Έχουν περάσει 18 μέρες από εκείνο το μεσημέρι της 21ης Σεπτεμβρίου αλλά ήδη από το πρωί του Σαββάτου που δημοσιεύτηκε το πρώτο βίντεο ήταν σαφές - πριν ακόμα μάθουμε ότι ο άνθρωπος που εγγράφηκε στο σώμα του όλη αυτή η βαρβαρότητα ήταν ο Ζακ Κωστόπουλος – ότι αυτό που συντελέστηκε στην οδό Γλάδστωνος δεν ήταν ούτε αυτοτραυματισμός, ούτε αυτοάμυνα, ούτε καν αυτοδικία.
Ήταν, όπως φαίνεται από τα μέχρι τώρα στοιχεία, μια άγρια δολοφονία που πραγματοποιήθηκε στο φως του ήλιου, σε δημόσια θέα και σε συνθήκες μαζικής κοινωνικής απάθειας. Μια δολοφονία που στη συνέχεια πλαισιώθηκε από ένα πηχτό στρώμα ψευδολογίας, ανακρίβειας, παραπληροφόρησης και απόπειρας σπίλωσης του θύματος.
Το οπτικοακουστικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί αποδομεί πλήρως το αρχικό αφήγημα «για έναν επίδοξο ληστή με μαχαίρι που βρισκόταν σε κατάσταση αμόκ».
Μια νέα κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα στην ανακριτική διαδικασία που αποκαλύπτουμε σήμερα, έρχεται να καταδείξει τις αντιφάσεις των δύο βασικών κατηγορούμενων και να φωτίσει λίγο ακόμα τις λεπτομέρειες του εγκλήματος.
Η μάρτυρας ξεκινώντας την κατάθεση της αναφέρει τα εξής: «Όταν άκουσα φωνές κατευθύνθηκα στη Γλάδστωνος στον πεζόδρομο, είχε πολύ κόσμο, ρώτησα τι συνέβη και μου είπαν ότι κάποιος μπήκε στο κατάστημα να ληστέψει, τους είπα να καλέσουμε την Αστυνομία και μου είπαν ότι είχε ήδη ειδοποιηθεί. Πλησίασα αφού διαπίστωσα ότι δεν κινδυνεύω και είδα έναν κύριο να ρίχνει αντικείμενο μες στο κατάστημα. Από την τηλεόραση κατάλαβα ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Πέταγε πέτρες, δυο τρεις φορές έριξε, πήγαινε πίσω, έπαιρνε κάτι και έριχνε. Δεν ξέρω αν ήταν πέτρες. Εγώ δεν είχα οπτική επαφή με τη βιτρίνα. Εκείνος την έσπαγε, αυτή την αίσθηση είχα.»
Σ’ αυτό το σημείο , λοιπόν, η μάρτυρας επιβεβαιώνει ότι - όπως φαίνεται και στο βίντεο- ο ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου μαζί με άλλους σπάνε τη βιτρίνα τραυματίζοντας τον Ζακ. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος στην απολογία είπε ψέματα ισχυριζόμενος ότι «η εξωτερική βιτρίνα έσπασε από ενέργειες δικές του. Δε θα έσπαγα εγώ το μαγαζί μου, θα ήταν εκτεθειμένα τα κοσμήματα». Και είναι ένα ερώτημα γιατί τελικά ο κοσμηματοπώλης επέλεξε να σπάσει το μαγαζί του, αφού ακόμα κι αν πίστευε ότι πρόκειται για απόπειρα κλοπής ο υποτιθέμενος «κλέφτης» είχε εγκλωβιστεί μέσα στο μαγαζί.
Παρακάτω συνεχίζει η αυτόπτης μάρτυρας: «Ήρθε κι ένας άλλος κύριος μετά και με κλωτσιές σπάγανε την κάτω βιτρίνα. Πλησίασα αρκετά και διαπίστωσα ότι στην κάτω βιτρίνα βρισκόταν ένας νεαρός που προσπαθούσε να βγει έξω. Πάνω σε τζάμια ήταν τα χέρια του, ματωμένα και οι δύο αυτοί κύριοι παίρνανε πάρα πολύ φόρα και χτυπούσαν το κεφάλι του. Ήταν πάρα πολύ δυνατές οι κλωτσιές, τραντάζονταν το κεφάλι του πίσω. Ήταν μέσα στα αίματα, στα χέρια του, στο πρόσωπο του, πιστεύω από τις κλωτσιές και τα γυαλιά. Εκείνη την ώρα φώναξα δυνατά «σταματήστε, θα τον σκοτώσετε». Και τον σκότωσαν.
