Απλωμένο σαν τις κυκλαδίτικες καλλιέργειες σε πεζούλες, με τα τραπεζάκια του να ξεκινάνε από την αρχή των σκαλοπατιών και να φτάνουν ως τη μέση τoυς σχεδόν, το Cavos Sunrise μπορεί να μην έχει πρωτότυπο όνομα, είναι όμως τη χάρη. Σπασμένα πήλινα αγγεία για τασάκια, κουρελούδες στρωμένες για να κάθεται ο κόσμος στα λευκά πεζούλια και ένα βουνό από άδειες φιάλες Havana Club πρωταγωνιστούν στην αυλή. Από κάτω, ο γκρεμός και ο ήχος των κυμάτων που ανεβαίνει από τη παραλία «Σεράλια» για να μπερδευτεί με τις λάτιν μελωδίες.
Καλωσήρθατε στη Κούβα. Αυτό αισθάνεσαι μπαίνοντας στο εσωτερικό του μαγαζιού, που μοιάζει σαν μυστική κρύπτη και σε πετά κάπου ανάμεσα στον Ατλαντικό και στη Καραϊβική θάλασσα. Οι τοίχοι του είναι καταλυμένοι από πάνω ως κάτω με συνθήματα, αγωνιστικούς χαιρετισμούς και ύμνους στην ελευθερία από ταξιδιώτες που φτάνουν εδώ το καλοκαίρι με τους οδηγούς ανά χείρας. Όχι μόνο για να γευτούν το δυνατό μοχίτο, αλλά και για να συναντήσουν τον ιδιοκτήτη του μπαρ, τον Σιφνιό Κώστα Γεωργούλη, έναν από τους ελάχιστους ανθρώπους που μπορεί να υποστηρίξει τον χαρακτηρισμό sui generis. Eδώ, στην άκρη του Κάστρου, o Kώστας έχει στήσει κάτι σαν αυτοσχέδιο μουσείο για τους δύο ήρωές του: τον Τσε Γκεβάρα και τον Κάστρο.
Βιβλία, αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά και φωτογραφίες των δύο πρωταγωνιστών ξεχειλίζουν από κάθε σημείο του μαγαζιού. Στο βάθος, ο Κώστας ετοιμάζει στωικά τα ποτά, κυρίως με βάση το ρούμι. Υπέθεσα ότι θα ήταν απόμακρος το στιλ και τα παράδοξα ρούχα που μπορούν να λειτουργήσουν κι ως ασπίδα. Δεν ήταν όμως. «Γιατί ο Τσε και ο Φιντέλ;» τον ρωτάμε. «Γιατί ο Τσε πέθανε για αυτό που πίστευε και ο Φιντέλ έζησε πενήντα χρόνια με αυτό που πίστευε», απαντά στην Popaganda.
Στα φοιτητικά του χρόνια, τότε που σπούδαζε στο Πάντειο «Πολιτικές επιστήμες και Κοινωνιολογία» ο Κώστας κατόρθωσε να κάνει ένα ταξίδι ζωής με τους συμφοιτητές του. Πού αλλού; Στη Κούβα. «Μάζεψα χρήματα από την οικοδομή και τη δουλειά στα χωράφια και πήγα. Μείναμε εκεί για έναν χρόνο και μαζεύαμε ζαχαροκάλαμα. Για αντάλλαγμα είχαμε τροφή και φιλοξενία. Εκεί έμαθα να ζω απλά και να γιορτάζω κάθε στιγμή της ζωής. Το κράτος υποστηρίζει όλους τους ανθρώπους, μπορεί να μην έχουν πολλά, αλλά δεν ονειρεύονται το Big Deal. Είδαμε κι εμάς που μας οδήγησε.»
Μετά από αυτό το ταξίδι επέστρεψε στο νησί. Κι έκτοτε δεν ταξίδεψε ποτέ ξανά. Ποτέ και πουθενά. Εδώ, στο Κάστρο, χειμώνα- καλοκαίρι. «Ξέρεις όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται μοιάζει με γελοιογραφία, γι' αυτό δεν ήθελα να πάω ξανά στη Κούβα. Να πας όμως εσύ τώρα, όσο υπάρχει το καθεστώς του Φιντέλ. Μετά θα γίνει επέλαση, μετά θα είναι απλώς ένα πράσινο νησί, π.χ σαν την Κέρκυρα. Μου φαίνεται ότι χρειάζεσαι λίγο κουβανοθεραπεία». Η κουβανοθεραπεία, έμαθα, συνίσταται στο να είσαι συγκεντρωμένος στο παρόν, στη στιγμή, να ακούς λάτιν και όχι τζαζ ( «τι λες; ακούς αυτή που λέει Blue Moon; Γιατί ακούς αυτά τα θλιβερά; Θα σου δώσω cd να πάρεις μαζί σου») και κάτι ακόμα: να κάνω κρύα ντους όλο τον χρόνο, να μην ανάβω καλοριφέρ και να τρώω μία φορά την ημέρα. Δεν τη λες και εύκολη τη μαθητεία. Κάτι σαν το Karate Kid. Mόνο που ο Κώστας δεν ξέρει το Karate Kid, γιατί δεν βλέπει ταινίες, ούτε τηλεόραση και γενικώς απεχθάνεται ό,τι έχει να κάνει με την επινόηση και το φανταστικό. «Η βίωση είναι που έχει σημασία. Αυτή πρέπει να μείνει χαραγμένη σαν τατουάζ στο μυαλό» και συνεχίζει “δεν έχω περιέργεια. Μου αρέσει εδώ. Μου αρέσει να παρατηρώ, να μαθαίνω πώς να διαβάζω τη φύση, να ξέρω τι καιρό θα κάνει αύριο. Να βλέπω το τοπίο να αλλάζει μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα. Όταν μου αρέσει κάτι, αυτό μου αρκεί, το ίδιο πρέσβευαν και οι Ινδιάνοι. Το θέμα δεν είναι να αλλάζεις διαρκώς τα πράγματα, αλλά να μάθεις να τα απολαμβάνεις.»
Έτσι, το καλοκαίρι του Κώστα γεμίζει με κόσμο από κάθε γωνιά του πλανήτη, επισκέπτες που του φέρνουν μάλιστα cds με κουβανέζικα τραγούδια (από αυτά παίζει τις μουσικές του στο μαγαζί), έχει ανθρώπους και γλέντι και πολλή δουλειά. Ο χειμώνας σημαίνει ψάρεμα και εργασία με τη γη, τα κτήματα, τις ελιές και τα ζώα · έχει διάβασμα και μουσικές, από ρεμπέτικα και Θεοδωράκη ως κουβανέζικα. «Έχεις έρθει εδώ τον χειμώνα;» με ρωτάει. «Όχι». «Είναι, πώς να στο εξηγήσω; Σαν να βρίσκεσαι στη Σελήνη». Με τη παρατήρησή του φαίνεται να συμφωνεί και ο τσαντίλας γάτος που αφήνει για λίγο τους καβγάδες και έρχεται να αράξει στα πόδια μας. «Αυτός πάλι ποιος είναι;» τον ρωτάω. «Ο Τσε».