Η ταϊλανδέζικη κουζίνα είναι απλή και ταυτόχρονα περίπλοκη, με μια τεράστια γκάμα πιάτων και συνταγών που επηρεάζονται από το μέρος που φτιάχνονται. Ο Μπάμπης Ασκερίδης την γνωρίζει πολύ καλά, δεν θέλει να τον αποκαλούμε σεφ, αυτοχαρακτηρίζεται μαθητής και geek αυτής της έθνικ κουζίνας.
Πριν από δεκαεπτά χρόνια ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Μπανγκόκ, η μυρωδιά του κάρυ και η ευγένεια των ανθρώπων τον έκαναν να ερωτευτεί την πόλη.
Από εκεί βρέθηκε στα βουνά της Τσιανγκ Μάι για να καταλήξει στη Σουμάτρα και σε αυτό το οδοιπορικό απέκτησε «μια πρώτη γεύση αισθήσεων και εικόνων που θα με ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια». Εκπαιδεύτηκε στην Blue Elephant , παρακολούθησε σεμινάρια παρασκευής κάρυ, ταξίδεψε πολύ στην Ασία συλλέγοντας αναμνήσεις, ιστορίες και συνταγές.
Άρχισε να μαγειρεύει ταϊλανδέζικο σε φίλους, εργάστηκε στις κουζίνες άλλων εστιατορίων της Αθήνας μέχρι που πριν από περίπου έναν μήνα άνοιξε έναν μικρό χώρο στην οδό Βεΐκου μαζί με το Κώστα Λάλα και φρόντισαν να τον κάνουν ακαταμάχητα όμορφο.
Στην οδό Βεΐκου, στον αριθμό 40 στο Κουκάκι, το νέο street food της πόλης έχει το όνομα του τρίκυκλου μεταφορικού μέσου που χρησιμοποιούν στους χαοτικούς δρόμους της Μπανγκοκ και είναι γεμάτο με ενθύμια από τα ταξίδια του Μπάμπη Ασκερίδη, με έντονα χρώματα, 60’s κινηματογραφικές αφίσες με «την Αλίκη Βουγιουκλάκη της Ταϊλάνδης», πολλά φαναράκια, ένα wc φτιαγμένο σαν αποδυτήριο Muay Thai. Για μουσικό χαλί, μπορείτε να ακούσετε από Toto και Bowie μέχρι γιαπωνέζικο garage.
Οι γεύσεις είναι παραδοσιακές συνταγές από την Ταϊλάνδη, οι τιμές είναι πολύ προσιτές, τα σερβίτσια - memorabilia είναι υπέροχα και διαφορετικά μεταξύ τους, οι θέσεις του Tuk Tuk είναι λίγες αφού ο Μπάμπης Ασκερίδης δεν ήθελε να φτιάξει κάτι μεγάλο που θα έπαιρνε τη μορφή εστιατορίου αλλά να μείνει πιστός στη φιλοσοφία του street food που γνώρισε στη χώρα που τον μάγεψε. Σούπες για να μοιραστείτε (από 5 ευρώ), σαλάτες (από 7 ευρώ) που καίνε , λαχταριστά μικρά πιάτα (από 3,90 ευρώ), ρύζι (από 2,50 ευρώ) σε τρεις εκδοχές, κάρυ (από 7 ευρώ) που μπορούν να γίνουν και χορτοφαγικά, noodles φυσικά (από 7 ευρώ), πλούσια γεύματα (από 8 ευρώ) του ενός πιάτου θα βρείτε στον κατάλογο του Ταϊλανδέζικου που θέλει να μας μεταφέρει στα πλαστικά τραπέζια και στα καροτσάκια των δρόμων και των νυχτερινών αγορών, σε ένα μέρος που το φαγητό είναι απόλυτα comfort.
Ο βασικός τρόπος σερβιρίσματος του thai είναι το “Family Style”: μία ποικιλία πιάτων στην μέση του τραπεζιού. Σε ένα τραπέζι της Ταϊλάνδης το μόνο πράγμα που σερβίρεται στο κάθε πιάτο είναι το ρύζι. Όλοι παίρνουν μια μικρή ποσότητα φαγητού από το κέντρο κάθε φορά, και επιστρέφουν για περισσότερο όταν τελειώσει. Η ιδέα πίσω από αυτή την εθιμοτυπία είναι ότι παίρνοντας λίγο φαγητό θα υπάρχει πάντοτε αρκετό για όλους, εκτός του ότι όλοι δοκιμάζουν απ' όλα. Φυσικά υπάρχουν και τα γεύματα του ενός πιάτου τα οποία προτιμούν οι εργαζόμενοι όταν βιάζονται και δεν έχουν χρόνο. Παράλληλα, ένα καλά ισορροπημένο γεύμα στην Ταϊλάνδη αποτελείται από κάτι υγρό, κάτι στεγνό, κάτι δροσερό, κάτι καυτερό και φυσικά από ρύζι.
