Από τη δεκαετία του ’50, η Δυτική Μακεδονία έχει συνδεθεί με την εξόρυξη λιγνίτη και την καύση του στις μονάδες της ΔΕΗ για την τροφοδότηση της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια. Η εκμετάλλευση του άνθρακα έχει υπάρξει, σαφέστατα, επικερδής οικονομική δραστηριότητα για όσους απασχολούνται σε αυτήν, σε αντίθεση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία που αποφέρουν λιγότερα έσοδα στους ντόπιους. Ωστόσο, οι αρνητικές επιπτώσεις, με σοβαρότερες την περιβαλλοντική ρύπανση και την πρόκληση προβλημάτων υγείας, είναι πλέον εμφανείς και η συζήτηση για την ανάγκη μείωσης της χρήσης του και στροφής σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Σε ποιους τομείς, λοιπόν, έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν όσοι ζούσαν έως τώρα από τον λιγνίτη και ποιο είναι το μέλλον των περιοχών κοντά στα ορυχεία και τα λιγνιτικά εργοστάσια; Εκπρόσωποι δύο επιχειρήσεων, της «Διοσκουρίδης Ο.Ε.» με αρωματικά φυτά και του οινοποιείου «Άλφα», μας εξηγούν πώς η ανάπτυξη υγιούς επιχειρηματικότητας στον τόπο τους μπορεί να αποδειχθεί όχι μόνο βιώσιμη, αλλά και αρκετά κερδοφόρα.
«Στο εξωτερικό μάς ζητείται το αιθέριο έλαιο λεβάντας, στην Ελλάδα η ρίγανη»
Η εταιρεία «Διοσκουρίδης Ο.Ε.», που βρίσκεται στον δήμο Μουρικίου του νομού Κοζάνης, ιδρύθηκε το 2005 με σκοπό την παραγωγή αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, καθώς και προϊόντων που βασίζονται σε αυτά (δρόγες, αφεψήματα, ροφήματα, συμπληρώματα διατροφής, ποτά, αιθέρια έλαια, εκχυλίσματα, καλλυντικά). «Τα βασικά είδη μας είναι η ρίγανη, το χαμομήλι, το τσάι του βουνού, η λεβάντα. Ωστόσο, προμηθεύουμε την αγορά και με θυμάρι, μέντα, δυόσμο, βασιλικό, φασκόμηλο και πολλά ακόμη», αναφέρει ο Χρήστος Ίτσκος, υπεύθυνος του τμήματος πωλήσεων. «Ουσιαστικά, επικεντρωνόμαστε σε όσα ευνοούνται από το μικροκλίμα της περιοχής».
Κατά την περιήγησή μας στους χώρους του εργοστασίου, ο ίδιος μάς περιγράφει βήμα-βήμα τη διαδικασία από την καλλιέργεια ενός αρωματικού φυτού έως την τοποθέτησή του στο ράφι καταστήματος. Παράλληλα, μας δείχνει τα καζάνια όπου αποστάζεται καθένα από αυτά, το εργαστήριο στο οποίο διεξάγεται η μεταποίηση, τις τελικές συσκευασίες. «Τα περισσότερα φυτά που επεξεργαζόμαστε και διαθέτουμε προς πώληση προέρχονται από τοπικές καλλιέργειες, ενώ κάποια που δεν ευδοκιμούν εδώ προμηθευόμαστε από καλλιέργειες της υπόλοιπης χώρας», εξηγεί. Τον Ιούλιο, που είναι ο μήνας στον οποίο εντατικοποιούνται οι εργασίες της επιχείρησης, αυξάνεται και ο αριθμός των εργαζομένων. «Τότε, απασχολούνται περίπου 30 άτομα την ημέρα».
Η μεγαλύτερη ποσότητα των προϊόντων της «Διοσκουρίδης Ο.Ε.» διατίθεται σε αλυσίδες καταστημάτων και, από εκεί, φτάνει στον καταναλωτή. Επιπλέον, γίνονται εξαγωγές, κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική και την Αυστραλία. «Το 90% των πωλήσεών μας σημειώνεται στην εγχώρια αγορά και το υπόλοιπο 10% σε άλλες χώρες», αναφέρει ο κ. Ίτσκος. «Το προϊόν μας με τη μεγαλύτερη ζήτηση στο εξωτερικό είναι το αιθέριο έλαιο της λεβάντας, το οποίο αγοράζεται κυρίως από τη Γαλλία, ενώ, στην Ελλάδα, η ρίγανη».
