχτούν πως ακόμα και πριν από την απόκτηση της ιθαγένειας ήμασταν Έλληνες!
«Με ή χωρίς ιθαγένεια, η Αθήνα είναι η πόλη της καρδιάς μου»
Ρ., 22 ετών (γεννημένη στην Ελλάδα από Μαροκινούς γονείς)
Γεννήθηκα στην Ελλάδα από μετανάστες γονείς που κατάγονται από το Μαρόκο και ήρθαν εδώ στις αρχές του '90. Γνωρίστηκαν στην Αθήνα, παντρεύτηκαν και μετά προέκυψα εγώ. Τα παιδικά μου χρόνια, όπως των περισσότερων παιδιών, ήταν ανέμελα κι ευχάριστα. Ωστόσο, πάντα ένιωθα διαφορετική, ειδικά στο σχολείο. Ήμουν πιο σκουρόχρωμη από τα άλλα παιδιά και είχα ένα «διαφορετικό», εντελώς ξένο, όνομα. Τα πιο πολλά παιδιά μεταναστών στο σχολείο μου προέρχονταν από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και λίγο πολύ ένιωθες πως οι κουλτούρες τους έμοιαζαν περισσότερο με την ελληνική, σε σχέση με τη δική μας. Σχεδόν κανένας στο δικό μου σχολείο δεν προερχόταν από αραβική ή αφρικανική χώρα. Ήμουν και πολύ ντροπαλή, δεχόμουν ρατσιστικά σχόλια και οι μηχανισμοί άμυνας μου δεν ήταν τόσο ισχυροί. Όλο αυτό με έκανε να νιώθω κάπως αποκομμένη από τους υπόλοιπους. Παρόλ' αυτά έκανα καλές παρέες. Οι καλύτερες μου παιδικές στιγμές και αναμνήσεις ήταν στην πλατεία της γειτονιάς. Μεγαλώνοντας, οι διακρίσεις λιγόστεψαν, τα παιδιά του δημοτικού έγιναν έφηβοι κι επομένως ήξεραν τι έπρεπε να ειπωθεί και τι όχι. Δεν ένιωθα πλέον τόσο διαφορετική. Ήξερα ότι καταγόμουν από το Μαρόκο, πηγαίναμε και πηγαίνουμε ακόμα συχνά, υπάρχει ένας δεσμός με τις ρίζες.
Η Αθήνα από την άλλη στάθηκε πολύ σημαντική για τη μέχρι στιγμής πορεία της ζωής μου. Είναι εκεί που μεγάλωσα, έκανα υπέροχους φίλους, γνώρισα ενδιαφέροντα κόσμο κι όπου και να πάω πιστεύω πως πάντα εδώ θα θέλω να επιστρέψω. Απέκτησα πρόσφατα την ελληνική ιθαγένεια, η ταυτότητα μου δόθηκε στις αρχές Αυγούστου του 2016. Δε μπορώ να πω ότι ένιωσα εκείνη τη μέρα κάποιο ρίγος ή κάποια εθνική υπερηφάνεια. Ήξερα μόνο ότι η ελληνική ιθαγένεια θα μου διευκόλυνε τη γραφειοκρατική μου ζωή, θα μου έδινε την ευκαιρία για περισσότερα ταξίδια στην Ευρώπη και οι άδειες διαμονής δε θα μας επιβάρυναν πλέον οικονομικά.
Έτσι και αλλιώς, με ή χωρίς ιθαγένεια, η Αθήνα είναι η πόλη της καρδιάς μου.
«Είναι ευκολότερο να πας έξω ως Έλληνας παρά ως Αλβανός»
Τζουλιάνο, 19 ετών (γεννημένος στην Ελλάδα από Αλβανούς γονείς)
Μπορώ να πω πως η ζωή μου αλλάξε μόνο προς το καλύτερο από την στιγμή που πήρα την ελληνική υπηκοότητα. Η κρίση όμως, με οδήγησε να αναζητήσω την τύχη μου στο εξωτερικό, μόλις πήρα την ιθαγένεια. Είναι ευκολότερο να πας έξω ως Έλληνας παρά ως Αλβανός. Έχω γεννηθεί κι έχω μεγαλώσει στην Ελλάδα, μου έχει προσφέρει πολλά και την ευχαριστώ γι΄αυτό. Μπορώ όμως να πω πως θα ήθελα να έχω πάρει την ελληνική ιθαγένεια πιο γρήγορα σαν παιδί που γεννήθηκε εδώ.
Αγαπώ εξίσου πολύ και τις δυο χώρες. Την μια γιατί εκεί βρίσκονται οι ρίζες μου και την άλλη γιατί με μεγάλωσε και μου δίδαξε σημαντικά πράγματα. Όσο για την ευκαιρία που μου δόθηκε να συνεχίσω την ζωή μου σε μια άλλη χώρα υπάρχουν 2 εκδοχές μια καλή και μια κακή. Η καλή είναι ότι θα μπορέσω να κάνω κάτι καλό για το μέλλον μου και η κακή είναι ότι θα αφήσω πίσω μια ζωή που, όπως και να έχουν τα πράγματα, την αγαπάω.
Την ημέρα που έγινα Έλληνας πολίτης αισθάνθηκα μια ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη γιατί μου δόθηκε πλέον η ευκαιρία να έχω πια τα ίδια δικαιώματα με αυτά που έχει και κάποιος που θεωρείται 100% Έλληνας.