Από την κουζίνα του νέου ταιλανδέζικο της πόλης δοκιμάσαμε μία γεμάτη γεύση Tom Ka Kha σούπα με κοτόπουλο, γάλα καρύδας, λεμονόχορτο, φύλα καφίρ, κάλανγκαλ και φρέσκο κόλιανδρο και μια εκπληκτική Kai Palo, τη γλυκιά και πικάντικη σούπα με χοιρινό και αυγό που συνήθως δίνεται για κολατσιό στα σχολεία. Τα Karipap Gai είναι γεμιστά πιτάκια που φέρνουν στα ινδικά samosas -είναι ελαφρώς πιο γλυκά- με κάρυ, κοτόπουλο και πατάτα.
Η Som Tum Thai ( Som – Χτυπώ, Tum – Ανακατεύω) είναι η παραδοσιακή σαλάτα που φτιάχνεται μπροστά σας μέσα σ' ένα πήλινο γουδί με παπάγια, καρότο, ντοματίνια, φρέσκο λάιμ, τσίλι και fish sauce. Η σαλάτα έχει προέρθει από την περιοχή Issan που φημίζεται για την απλότητα των πιάτων της αλλά και το κάψιμο που αφήνουν.
Ένα από τα ποιο διαδεδομένα φαγητά δρόμου που έχει τις ρίζες του μάλιστα στο παλάτι είναι το Phad Thai. Κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, η Ταϊλάνδη υπέφερε από έλλειψη ρυζιού και για να μειωθεί η εγχώρια κατανάλωση του, η κυβέρνησή μαζί με τον βασιλιά προώθησαν τα ζυμαρικά από ρύζι και σε συνεργασία με του παλατιού δημιουργήθηκε η συνταγή με κοτόπουλο ή χοιρινό ή γαρίδες, αυγό, φρέσκα λαχανικά, φιστίκια και Thai chili που σήμερα απολαμβάνουμε στα ταϊλανδέζικα όλου του κόσμου.
Η γεύση του μουλσουμανικού Kaeng Massaman προέρχεται από τα μπαχαρικά που δεν χρησιμοποιούνται συχνά σε άλλα ταϊλανδέζικα κάρυ όπως κάρδαμο, κανέλα, γαρίφαλο, γλυκάνισο, κύμινο. Πρόκειται για ένα αρκετά αρωματικό κάρυ δεμένο με γάλα καρύδας και μια ξινή νότα από τον χυμό ταμάρινδου που το σβήνει, αξίζει να το δοκιμάσετε.
Το γλυκό ημέρας ήταν μια ελαφρία, κρέμα από γάλα καρύδας αρωματισμένη με φύλα padan και φρέσκο μάνγκο που θα κλείσει άψογα το γεύμα σας.
Αν και στο πάσο του Tuk Tuk θα δείτε chopsticks, ο Μπάμπης Ασκερίδης εξηγεί πως «τόσα χρόνια που ταξιδεύω στην Ταϊλάνδη, όλα τα εστιατόρια σερβίρουν το φαγητό με κουτάλι και πιρούνι. Όχι ότι δεν χρησιμοποιούνται chopsticks, απλώς όπως και τα noodles ήρθαν στη χώρα μαζί με τους πρώτους Κινέζους μετανάστες. Χρησιμοποιούνται για τα πιάτα με noodles, ενώ όλα τα υπόλοιπα φαγητά τρώγονται με πιρούνι και κουτάλι».
Τον ρωτάνε πολύ συχνά για το κατά πόσο είναι αυθεντικές οι συνταγές που σερβίρονται στην Ελλάδα. Κι εκείνος εξηγεί ότι το Phad Thai της Τσιανγκ Μάι διαφέρει από αυτό της Ρανόνγκ, το κίτρινο κάρυ δεν είναι καθόλου καυτερό στον Βορρά αλλά στον Νότο είναι. «Μπορείς να είσαι όσο πιο κοντά στην γεύση του φαγητού που σερβίρεται στη συγκεκριμένη χώρα από τη στιγμή που έχεις πρόσβαση στα υλικά για να το μαγειρέψεις. Από εκεί και πέρα η δημιουργικότητα κάθε επίδοξου μάγειρα αλλάζει όπως αλλάζει και η γεύση από περιοχή σε περιοχή μέσα στην ίδια τη χώρα προέλευσης των πιάτων».
Αυτό που μπορεί να καταλάβει ακόμα και κάποιος που δοκιμάζει για πρώτη φορά αυτή την κουζίνα είναι πως το Tuk Tuk έχει εξαιρετικό φαγητό. Μπορείτε να το γνωρίσετε είτε αναζητώντας μια θέση (από τις μόλις 16) που έχει στον χώρο του είτε κάνοντας την παραγγελία σας τηλεφωνικά προκειμένου να την παραλάβετε από τον αριθμό 40 της οδού Βεΐκου.