Η συγκεκριμένη εταιρεία αποτελεί τη μοναδική καθετοποιημένη μονάδα της χώρας στον τομέα των αρωματικών φυτών, αναλαμβάνοντας όλα τα στάδια της παραγωγής τους: Από την καλλιέργεια, τη συγκομιδή και τη μεταποίηση μέχρι τη διανομή σε επιλεγμένα φαρμακεία και καταστήματα. Επίσης, στο εργαστήριό της παρασκευάζονται καινοτόμα προϊόντα σε συνεργασία με το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο διεξάγει τη σχετική έρευνα. Έως σήμερα, η έμφαση έχει δοθεί στον τρόπο με τον οποίο τα αρωματικά φυτά ενισχύουν τη διατροφή των ζώων και, συγκεκριμένα, βελτιώνουν τη λειτουργία του πεπτικού συστήματός τους. Έπειτα από έναν χρόνο έρευνας, το πρώτο σκεύασμα ήταν έτοιμο. «Καταφέραμε να παράγουμε ένα προϊόν, το οποίο έχει, ως βάση, το αιθέριο έλαιο της ρίγανης και, όταν τοποθετείται στην τροφή των μελισσών, καταπολεμά τη νοζεμίαση, μια ασθένεια που τις πλήττει συχνά. Πρόκειται για το μοναδικό τέτοιο είδος με ελληνική υπογραφή».
Από οικονομική άποψη, ο κ. Ίτσκος αναφέρει ότι τα έσοδα της «Διοσκουρίδης Ο.Ε.» παρουσιάζουν σταθερά ανοδική πορεία. Όμως, η ύπαρξη λιγνίτη στην περιοχή δεν επηρεάζει την ποιότητα των φυτών; «Καθώς η εταιρεία έχει πιστοποίηση ISO 22000, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε συχνά χημικές αναλύσεις στις πρώτες ύλες μας. Μέχρι στιγμής, δεν έχουν παρατηρηθεί διαφορές στις τοπικές καλλιέργειες σε σύγκριση με εκείνες της υπόλοιπης χώρας», απαντά ο ίδιος.
Πάντως, η ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων, πέραν της λιγνιτικής εκμετάλλευσης, αποτελεί, όπως επισημαίνει, μονόδρομο. «Όταν ξεκινήσαμε να παράγουμε και να πουλάμε αρωματικά φυτά, όλοι το θεωρούσαν παράλογο», θυμάται χαρακτηριστικά. «Τώρα, όμως, που η εποχή του λιγνίτη τελειώνει, συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότεροι ότι πρέπει να αναζητήσουν άλλες επαγγελματικές διεξόδους».
«Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη οινοπαραγωγή στην περιοχή»
Το οινοποιείο «Άλφα» βρίσκεται στο Αμύνταιο Φλώρινας, ιδρύθηκε από τον αμπελουργό Μάκη Μαυρίδη και τον οινολόγο Άγγελο Ιατρίδη και ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2005. «Το σημαντικότερο είναι ότι διαθέτουμε ιδιόκτητο αμπελώνα 1.200 στρεμμάτων, ώστε να ελέγχουμε την ποιότητα των σταφυλιών», υπογραμμίζουν οι υπεύθυνοι της επιχείρησης. Η πιο ξεχωριστή ποικιλία που χρησιμοποιείται είναι το Ξινόμαυρο, το οποίο συναντάται αποκλειστικά στη βόρεια Ελλάδα και αποτελεί τη βάση για ξηρό κόκκινο και ροζέ κρασί. Ωστόσο, καλλιεργούνται και Syrah, Merlot, Negro Amaro, Barbera, Montepulciano, Tannat, Pinot Noir, Μαυροδάφνη για την παρασκευή των ερυθρών οίνων, καθώς και Μαλαγουζιά, Ασύρτικο, Sauvigon Blanc, Chardonnay & Gewürztraminer για την παρασκευή των λευκών. Σήμερα, το οινοποιείο προσφέρει στον καταναλωτή 17 ετικέτες.
