Το πρώτο Σαββατοκύριακο του Μαΐου οι αρχές της Βενετίας πήραν μια πρωτόγνωρη, πλην όμως αναγκαία απόφαση: τοποθέτησαν μεταλλικές μπάρεςμε στόχο τον περιορισμό των διελεύσεων πεζών προς την ιστορική πόλη. Οι μπάρες τοποθετήθηκαν αρχικά σε κομβικά σημεία της πόλης, κοντά σε γέφυρες και σημεία ενδιαφέροντος, και σύμφωνα με τους αρμόδιους θα κλείνουν όταν ο αριθμός των τουριστών που επισκέπτεται την πόλη ξεπερνάει το όριο αντοχής της. Για να δώσουμε μια τάξη μεγέθους, σε μια πόλη με 50.000 μόνιμους κατοίκους, οι επισκέπτες φτάνουν σχεδόν καθημερινά τις 60-70.000, ενώ σε εορτασμούς, αργίες και περιόδους διακοπών προσεγγίζουν τις 100.000. Συνολικά, η Βενετία υποδέχεται περί τα 30 εκατ. τουριστών κάθε χρόνο, με την τάση να είναι αυξητική.
Ο δήμαρχος Λουίτζι Μπρουνιάρο ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για ένα «έκτακτο μέτρο ενίσχυσης της δημόσιας ασφάλειας και της βιωσιμότητας της Βενετίας». Η απόφαση έγινε δεκτή με ικανοποίηση από τους μόνιμους κατοίκους (οι οποίοι διατηρούν δικαίωμα εισόδου), αλλά αντιμετωπίστηκε με επιφυλάξεις από παράγοντες του τουρισμού. Ο λόγος είναι ότι δημιουργούν μια εικόνα «πολιορκίας» της πόλης, ενώ έρχονται σε προφανή αντίθεση με την αισθητική της.
Ανεξαρτήτως χειρισμών, η ιταλική πόλη κινδυνεύει περισσότερο από τα ανεξέλεγκτα πλήθη των επισκεπτών, παρά από την άνοδο της στάθμης των υδάτων και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ενδέχεται να περιληφθεί στη λίστα των επαπειλούμενων πόλεων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, δίπλα στη Δαμασκό, το Χαλέπι, αλλά και τη Βιέννη (λόγω αρχιτεκτονικών και αισθητικών παρεμβάσεων στην πόλη). Δεν είναι μόνο η Βενετία
Το φαινόμενο, βέβαια, δεν είναι καινούριο. Η προσέλευση μεγάλου όγκου επισκεπτών απειλεί τη φυσιογνωμία της πόλης τουλάχιστον εδώ και 25 χρόνια και οι πρώτες ακαδημαϊκές μελέτες του φαινομένου, το οποίο αργότερα προσδιορίστηκε ως «υπερτουρισμό ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’90.
Το φαινόμενο της υπερσυγκέντρωσης επισκεπτών παρατηρείται έντονο τόσο σε συγκεκριμένα αξιοθέατα (Μάτσου Πίτσου, Σινικό Τείχος, Ταζ Μαχάλ), μουσεία (Λούβρος, Βρετανικό κ.ά.), όσο και σε ολόκληρους προορισμούς (εκτός από τη Βενετία, κατά καιρούς έχουν καταγραφεί φαινόμενα υπερτουρισμού στο Άμστερνταμ, στη Βαρκελώνη, στο Βερολίνο και εσχάτως στη Σαντορίνη. Εξάλλου, και η Αθήνα συγκαταλέγεται πλέον στη λίστα των πόλεων που κινδυνεύουν από το φαινόμενο των ολοένα και αυξανόμενων τουριστικών ρευμάτων.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι εκτός από τις επιπτώσεις στους μόνιμους κατοίκους, το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, το φαινόμενο πλήττει και τους ίδιους τους τουρίστες που δεν μπορούν να απολαύσουν τον προορισμό. Ποιος άλλωστε ονειρεύεται να ταξιδέψει από την άλλη άκρη του πλανήτη για να απολαύσει ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα, και αντ’ αυτού δει τον ήλιο να κρύβεται από σελφοκόνταρα;
Σύμφωνα με έρευνα του World Travel σε 29.000 διεθνείς ταξιδιώτες σε 24 χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), το 25% παρατήρησε το φαινόμενο, ενώ το 9% (ισοδύναμο 100 εκατ. τουριστών) δήλωσε ότι ο υπερτουρισμός επηρέασε την ποιότητα του ταξιδιού τους. Περισσότερο ενοχλήθηκαν οι οικογένειες με παιδιά και οι νέοι κάτω των 34 ετών. Επίσης, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, οι πλέον ευαίσθητοι με το ζήτημα είναι οι Ασιάτες.
