Το πιο άδειο βλέμμα είναι εκείνο που ακολουθεί τα γουρλωμένα μάτια της απόγνωσης. Εκείνο που δεν έχει τη δύναμη να ξεσπάσει σε θρήνο και βυθίζεται στην απελπισία. Εκείνο που αφού έχει συνειδητοποιήσει ότι τη γλίτωσε, στέκεται μπροστά στο κατεστραμμένο σπίτι του (ή αν το γλίτωσε κι αυτό, κοιτάζει γύρω του και βλέπει τη σταχτί φρίκη της γειτονιάς) και δεν ξέρει τι να (πρωτο)κάνει. Τι να περισώσει; Τι να μαζέψει; Από πού να ξεκινήσει και πού να τελειώσει; Είδαμε πολλά τέτοια βλέμματα σήμερα στη Ραφήνα και το Μάτι. Στραμμένα στο κενό, να συνδυάζονται με πράξεις που δεν έβγαζαν ακριβώς νόημα. Όπως εκείνος ο κύριος που σκούπιζε έξω από την πόρτα του, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει από τη σιέστα κι ετοιμαζόταν να καταβρέξει για να απολαύσει στη δροσιά τον απογευματινό καφέ του. Σαν εκείνο τον τύπο που περιφερόταν κρατώντας μια πολυθρόνα σκηνοθέτη σε ένα απόλυτα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό (και, πιστέψτε με, ίσως είναι η πρώτη φορά που η προηγούμενη φράση δε χρησιμοποιείται καταχρηστικά σε δημοσιογραφικά κείμενα) με καμμένα αυτοκίνητα αριστερά-δεξιά του. Ή εκείνη η κυρία που παρακαλούσε να έρθει κάποιος να κλείσει το ποτιστήρι που έτρεχε στην καμμένη αυλή της, πόση ειρωνεία να αντέξει κανείς; Μερικά στενά παρακάτω 3-4 πιτσιρίκια να σταματάνε την ποδηλατάδα στα ερείπια, για να μαζέψουν τις λιωμένες λαμαρίνες των αυτοκινήτων που απλώνονταν σαν ανθρακί λωρίδες πλαστελίνης στην άσφαλτο.
Φτάσαμε λίγο πριν το μεσημέρι και σταματήσαμε στο Μπλε Λιμανάκι της Ραφήνας. Πέσαμε κατευθείαν πάνω σε διαπληκτισμό. Ένα αντρόγυνο μεσήλικων ανεβάζει τους τόνους με τον υπάλληλο του δήμου, ενώ προσπαθούν να αποκαταστήσουν την ύδρευση στο σπίτι τους που έχει σωθεί ως δια μαγείας- το μισό διπλανό έγινε παρανάλωμα. (Είδαμε πολλές τέτοιες παράδοξες συστοιχίες που οφείλονται εν μέρει στα υλικά κάθε κατασκευής, αλλά και στον τρελό χορό της πυρκαγιάς που με 11 μποφόρ πηδούσε ακόμα και πάνω από κατοικίες, αφήνοντάς τις άθικτες). Δεν είναι όμως ένταση, είναι περισσότερο ταραχή. Ο Γιώργος Αντωνακόπουλος και η σύζυγός του, μουτζουρωμένοι και βραχνιασμένοι, μας τραβάνε από το χέρι να μας δείξουν τη χαράδρα κάτω από το σπίτι τους. Έχουν επανειλημμένα ζητήσει από τον προϊστάμενο τεχνικών υπηρεσιών στον Δήμο να την καθαρίσει από τα σκουπίδια. Άδικα. Χθες, η πυρκαγιά ταΐστηκε κι από κείνα. «Δεν ακούστηκε καμία σειρήνα ίσα που προλάβαμε να εγκαταλείψουμε το σπίτι. Όλα έγιναν αστραπιαία, από εκεί και πέρα τι να σου κάνουν και οι αρχές, πώς να σταματήσουν τις φλόγες;», ηρεμούν ξεφυσώντας.