Η συγκεκριμένη επιχείρηση παράγει κάθε χρόνο 600.000-650.000 μπουκάλια κρασί. Διαθέτει περίπου 50 εργαζόμενους (25 στον αμπελώνα και 25 στο οινοποιείο), αλλά, από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο που ολοκληρώνεται ο τρύγος, ξεπερνούν τους 100. Επιπλέον, το 65% της παραγόμενης ποσότητας παραμένει στην εγχώρια αγορά, ενώ το 35% εξάγεται στο εξωτερικό (Ευρώπη, Αμερική, Ασία, Αυστραλία). «Τα προϊόντα μας πωλούνται σε περισσότερες από 26 χώρες, κάτι πολύ σημαντικό αν σκεφτεί κανείς ότι η επιχείρηση λειτουργεί μόλις 13 χρόνια», τονίζεται από τους υπαλλήλους.
Κατά την περιήγησή μας στο οινοποιείο, γνωρίζουμε τη διαδικασία της παρασκευής του κρασιού. Αρχικά, επισκεπτόμαστε δύο μεγάλα δωμάτια-ψυγεία όπου τοποθετούνται για μερικές ώρες τα σταφύλια, ώστε να πάρουν την κατάλληλη θερμοκρασία. Στη συνέχεια, περνάμε στον χώρο με τις ατσάλινες δεξαμενές όπου γίνεται η ζύμωση. Αυτή διαρκεί συνήθως 30-40 μέρες και, μετά την ολοκλήρωσή της, τα λευκά κρασιά είναι έτοιμα για την αγορά, ενώ τα κόκκινα εισέρχονται στο στάδιο της ωρίμανσης.
Το κόκκινο κρασί ωριμάζει αρχικά σε βαρέλι και έπειτα σε μπουκάλι. Φτάνουμε, λοιπόν, στο πρώτο κελάρι. Εκεί, βρίσκονται 1.200 ξύλινα βαρέλια, που έχουν μεταφερθεί από τη Γαλλία. Η θερμοκρασία του χώρου δεν ξεπερνά τους 14 βαθμούς Κελσίου, η υγρασία φτάνει στο 80-85%, ενώ, μέσω ειδικού συστήματος εξαερισμού, ο αέρας ανανεώνεται τρεις φορές την ημέρα. Το κρασί πρέπει να παραμείνει μέσα σε βαρέλι από ένα έως τρία έτη, ενώ, μία φορά τον μήνα, λαμβάνεται δείγμα για να ελεγχθεί η πορεία της διαδικασίας.
Στη συνέχεια, τοποθετείται σε σκουρόχρωμα μπουκάλια και μεταφέρεται στο δεύτερο κελάρι, όπου η θερμοκρασία είναι 16 βαθμοί Κελσίου, η υγρασία 60-65% και ο φωτισμός χαμηλός. Τα μπουκάλια τοποθετούνται σε οριζόντια θέση και παραμένουν εκεί για ένα ακόμη έτος, ώσπου να ολοκληρωθεί η ωρίμανση. Τέλος, ακολουθεί η προσθήκη ετικέτας επάνω σε καθένα - ανάλογα με τον τύπο του κρασιού, τα χαρακτηριστικά του, αλλά και τη χώρα για την οποία προορίζεται - και είναι έτοιμα προς πώληση.
«Το Αμύνταιο έχει παράδοση στην οινοπαραγωγή και υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα», επισημαίνουν οι υπεύθυνοι του οινοποιείου συνοψίζοντας. Και ποια είναι τα μελλοντικά σχέδια για τη δική τους επιχείρηση; «Έχουμε ήδη ξεκινήσει την επέκταση του αμπελώνα κατά 600 στρέμματα, ώστε, σε έξι χρόνια από σήμερα, να αυξηθεί η παραγόμενη ποσότητα κρασιού», απαντούν. «Επίσης, σκοπεύουμε να ενισχύσουμε τις εξαγωγές και τη συμμετοχή μας σε διεθνείς εκθέσεις. Είναι σημαντικό τα ελληνικά κρασιά να γίνουν όσο το δυνατόν πιο γνωστά στο εξωτερικό».