Η περίπτωση της Σαντορίνης
Στη χώρα μας, η πλέον χαρακτηριστική ένδειξη υπερτουρισμού είναι η Σαντορίνη, ειδικά κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών. Όπως κατ’ επανάληψη έχουν τονίσει οι τοπικοί φορείς, το πρόβλημα αναμένεται να μεγεθυνθεί και να ενταθούν οι πιέσεις, λόγω της τάσης ολοένα και περισσότερων τουριστών να επισκέπτονται το νησί. Η Σαντορίνη πλέον λειτουργεί παγκοσμίως ως ένα αυτόνομο τουριστικό brand, ως ένας προορισμός-όνειρο για εκατομμύρια τουρίστες. Παρά την προφανή οικονομική ανάπτυξη, όμως, το τουριστικό όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη για πολλούς ντόπιους. Αν και μεγάλο ποσοστό των 25.000 μόνιμων κατοίκων εργάζεται στον τουριστικό κλάδο, η όχλησή τους από την τουριστική υπερανάπτυξη είναι διαρκής, ενώ το κόστος ζωής έχει ανέβει αισθητά. Είναι ενδεικτικό ότι οι επισκέπτες ξεπερνούν κατά 4 ή και 4,5 φορές τον τοπικό πληθυσμό, και οι συνολικές ετήσιες αφίξεις εκτιμώνται σε 1,3 εκατ.
Απόρροια του φαινομένου είναι η ανεξέλεγκτη δόμηση (το 1971 υπήρχαν 3.375 κατοικίες ενώ πλέον προσεγγίζουν τις 14.000) με το 11% του νησιού να έχει ήδη δομηθεί (μόνο στην Αττική παρατηρούνται υψηλότερες αναλογίες), ενώ οι ενεργειακές απαιτήσεις έχουν ανέλθει από 32MW το 2013 σε πάνω από 48MW το 2017. Το παραδοσιακό πρόβλημα της έλλειψης πόσιμου νερού εντείνεται χρόνο με τον χρόνο, καθώς εκτιμάται ότι η κατανάλωση νερού έχει αυξηθεί κατά περίπου 50% την τελευταία πενταετία. Παράλληλα, εκδηλώνονται διαρκείς πιέσεις στο φυσικό και δομημένο τοπίο, στις οποίες οφείλει να αντισταθεί η τοπική και κεντρική εξουσία, καθώς οι τουρίστες την επισκέπτονται για το τοπίο και όχι γιατί αποτελεί τόπο πάμπλουτων (και ανεξέλεγκτων) επιχειρηματιών που θέλουν να χτίσουν κάθε σπιθαμή γης.
Την τελευταία τριετία, πάντως, υπάρχουν προσπάθειες ελέγχου του φαινομένου. Ο δήμαρχος Σαντορίνης Νίκος Ζώρζος απευθύνει έκκληση στους αρμόδιους φορείς να ελέγξουν τα τουριστικά ρεύματα προκειμένου να αποφευχθεί η υποβάθμιση της νήσου και να διατηρηθεί η αξιοπρεπής διαβίωση των μόνιμων κατοίκων. Παράλληλα, ζητά τις παρεμβάσεις της κεντρικής εξουσίας για την προστασία περιοχών ιδιαίτερης αισθητικές αξίας, αλλά και για την ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής, και ειδικά του αγροτικού τομέα.
Ο έλεγχος των αφίξεων κρουαζιερόπλοιων βρίσκεται σε πιλοτικό στάδιο αλλά είναι ένα πρώτο βήμα. Το σύστημα διαχείρισης αφίξεων και αναχωρήσεων κρουαζιερόπλοιων (berth allocation system) είναι μια ηλεκτρονική πλατφόρμα στην οποία οι εταιρείες κρουαζιέρας καταχωρούν τα προγράμματά τους. Ήδη, για το 2018 στο σύστημα έχουν εγγραφεί 439 κρουαζιερόπλοια (10% περισσότερα απ’ όσα επισκέφθηκαν τη Σαντορίνη το 2017). Στόχος των αρχών είναι να μην αποβιβάζονται στο νησί περισσότερα από 8.000 άτομα την ημέρα, όταν πέρυσι οι αριθμοί έφταναν τις 11-14.000.