Εκεί είδαμε τα πρώτα δύο ολοσχερώς καμμένα αυτοκίνητα. Αρχικά σε σοκάρουν, φέρνουν στο μυαλό Mad Max σκηνικό. Ακόμα όμως δεν είχαμε δει τίποτα. Ενώ κατευθυνόμαστε προς το Κόκκινο Λιμανάκι (που πια κανείς δε θα το θυμάται ως ρομαντικό καταφύγιο για καταπιεσμένα ζευγαράκια), το θέαμα των καμμένων αυτοκινήτων είναι πια μπανάλ. Έχουμε δει ήδη 50, μετά μπορεί να έγιναν 100, προχωρώντας προς Μάτι όλος ο δρόμος είναι γεμάτος λαμαρινένια κουφάρια, στην ευρύτερη περιοχή ο αριθμός τους ίσως φτάνει και στα 400 - οι κάτοχοι τους επιστρέφοντας σώοι προσπαθούν να αναγνωρίσουν στις στάχτες τις πινακίδες. Προς το Κόκκινο Λιμανάκι, γίνονται ήδη αντιληπτά τα πρώτα ραδιοτηλεοπτικά συνεργεία. Κάμερες, μικρόφωνα, καλώδια, συνδέσεις με κακό σήμα.
Μπήκαμε σε ενα σπίτι που μέχρι χθες είχε καταπράσινο κήπο, στην πλαγιά πάνω από την παραλία. Οι ένοικοι προσπαθούν να μαζέψουν κυριολεκτικά τα σπασμένα, μην πέσει κάποιο κομμάτι της ημιαδιαλυμένης στέγης στο κεφάλι τους. Μας υποδέχεται πολύ ευγενικά, παρά την ταλαιπωρία της, μια «ποια γνωστή είναι ρε γαμώτο;» φυσιογνωμία. Πώς να καταλάβεις όμως όταν το πρόσωπό της καλύπτεται από ό,τι απέμεινε από το βάψιμο της χθεσινής ημέρας, την αϋπνία και το κάρβουνο της σημερινής; «Ήταν 18.00-18.15 (σ.σ. πολύ χαρακτηριστικό του πανικού το ότι οι άνθρωποι που μιλήσαμε, ακόμα και σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων, τοποθετούν σε διαφορετικό χρονικό σημείο την επαφή τους με την πυρκαγιά) όταν αντιλήφθηκα τη φωτιά. Όλα έγιναν σε τρία τέταρτα, έβαλα μερικά πράγματα όπως όπως σε μια τσάντα και φύγαμε στα γρήγορα. Έπεσε και το ρεύμα, την ώρα που μπαίναμε στο αμάξι καιγόταν ήδη το δίπλα σπίτι» μας λέει. «Θέλαμε να κατέβουμε στην παραλία, αλλά στη διασταύρωση της οδού Δημοκρατίας επικρατούσε χάος. Ήθελες 20 λεπτά για να κάνεις 10 μέτρα». Μας δείχνει κάτι μεγάλες τρύπες στην, καραφλή πια, πλαγιά. «Φοβάμαι ότι η καταστροφή αυτή δε θα είναι η τελευταία. Όταν έρθουν οι βροχές, χωρίς το δάσος να συγκρατεί το νερό, θα πλημμυρίσουν οι σωλήνες των ομβρίων υδάτων και ποιος ξέρει τι θα παρασύρουν στο διάβα τους;». «Το όνομά σας;», ρωτάω. «Χριστίνα, συνάδελφος» μου απαντά. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ακόμα και τα τηλεοπτικά πρόσωπα μοιάζουν αγνώριστα.