Εδώ, η μάρτυρας αποσαφηνίζει ότι και την κάτω βιτρίνα την έσπασαν οι δυο κατηγορούμενοι και ταυτόχρονα τον χτυπούσαν με δυνατές κλωτσιές στο κεφάλι, διαψεύδοντας ξανά και το μεσίτη και τον κοσμηματοπώλη. Συγκεκριμένα ο μεσίτης στην απολογία του ανέφερε ότι το θύμα έσπασε την κάτω βιτρίνα: «Βλέπω τον δράστη-θύμα να κρατάει τον πυροσβεστήρα, να μπαίνει από κάτω, να μπαίνει στην κάτω βιτρίνα, ανοίγοντας τη συρόμενη πόρτα. Ήταν στα τέσσερα. Είχε πάρει αρχικά τον πυροσβεστήρα, τον είχε αφήσει μετά και πήρε μια προσθήκη από την βιτρίνα και προσπάθησε από μέσα προς τα έξω να σπάσει το τζάμι. Το έσπασε για να βγει». Ενώ ο ιδιοκτήτης στην απολογία του υποστήριξε ότι δε χτύπησε καν το θύμα: «Εγώ δεν τον χτύπησα. Τον κράτησα εκεί για να μη βγει έξω».
Οσον αφορά δε στο περιβόητο μαχαίρι που επικαλέστηκαν οι δύο κατηγορούμενοι και το οποίο ο μοναδικός που φαίνεται στα βίντεο να το κρατά είναι ένας αστυνομικός κατά τη διάρκεια της σύλληψης και μάλιστα με γυμνά χέρια, η μάρτυρας επιβεβαιώνει αυτό που ήδη ξέρουμε, ότι δηλαδή ο Ζακ δεν κρατούσε μαχαίρι: «Το παιδί δεν ήξερε τι να κάνει, ήταν χαμένος, φοβισμένος, πανικοβλημένος, έτσι το αισθάνθηκα. Δεν είδα να κρατάει μαχαίρι». Από αυτή την περιγραφή πουθενά δεν προκύπτει ότι το θύμα θα μπορούσε να συνιστά μια απειλή για οποιονδήποτε. Αυτό που περιγράφεται είναι ένας άνθρωπος χτυπημένος που βρίσκεται σε μια παγίδα τρόμου.
«Το παιδί ήταν πεσμένο κάτω στο πλευρό με το πρόσωπο του προς εμάς. Κρατούσε με το χέρι του το λαιμό του αλλά δεν έφευγαν αίματα από το λαιμό. Είχε πληγές παντού. Τα μάτια του τα είχε ορθάνοιχτα και με κοίταζε, τα χείλη του τρεμοπαίζανε, ήμουν ούτε στα δύο μέτρα. Είχα την αίσθηση ότι κάτι ήθελε να πει. Ήταν κι ένας κύριος ακόμα που προσπαθούσε να τους αποτρέψει γιατί συνέχισαν να τον χτυπούν» συμπληρώνει η μάρτυρας. Φαίνεται, λοιπόν, ότι παρά το γεγονός ότι ο Ζακ ήταν ήδη τραυματισμένος και αιμόφυρτος στο δρόμο ,η επίθεση εναντίον του συνεχίστηκε και μάλλον από περισσότερους ανθρώπους πλην των δύο κατηγορούμενων. Σ’ ένα από τα βίντεο φαίνεται ξεκάθαρα ένας άνδρας με μαύρο αμάνικο μπλουζάκι να τον πατάει. Επίσης ο μάρτυρας που προσπάθησε να σταματήσει τον ξυλοδαρμό στη δική του κατάθεση ανέφερε ότι ένας από τους παρευρισκόμενους κόλλησε κάποια στιγμή το μαχαίρι στην καρωτίδα του θύματος. Αυτοί οι άνδρες δεν έχουν συμπεριληφθεί μέχρι στιγμής στη δικογραφία , όπως θα έπρεπε , αφού συμμετέχουν στον ξυλοδαρμό.