Εξάλλου, η δημιουργία του Οργανισμού Διαχείρισης και Προβολής του Προορισμού (DMΜO) είναι το πρώτο βήμα για τη διαχείριση των ολοένα και αυξανόμενων τουριστικών μαζών, ενώ σημαντική είναι η λειτουργία του Τουριστικού Παρατηρητηρίου, που θα λειτουργεί σε συνεργασία του Δήμου με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Είναι αρκετά αυτά τα μέτρα; Προφανώς όχι. Η Σαντορίνη πρέπει να προστατευτεί από τις πιέσεις του υπερτουρισμού, πριν να είναι πολύ αργά. Ουδείς, άλλωστε, διασφαλίζει ότι ένας προορισμός παραμένει εσαεί ελκυστικός. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο του «μαρασμού» και της πτώσης ενός προορισμού. Όπως έχει παρατηρηθεί διεθνώς, το στάδιο αυτό ακολουθεί την έντονη και απότομη ανάπτυξη, ώστε να κλείσει ο «κύκλος ζωής» ενός τουριστικού προορισμού.
Οι συνέπειες του υπερτουρισμού
- Αποξένωση των μόνιμων κατοίκων: Παρότι οι κάτοικοι συνήθως εργάζονται στον κλάδο του τουρισμού, αντιμετωπίζουν σειρά προβλημάτων, όπως η αύξηση των ενοικίων και των τιμών πολλών προϊόντων και υπηρεσιών, η ενόχληση από την πολυκοσμία, ο θόρυβος, η αλλαγή του χαρακτήρα της γειτονιάς τους κ.ά. Σε αρκετές περιπτώσεις οι ντόπιοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, με πλέον χαρακτηριστική περίπτωση τη Βενετία, όπου ο πληθυσμός υποδιπλασιάστηκε σε μόλις 30 χρόνια.
- Υποβάθμιση της τουριστικής εμπειρίας: O συνωστισμός, οι ατελείωτες ουρές και οι πολύωρες αναμονές όχι μόνο αλλοιώνουν την εμπειρία, αλλά λειτουργούν αρνητικά για πολλούς επισκέπτες.
- Επιβάρυνση των υποδομών: Αρκετά προβλήματα υποδομών εντείνονται ή δημιουργούνται από την πολυπληθή παρουσία τουριστών. Στα ελληνικά νησιά τα προβλήματα ηλεκτροδότησης και υδροδότησης πολλαπλασιάζονται τους καλοκαιρινούς μήνες λόγω της παρουσίας πολυάριθμων τουριστών.
- Περιβαλλοντική επιβάρυνση: Η υπερβολική χρήση φυσικών πόρων, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος και το δυσεπίλυτο πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων, ενδέχεται να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες συνέπειες σε έναν προορισμό και το οικοσύστημα ολόκληρης της περιοχής. Η έντονη και συχνά ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη αστικοποίηση της περιοχής απειλεί τόσο την εικόνα του προορισμού, όσο και το οικοσύστημα. Παρόλα αυτά, συνεχίζει να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των περιοχών που αναπτύσσονται τουριστικά.
- Απειλή για την πολιτιστική κληρονομιά: Οι τουριστικές μάζες σπάνια φέρονται με σεβασμό στα τοπικά μνημεία πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς, με αποτέλεσμα οι τοπικές αρχές να καλούνται συχνά να επανορθώσουν ζημιές –από γκράφιτι και καταστροφές μέχρι κολλημένες τσίχλες!
Τι λένε οι ειδικοί
Στο πλαίσιο της Διεθνoύς Έκθεσης Τoυρισμού Wοrld Travel Market 2017 έγινε μια συγκροτημένη απόπειρα εξέτασης του φαινομένου. Ο απερχόμενος ΓΓ του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, Ταλέμπ Ριφάι, τόνισε ότι «ζούμε στην επoχή του ταξιδιού και δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε εχθρικά την ανάπτυξη. Το κλειδί είναι να διαχειριστoύμε την ανάπτυξη με βιώσιμο τρόπo» συμπληρώνοντας ότι ένας προορισμός που δεν είναι βιώσιμος για τους μόνιμους κατοίκους, δεν δύναται να είναι καλός ούτε για τoυς επισκέπτες.
