«Ορίστε το μπριζολάκι σου!», λέει ένας χαμογελαστός μικροκαμωμένος κύριος με λευκή ρόμπα και δίνει από το παράθυρο που βρίσκεται δίπλα στην ψησταριά, ένα αχνιστό χοιρινό μπριζολάκι τυλιγμένο σε αρκετές χαρτοπετσέτες στο τραπέζι που βρίσκεται ακριβώς μπροστά του. Το τελετουργικό αυτό είναι γνωστό σε όσους γνωρίζουν τον Τέλη και τα περίφημα μπριζολάκια του στο νούμερο 86 της οδού Ευριπίδου. Στις παρυφές του Ψυρρή, ακριβώς πάνω από την πλατεία Κουμουνδούρου.
Από το 1977, που ο Τέλης Γιαννιώτης κατέβηκε στην Αθήνα από τα Γιάννενα με τον αδερφό του Δήμο (που δεν ζει πια), προμηθεύει τους Αθηναίους με τα πιο τρυφερά μπριζολάκια που έχουν γευτεί ποτέ οι γευστικοί κάλυκες της πόλης μας. Τα δύο αδέρφια άνοιξαν αρχικά ένα μπιφτεκάδικο στην Πλάκα, στην οδό Πανδρόσου, το κτίριο που στεγάζονταν όμως κατεδαφίστηκε από το δήμο. Κι αποφάσισαν να κατηφορίσουν στη συνοικία του Ψυρρή, πολύ διαφορετική τότε απ' ότι είναι σήμερα ή στις δόξες των late 90s - early 00s. Από την ψησταριά του Τέλη έχει περάσει όλη η Αθήνα, αλλά και όχι μόνο. Μέχρι και ο Τσαρλς Ντιούκς, ο αστροναύτης της τελευταίας επανδρωμένης αποστολής στη Σελήνη, Apollo 16, επέστρεψε στη γη για να φάει ένα μπριζολάκι. Αλλά και πρωθυπουργοί, - όπως ο «αείμνηστος Παπανδρέου»- πολιτικοί, εφοπλιστές, φοιτητές και ρεμπέτες. Και γενικά οι Αθηναίοι που την έψαχναν με το φαγητό και δε φοβούνταν να λερώοσυν τα χέρια τους πριν τη δικτατορία του foodporn. Ο Τέλης δεν το παραδέχεται ευθέως, αλλά από την πονηριά στο βλέμμα του καταλαβαίνεις ότι και ο, «γείτονας» μην ξεχνάμε, Αλέξης Τσίπρας έχει πεταχτεί από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ για ένα «μπουγιουρντί» (ή αλλιώς «καριολίκι», ουπς!) στα γρήγορα, το καυτερό πιάτο που ο Τέλης σερβίρει παρέα με τα μπριζολάκια. Και το κερνάει, δεν το χρεώνει ποτέ στο λογαριασμό.
Στον Τέλη δε χρειάζεται να παραγγείλεις. Φτάνει να κάτσεις και να του πεις έναν αριθμό, που θα αντιστοιχεί σε πόσες μερίδες χρειάζεσαι. Άλλωστε πέρα από τη μερίδα μπριζολάκια, το μπουγιουρντί και μια χωριάτικη σαλάτα, η ψησταριά του δεν έχει άλλα πιάτα. Η μερίδα - που είναι ιδιαιτέρως χορταστική, λίγο πιο λιτή βέβαια σε σχέση με παλιότερα - κοστίζει 8 ευρώ και αν θες ξεχωριστή μερίδα πατάτες θα δώσεις άλλα 2,50, τίμια τιμή για την ποσότητα αλλά και την ποιότητά τους, γιατί δεν είναι προκάτ. Όλα τα κρέατα έρχονται από την Ήπειρο και κυρίως από την Άρτα. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το ψήσιμο. Ο Τέλης ρίχνει τα κάρβουνα στη θράκα από τις 7 το πρωί και μάλιστα περηφανεύεται πως χρησιμοποιεί τα καλύτερα της αγοράς, που είναι και το μυστικό του καλού ψήστη. Δίπλα από την ψησταριά, κοντά στα μαχαίρια του, θα δεις και ένα παλιό σεσουάρ μαλλιών, με το οποίο φουντώνει τη φωτιά του κάθε τόσο. Το «καριολίκι», δηλαδή ντομάτα, φέτα, πράσινη και κόκκινη πιπεριά με λάδι και λίγο γλυκάδι (ξύδι), είναι ένα πιάτο ιδανικό για μεγάλες βουτιές με το πάντα φρέσκο ψωμάκι που σερβίρει ο Τέλης, αλλά και «άτιμο» όπως λένε μερικοί θαμώνες, καθώς, αν είσαι «τυχερός», η πρώτη πιρουνιά μπορεί να σε κάψει.