Σε μια άλλη αποστροφή του λόγου της η μάρτυρας σημειώνει «υπήρχαν άνθρωποι που συνέχισαν κανονικά να πίνουν τον καφέ τους». Γιατί αυτό που σοκάρει στην υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ δεν είναι μόνο αυτοί που τον σκότωσαν αλλά και αυτοί που παρακολούθησαν ατάραχοι το γεγονός χωρίς να παρέμβουν λες και πρόκειται για ταινία. Αυτό το οδυνηρό σύμπτωμα της κοινωνικής αδιαφορίας με τη συνακόλουθη κανονικοποίηση της βαρβαρότητας είναι που κάνει ακόμα πιο δυστοπική την πραγματικότητα γύρω μας, η αίσθηση δηλαδή ότι κινδυνεύουμε να βρεθούμε μόνοι και ανήμποροι ανάμεσα σε πολλούς άλλους.
Η μάρτυρας προς την ολοκλήρωση της κατάθεσης της παρουσιάζει την υποκειμενική της εντύπωση για τα κίνητρα των δραστών: «Εγώ κατάλαβα ότι ήταν δύο άνθρωποι που θέλανε να τον τιμωρήσουν. Όταν ήρθε ο διασώστης εγώ ήμουν σε σύγχυση και όταν ήρθαν οι δικυκλιστές έφυγα. Δε μπορούσα να συνέλθω. Ταράχτηκα παρά πολύ. Ένας κύριος δίπλα μου έβγαζε βίντεο, μάλιστα σκέφτηκα πως έχει το κουράγιο να το κάνει αυτό»
Αυτό που έχει σημασία να τονιστεί είναι ότι σ’ αυτή την ανατριχιαστική ιστορία η Αστυνομία συμμετείχε ενεργά μόνο στο σκέλος της βίας, ασκώντας κι αυτή με τη σειρά της βία στο Ζακ. Σ’ όλα τα υπόλοιπα είναι απούσα ή πλημμελής. Πέρα από το ότι έκανε την πρωτοφανή ενέργεια να μη σφραγίσει μια σκηνή εγκλήματος, να μη συλλέξει υλικό και να αφήσει τον ιδιοκτήτη να σκουπίσει τα αίματα κι ενδεχομένως να καταστρέψει και άλλα στοιχεία, εδώ και 18 ημέρες δε συνεργάζεται για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. « Πρέπει να καταγγελθεί και ότι η αστυνομία δε συνδράμει και τώρα με οποιονδήποτε τρόπο ώστε να συμπληρωθεί η ελλιπέστατη δικογραφία» είπε ρητά χθες σε ραδιοφωνική της συνέντευξη η δικηγόρος Πολιτικής Αγωγής της οικογένειας του Ζακ, Άννυ Παπαρρούσου.
Η περιοχή είναι γεμάτη με κάμερες ασφαλείας αλλά δεν έχει συλλεχθεί όλο το οπτικοακουστικό υλικό από την Αστυνομία με κίνδυνο να χαθεί. Επίσης, δεν έχει αναζητηθεί το υλικό από τα κινητά των περαστικών που τραβούσαν βίντεο, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις. Υπήρχαν δεκάδες μάρτυρες παρόντες στο συμβάν, ωστόσο ελάχιστοι έχουν καταθέσει στον ανακριτή. Όσοι έχουν καταθέσει το έχουν κάνει κατά βάση αυτοβούλως και όχι ύστερα από υπόδειξη της Αστυνομίας. Υπάρχουν , όμως, πολλοί που δεν έχουν καταθέσει, δεν έχουν αναζητηθεί , ενώ υποβόσκουν και ενδείξεις ότι έχουν υποστεί πιέσεις να μη πάνε στο γραφείο του ανακριτή. Όλα συντείνουν σε μια άτσαλη προσπάθεια συγκάλυψης που σκοντάφτει στα στοιχεία που με κόπο συγκεντρώθηκαν για μια υπόθεση που δεν έχει μόνο σκορπίσει θλίψη σε συγγενείς και φίλους του Ζακ αλλά ενέχει και μια ύψιστη πολιτική σημασία για το ποιες ζωές έχουν σημασία και προστατεύονται, για την αυταρχικοποίηση του κρατικού μηχανισμού, για το πώς η φρίκη αποικιοποιεί το σύμπαν μας.