Βασικές αιτίες του φαινομένου είναι η έλλειψη υποδομών σε πολλές περιοχές, τα ούτως ή άλλως περιοριστικά χωρικά και χρονικά όρια (εποχικότητα), η αλματώδης αύξηση της κρουαζιέρας, αλλά και οι υπηρεσίες που προσφέρουν ηλεκτρονικές πλατφόρμες, όπως το Airbnb. To φαινόμενο του υπερτουρισμού, μάλιστα, αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα χρόνια, για τον προφανή λόγο ότι οι ταξιδιώτες θα συνεχίσουν να αυξάνονται, ενώ οι προορισμοί που θα επιθυμούν να επισκεφθούν θα μένουν οι ίδιοι. Είναι ενδεικτικό ότι οι τουριστικές αφίξεις θα εκτοξευτούν από τo σημερινό περίπου 1,2 δισ. σε πάνω από 1,8 δισ. το 2030 (όταν το «μακρινό» 1995 μόλις που ξεπερνούσαν τα 500 εκατ.). Ακόμη όμως και αν προστεθούν εναλλακτικοί προορισμοί, αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν εντεινόμενα προβλήματα (π.χ. Βαλέτα της Μάλτας, Λισσαβόνα της Πορτογαλίας κ.ά.).
Από την αναλυτική μελέτη της McKinsey για λογαριασμό του ΠΟΤ, μέχρι το 2020, στους 20 δημοφιλέστερους προορισμοί θα φτάσουν περισσότεροι επισκέπτες από τον υπόλοιπο κόσμο αθροιστικά!
Το 2017 οι μόνιμοι κάτοικοι διαδήλωσαν σε αρκετές περιοχές κατά των συνεπειών του υπερτουρισμού στην ποιότητα ζωής τους, αλλά και στον ίδιο τον προορισμό. Τον Ιούλιο, οι κάτοικοι της Βενετίας βγήκαν στους δρόμους (και τα κανάλια) το ίδιο συνέβη στη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα και το Σαν Σεμπαστιάν, ενώ για πρώτη φορά διαδήλωση έγινε στην Ίμπιζα.
Οι νέες αναλύσεις του φαινομένου βασίζονται στις θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις στη «φέρουσα ικανότητα» ενός προορισμού. Ο Πάρις Τσάρτας, καθηγητής τουριστικής ανάπτυξης και πρώην πρύτανης στο πανεπιστήμιο Αιγαίου, έχει ασχοληθεί επί μακρόν με το ζήτημα. «Δεν πρόκειται για νέο φαινόμενο» λέει στο inside story. «Απλώς έχει υποτιμηθεί, ενώ δεν υπάρχει και η απαιτούμενη πολιτική βούληση, προκειμένου να καταπολεμηθεί». Όπως μας εξηγεί ο κ. Τσάρτας, το φαινόμενο αναμένεται να ενταθεί και να επηρεάσει αρκετές περιοχές του πλανήτη. Αρχικά, ο υπερτουρισμός εμφανίστηκε στους μεγα-προορισμούς, με πλέον ενδεικτική την περίπτωση της Βενετίας, όπου η ήδη μεγάλη επιβάρυνση εντάθηκε με την εμφάνιση των μεγάλων κρουαζιερόπλοιων. Ο καθηγητής, πάντως, σημειώνει ότι η τελευταία πενταετία το φαινόμενο αγγίζει ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό προορισμών, λόγω της αύξησης του μαζικού και οργανωμένου τουρισμού. «Οι εμβληματικοί προορισμοί» δήλωσε o Πάρις Τσάρτας, θα συνεχίσουν να προσελκύουν μαζικά κύματα τουριστών, καθώς πολλοί κατευθύνονται de facto προς τα εκεί. Ορισμένες περιοχές θεωρούνται προορισμοί ζωής».
Διάβασε όλο το άρθρο στο inside story (https://bit.ly/2HA1jzw).
Το inside story είναι το πρώτο συνδρομητικό–ενημερωτικό site χωρίς διαφημίσεις στην Ελλάδα. Ανεξάρτητο αποκαλυπτικό με οικονομική αυτοτέλεια και διαφάνεια.
Ειδικά για τους αναγνώστες της Popaganda: Γνώρισε το inside story για ένα μήνα δωρεάν, βάζοντας τον κωδικό κουπονιού popaganda στην http://bit.ly/2hKhNL9