Στα μέσα της δεκαετίας του '80 ο Τέλης ήταν σημείο συνάντησης για όλη την Αθήνα, για όλες τις κοινωνικές κάστες. Οδηγοί ταξί και φορτηγών σταματούσαν για ένα μπριζολάκι στο χέρι, πλανόδιοι μουσικοί περνούσαν σηκώνοντας όλο το μαγαζί στο πόδι με τα κλαρίνα τους. «Άρεσε στους πελάτες η μουσική, άλλα τότε ήταν και άλλες εποχές, ο κόσμος ήταν πιο χαρούμενος», λέει ο Τέλης όχι με πίκρα, μα περισσότερο με ρεαλισμό, καθώς εδώ και 38 χρόνια, έχει ζήσει όλες τις διακυμάνσεις της περιοχής. «Όλους εδώ τους μετανάστες, του τάιζα, τώρα έχουν μειωθεί αισθητά βέβαια, αλλά τι να κάνεις, να μη τους δώσεις ένα πιάτο φαΐ;», μου λέει και δείχνει με το χέρι του προς την κατεύθυνση που δύο Πακιστανοί άνδρες ξεφορτώνουν κούτες με εμπόρευμα από ένα φορτηγό.
Η Ευριπίδου παρά τις σκοτεινές της γωνιές, είναι σήμερα -τουλάχιστον τη μέρα- ένας από τους πιο πολύχρωμους και πολυπολιτισμικούς δρόμους του κέντρου. Μέχρι να βγεις στην Πειραιώς μυρίζεις και βλέπεις δεκάδες πολιτισμούς, που παρά το πόσο ετερόκλητοι είναι, ζουν αρμονικά στον στενόμακρο δρόμο. Ανάμεσά τους ο Τέλης, ορόσημο μιας άλλης εποχής, συνεχίζει την παράδοση με την πελατεία του αμείωτη. «Έρχονται χρόνια άνθρωποι στο μαγαζί, τώρα πια όχι μόνο τα παιδιά τους, αλλά και τα εγγόνια τους». Άλλωστε η ψησταριά είναι ένα αθηναϊκό trivia που περνάει από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, ακόμα κι αν δεν έχει ζωντανή μουσική πια, ούτε λειτουργεί ακόμα σαν άτυπο "drive - trough" μπριζολάδικο.
Ο Τέλης κάποια στιγμή θα ξεκουραστεί, αλλά υπάρχουν διάδοχοι - ο συνονόματός του μάλιστα είναι και πρωταθλητής ξιφασκίας - που θα συνεχίσουν την ιστορία της πιο αυθεντικής ψησταριάς που δεν επένδυσε ποτέ σε τρικ εντυπωσιασμού, αλλά στο generic και ταυτόχρονα ποιοτικό φαγητό και στάθηκε αναλλοίωτη στο χρόνο και τις άλλες διαβρωτικές αλλαγές της πρωτεύουσας.