Η μοιραία οδός Δημοκρατίας. Εκεί συνέβη το δράμα των 26, αυτή η τραγωδία μέσα στην τραγωδία που έχει συγκλονίσει. Είναι ακριβώς το σημείο που η Ραφήνα δίνει την σκυτάλη στο Μάτι, στα στενά σοκάκια των εκτός σχεδίου εξοχικών κατοικιών με την πυκνή μεσογειακή βλάστηση που μετά βίας χωράνε δύο οχήματα. Όταν η φωτιά έκαψε το Νεό Βουτζά, πέρασε τη Μαραθώνος (δημιουργώντας ομίχλη καπνού που εμπόδιζε την πρόσβαση στον μεγάλο δρόμο) και μετέτρεψε σε αποκαρδιωτικό κρανίου τόπο τα «ορεινά» του οικισμού Μάτι, η οδός Δημοκρατίας μπούκωσε. Με οχήματα που προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν τις παραλιακές κατοικίες, τόσο από τη Ραφήνα όσο και από το Μάτι, μπλέκοντας στην προβληματική ρυμοτομία της περιοχής ίσως κάνοντας και κύκλους γύρω από τον εαυτό τους μέσα στον πανικό. Ο Βασίλης Φράγκος μοιράζεται από το πρωί την τραγική ιστορία σε κάθε λογής δημοσιογραφικά μικρόφωνα. Μαζί με τους γείτονές του, προσπαθούσε να βγάλει ανθρώπους από τα αυτοκίνητα και να σωθεί μαζί τους βρίσκοντας το μονοπάτι για την παραλία. Τα κατάφερε με μια ομάδα περίπου 25 ανθρώπων. «Φτάνοντας στην παραλία, δεν είχα άλλη αναπνοή. Είχαμε σωθεί παρολ’ αυτά. Πίσω μας όμως, μια άλλη -ισάριθμη απ’ ότι αποδείχθηκε- ομάδα έχασε το δρόμο, δεν βρήκε ποτέ το παραλιακό μονοπάτι κι εγκλωβίστηκε στο χωράφι δίπλα στο σπίτι μου. Αν είχαν βιαστεί 2 λεπτά…». Αγκαλιασμένοι ή όχι, δεν έχει καμία μελοδραματική σημασία, οι 26 αυτοί άνθρωποι ψήθηκαν κυριολεκτικά ζωντανοί. Πιο δίπλα δεν μπορούσαν να πάνε, θα έπρεπε να πηδήξουν στον γκρεμό, όπως έκανε μια 13χρονη σε μια άλλη τραγική μαρτυρία της καταστροφής. Ανάλογα τραγική με τον 70χρονο που έχασε το 6 μηνών εγγόνι του.
Οι λεπτομέρειες είναι ανατριχιαστικές. Το ίδιο και η ατάκα που μου είπε κι ο Γιώργος Ποταμιάνος, νεότερος σε ηλικία γείτονας της οικογένειας Φράγκου: «Δεν είναι μόνο το τι είδα, το τι άκουσα είναι χειρότερο».
Λίγο πιο κάτω η πολυσυζητημένη ψαροταβέρνα «Αργυρά Ακτή» (το μεταφέρω με επιφύλαξη -δεν ξέρω αν έχει κιόλας πολλή σημασία- αλλά από όσους ανθρώπους μιλήσαμε δεν προκύπτει ότι οι 26 ή κάποιοι από αυτούς έτρωγαν πριν εκεί πέρα, όπως έχει δημοσιευθεί). Εκεί, τα καμμένα αυτοκίνητα σκαρφαλώνουν κυριολεκτικά το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζοντας ετοιμόρροπα βουνά τσουρουφλισμένης μάζας. Οχήματα του Δήμου, της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και μπουλντόζες τα συνθλίβουν, προσπαθώντας να καθαρίσουν τον τόπο. Από εκεί βγαίνουν και οι περισσότερες τηλεοπτικές ανταποκρίσεις με τεχνικούς κι οπερατέρ να σπάζουν για λίγο τον βουβό θρήνο. Γιατί ακόμα κι αν σας φαίνεται περίεργο, εμένα μου φάνηκε πάντως, στην, έτσι κι αλλιώς, μερικώς εγκαταλειμμένη περιοχή δεν υπήρχε φασαρία. Καθόλου φωνές, οιμωγές, αναθέματα - καθόλου συνωμοσιολογία για τους βολικούς, και πάντα ανώνυμους, εμπρηστές. Μόνο ο ήχος από τα Καναντέρ να επιχειρούν στον ουρανό.
