«Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να τραβήξει ούτε γραμμή. Γι’ αυτό αγάπησε τόσο τη ζωγραφική. Θαύμαζε τους ζωγράφους», μας εξομολογούνταν η συγγραφέας Τατιάνα Αβέρωφ, η κόρη του πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα (1910-1990), πρόεδρος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Αβέρωφ από τη σύστασή του, το 1988, και διευθύντρια της Πινακοθήκης Αβέρωφ, λίγη ώρα αφότου είχε εγκαινιαστεί η έκθεση-δώρο για τους δημότες και επισκέπτες της Καλαμάτας στο Μέγαρο Χορού της μεσσηνιακής πρωτεύουσας, με 45 κορυφαία έργα της συλλογής Αβέρωφ (η έκθεση έριξε «αυλαία», πρόσφατα).
Έκθεση, που σκιαγραφούσε «μια συνοπτική αλλά αντιπροσωπευτική πτυχή της Νεοελληνικής Ζωγραφικής από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 21ου, όπου αποτυπώνεται η ξεχωριστή της αξία στον ευρωπαϊκό πολιτισμό», σύμφωνα με τον επιμελητή της, Τάκη Μαυρωτά -κατ’ ουσίαν, το πρόσωπο πίσω από την έκθεση στην Καλαμάτα, καθώς πριν ένα χρόνο την είχε εισηγηθεί στον Παναγιώτη Λαμπρινίδη, καλλιτεχνικό διευθυντή εικαστικού τομέα της κοινωφελούς επιχείρησης «Φάρις» του Δήμου), η οποία στην κυριολεξία έδινε μια γερή γεύση για την ταυτότητα και την ποιότητα των έργων της μόνιμης έκθεσης στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, στο Μέτσοβο.
Είδαμε, στο Μέγαρο Χορού Καλαμάτας, «Τα Πρώτα Βήματα» του Γεώργιου Ιακωβίδη, το «Το Λιμάνι του Βόλου» του Κωνσταντίνου Βολανάκη, το «Γαλλικό Ιστιοφόρο σε Ανοιχτή Θάλασσα» του Ιωάννη Αλταμούρα, το «Κυπαρίσσι» του Κωνσταντίνου Μαλέα, η «Μονή Καισαριανής» της Σοφίας Λασκαρίδου, η «Ακρόπολη» του Λυκούργου Κογεβίνα, το «Ατελιέ» του Περικλή Βυζάντιου, ο «Αναπαυόμενος Άνδρας» του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα , το «Ο Κελδερήμ – Τζελεπής» του Νικηφόρου Λύτρα, η «Προσωπογραφία Γεωργίου Νάζου» του Νικόλαου Γύζη, η «Προετοιμασία της γιορτής» του Περικλή Πανταζή, η «Προσωπογραφία Γεωργίου Μ. Αβέρωφ» του Κωνσταντίνου Παρθένη κ.ο.κ. (η έκθεση είχε επίσης έργα των Απάρτη, Πρέκα, Φασιανού, Χάρου, Τέτση, Ρόρρη, Σπηλιόπουλου, Γιάννη Αδαμάκου, Μανουσάκη, Λεμπέση, Δεκουλάκου κ.ά.).
Η Καλαμάτα, μια πόλη που έχει ταυτιστεί με τη διεθνή σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, χάρη στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού, είναι η δέκατη πόλη της επικράτειας στην οποία ταξιδεύει ένα αντιπροσωπευτικό σύνολο έργων της Συλλογής Αβέρωφ, από την Πινακοθήκη, η οποία στα 36 χρόνια της έχει αποκτήσει πανελλαδική εμβέλεια, βλέποντας ταυτόχρονα την επισκεψιμότητά της διαρκώς να αυξάνεται. «Είναι καλό να ταξιδεύουν τα έργα. Κι ας μας λείπουν για ένα διάστημα και οι επισκέπτες της Πινακοθήκης τα αναζητούν», σχολιάζει η Τατιάνα Αβέρωφ, συνεχίζοντας να μας σκιαγραφεί το πορτρέτο του πατέρα της. «Ο πατέρας μου αγαπούσε τα πάντα. Το Μέτσοβο ήταν ένας έρωτας. Αγαπούσε τη ζωγραφική, αγαπούσε και τη λογοτεχνία».
Νεότατος, ακόμη φοιτητής, ξεκίνησε να συγκεντρώνει έργα. Βαθμηδόν, προσθέτει η κυρία Αβέρωφ, «ωρίμασε η ιδέα να φτιάξει μια Πινακοθήκη στο Μέτσοβο». Το έργο του, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, «ήταν όμως πρωτίστως κοινωνικό, και σχετιζόταν και με τις υποδομές και τις τέχνες». Το τελευταίο που έκανε, προτού πεθάνει, ήταν η Πινακοθήκη. «Δεν ήταν συλλέκτης με τη συνηθισμένη έννοια», διευκρινίζει η Ταταιάνα Αβέρωφ. «Δεν είχε το πάθος του συλλέγειν. Είχε το πάθος με την πατρίδα, το πάθος να μην φύγουν στο εξωτερικό, να μείνουν στην Ελλάδα. Ήθελε ο κόσμος κι οι ξένοι να δουν ότι η Ελλάδα έχει και σύγχρονη πολιτιστική παρουσία. Για αυτό συγκέντρωνε αποκλειστικά έργων Ελλήνων», προσθέτει.
Η συλλογή ήταν έτοιμη νωρίς ως μαγιά για την υπό ίδρυση Πινακοθήκη. Όταν κατά τη διάρκεια της Χούντας συντοπίτες του στο Μέτσοβο, που όμνυαν στην Δικτατορία, έβαλαν εναντίον του Αβέρωφ, ακόμη και με ντουντούκες, στο κέτρο του Μετσόβου, εκείνος «νευρίασε» και πούλησε τη συλλογή στον Ανάσταση Λεβέντη. Την επόμενη ημέρα «είχε μετανιώσει. Στεναχωρήθηκε πολύ. Και αποφάσισε να ξαναρχίσει να μαζεύει από την αρχή έργα. Έτσι έφτιαξε από το μηδέν τη σημερινή συλλογή», εξηγεί η κυρία Αβέρωφ.
Πλέον αριθμεί 1000 έργα, συνθέτοντας ένα πυκνό πανόραμα όλων των ρευμάτων (ρεαλισμός, ιμπρεσιονισμός, εξπρεσιονισμός, συμβολισμός κ.ά.), που αφομοίωσαν οι έλληνες δημιουργοί αλλά και των ιδιοσυγκρασιών, που αφήσαν στιβαρά «αποτύπωμα» στη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική και γλυπτική δημιουργία.
«Τα πάθη του πατέρα μου είχαν πάντα σχέση με το κοινωνικό έργο», συνεχίζει η κόρη του. «Δεν ξέρω κατά πόσο ήταν, επομένως, όντως πάθη. Οραματιζόταν λ.χ. να φτιάξει ένα καλό κρασί στο Μέτσοβο και να λένε ότι το συγκεκριμένο παράχθηκε σε αυτόν τον μικρό τόπο της Ελλάδας. Ξεκινούσε να υλοποιήσει κάτι που οραματιζόταν και στην πορεία παθιαζόταν πάντα».
Ως πατέρας ήταν αυστηρός, κυρία Αβέρωφ; «Μας άφηνε περιθώριο ελευθερίας, αλλά αν έτρεχες παραπάνω από τα όρια που είχε στο μυαλό του, μπορεί να γινόταν πολύ τρομακτικός. Καταπέλτης. Ήταν όμως εξαιρετικά προοδευτικός γονιός για την εποχή του», υποστηρίζει η θυγατέρα του, η οποία θυμάται ότι ουδέποτε τη μάλωσε για τους βαθμούς.
Στο κυριακάτικο τραπέζι και στα οικογενειακά δείπνα στο πατρικό της, ανακαλεί τον Ευάγγελο Αβέρωφ να σχολιάζει πάντα την επικαιρότητα. «Όταν μεγάλωσα περισσότερο, είχα διαφορετικές απόψεις. Αυτό φαινόταν, και πλέον δεν πολυσυζητάγαμε».
Η Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο
Στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο εκτίθεται μόνιμα μια αντιπροσωπευτική ενότητα 200 έργων ελληνικής ζωγραφικής, χαρακτικής και γλυπτικής από τις συλλογές της Πινακοθήκης Αβέρωφ, μέσω της οποίας καταγράφονται οι κυριότερες θεματικές κατηγορίες και τάσεις που επικράτησαν από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας, και ορίζουν τη μορφή και το περιεχόμενο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ανά περίοδο εναλλάσσονται αντιπροσωπευτικά έργα όλων των μεγάλων ελλήνων δημιουργών των τελευταίων δύο αιώνων: Λύτρας, Γύζης, Τσόκος, Μποκατσιάμπης, Ράλλης, Ξυδιάς, Πανταζής, Βολανάκης, Προσαλέντης, Αλταμούρας, Χατζής, Λεμπέσης, Ιακωβίδης, Σαββίδης, Παρθένης, Ροϊλός, Οικονόμου, Γεραλής, Γερμενής, Αραβαντινός, Φλωρά-Καραβία, Βυζάντιος, Κογεβίνας, Τσίγκος, Σπυρόπουλος, Κοντόπουλος, Νικολάου, Χατζηκυριάκος-Γκίκας.
Η ξενάγηση στην πορεία της νεοελληνικής τέχνης και τις κυριότερες τάσεις της φτάνει ως τις μέρες μας με έργα σύγχρονων δημιουργών όπως των Μαλάμου, Μόραλη, Μπότσογλου, Μουστάκα, Πανιάρα, Πρέκα, Σόρογκα, Σπεράντζα, Τέτση, Φασιανού, Χάρου και άλλων.
Παράλληλα με τη μόνιμη έκθεση της Πινακοθήκης, οργανώνονται και περιοδικές εκθέσεις με έργα από άλλα μουσεία και ιδιωτικές συλλογές, καθώς και εκθέσεις ζωγράφων, αναδρομικές ή ομαδικές ή εκθέσεις θεματικές που διαπραγματεύονται ένα συγκεκριμένο τομέα ή μια περίοδο της τέχνης. Συγχρόνως, λαμβάνουν χώρα εικαστικά εργαστήρια, συνέδρια και εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά.
Στο πλαίσιο του θεσμού των «Δημιουργικών Συναντήσεων», φέτος παρουσιάζει το διάλογο των Sir Peter Blake και του Σταύρου Κοτσιρέα, δύο καλλιτεχνών από διαφορετικές γενιές, διαφορετικές χώρες, με διαφορετική καλλιτεχνική διαδρομή και θεματολογία, διαφορετικές καλλιτεχνικές «εμμονές», αλλά και με διακριτές, όσο και απρόοπτες, φιλοσοφικές και εικαστικές συγγένειες στο έργο τους.