Προχωρώντας στο παραλιακό μέτωπο τα resorts στέκουν ανέπαφα, το σταχτί χρώμα που έχουν πάρει τα νερά στις πισίνες είναι άλλη μια ένδειξη τραγικής ειρωνείας. Μερικά σπίτια στέκουν ακόμα, κούφια όμως. Σαν να έχουν μόνο εξωτερικούς χάρτινους τοίχους. Μια ιδιοκτήτρια στο κεφαλόσκαλο, με πλάτη στον δρόμο, σκρολάρει αποκαμωμένη στην οθόνη του smartphone. Αμέσως μετά Κατασκηνώσεις Αγίου Ανδρέα, πρώτη στιγμή ανακούφισης: τα περισσότερα από 600 παιδιά μεταφέρθηκαν έγκαιρα στην Τεχνόπολη, στις 04.30 το πρωί το τελευταίο είχε περάσει τη πόρτα της Πειραιώς. Παράλληλα με τους συνήθεις περίεργους που έκαναν χάζι στα χαλάσματα, η αλληλεγγύη υπήρξε έμπρακτη. Έφηβοι της περιοχής πήραν τους δρόμους μοιράζοντας νερά κι ελαφριά γεύματα. Όταν κάποιος ζητούσε ένα χέρι, η προθυμία έφτανε και περίσσευε.
Κάτι που μας έφερε στον επόμενο σταθμό, το δημαρχείο της Ραφήνας. Εκεί το στρατηγείο του Ερυθρού Σταυρού, εκεί και οι απλοί πολίτες να προσφέρουν υλική βοήθεια και διαθέσιμα χέρια σε πλειοδοσία συμπαράστασης. Εκεί και το δύσκολο έργο της συλλογής στοιχείων για τους αγνοούμενους. Τα τηλέφωνα χτυπάνε συνέχεια, μπροστά μου μια οικογένεια με κλαμένα μάτια κι απορημένα άυπνα βλέμματα, κραδαίνει την ταυτότητα της 55χρονης κυρίας που ψάχνει. «Έχουμε μέχρι στιγμής (σ.σ. νωρίς το απόγευμα) καταγράψει 30 αγνοούμενους. Δεν είναι συνολικός αριθμός, καταγραφή γίνεται και στα αστυνομικά τμήματα κι αλλού. Αν έχει βρεθεί κανένας; Δυστυχώς, έχουμε επιβεβαιώσει μόνο θανάτους» παίρνω την απάντηση που φοβάμαι.
Ο αριθμός των νεκρών δυστυχώς μεγαλώνει. Θα φλερτάρει με το τριψήφιο νούμερο, ίσως το ξεπεράσει κιόλας. Σε δέκα μέρες θα είμαστε όλοι διακοπές. Θα το έχουμε, πλην των οικείων τους, ξεχάσει το νούμερο. Αυτή είναι η ζωή, η φυσική ροή των πραγμάτων, δε χρειάζεται να αισθανόμαστε ένοχοι - αυτές οι κορόνες είναι για τα σόσιαλ μίντια. Αυτό που είναι τραγικό, είναι η βεβαιότητά μας ότι η τραγωδία θα ξανασυμβεί. «Θα ξαναγίνει», ήταν σίγουρος ο κύριος Φράγκος, «στις αυλές των σπιτιών μας υπήρχαν ακόμα δέντρα που είχαν πέσει από τον χιονιά του 2004, προ Ολυμπιακών Αγώνων, και που φούντωσαν με τη σειρά τους την φωτιά. Το δασαρχείο δεν έχει ασχοληθεί».
Θα ξαναγίνει, το ξέρουμε όλοι μας. Μπορεί να μην περάσουν καν 11 χρόνια, όσο είναι το διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τις πυρκαγιές του 2007 με τους 84 νεκρούς. Ξέρουμε που ζούμε, ξέρουμε την παντελώς άναρχη δόμηση, αστυνομεύουμε για δήθεν εμπρηστές (αν και δεν στέλνουμε παρά μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού στην φυλακή) αλλά αφήνουμε τα σκουπίδια να συσσωρεύονται, παρακαλάμε ο άνεμος να μην είναι στρατηγός αλλά δεκανέας και η βροχή να έρχεται όταν τη θέλουμε εμείς (κι όχι όταν θέλει εκείνη). Βαφτίζουμε ασύμμετρα τα φαινόμενα, ενώ ασύμμετρη είναι η μοιρολατρία που ανεβάζει κάθε φορά τον θανατερό λογαριασμό...
* σημείωση: στην αρχική εκδοχή του κειμένου ο αριθμός των παιδιών από την Κατασκήνωση του Αγίου Ανδρέα που βρήκε καταφύγιο στην Τεχνόπολη, ύστερα από την έγκαιρη παρέμβαση του Δήμου Αθηναίων, προσδιοριζόταν λανθασμένα σε 300