
Δύο νέα έργα, 40 ακόμα φωνές από χαρτί και καμβά, 14 αρχαιότητες κι ένα βλέμμα που διαλύει τη γραμμή ανάμεσα στο αρχαίο και το επίκαιρο: Η Marlene Dumas, μία από τις πιο διεισδυτικές και ποιητικές φωνές της σύγχρονης ζωγραφικής, έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και η άφιξή της δεν θα μπορούσε να βρει πιο εύστοχο σταθμό από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Πώς μοιάζει ο θάνατος όταν τον αγγίζεις με χρώμα;
Πώς η μνήμη, όταν διαγράφεται από το πέρασμα του πινέλου;
Και πώς η ζωή, όταν μπαίνει στο κάδρο με τα οικεία σου πρόσωπα, ναρκισσιστικά και αφοπλιστικά παρούσα, με όλα τα βάρη της ύπαρξης;
Η έκθεση Cycladic Blues (5 Ιουνίου - 2 Νοεμβρίου 2025) στήνει έναν αναχρονιστικό αλλά απόλυτα επίκαιρο διάλογο: πάνω από 40 έργα της Dumas συνομιλούν με 14 επιλεγμένα αρχαιολογικά ευρήματα από την Εποχή του Χαλκού μέχρι τα Κλασικά χρόνια. Η ίδια η καλλιτέχνις επέλεξε προσωπικά τι θα εκτεθεί και με ποια αρχαία θα σταθεί δίπλα και αυτό, από μόνο του, είναι είδηση.

Δύο μνημειακά έργα –Old και Phantom Age (2025)– δημιουργήθηκαν ειδικά για την περίσταση. Βασισμένα στην "Ηλικιωμένη Γυναίκα της Αγοράς", ένα ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνιστικού γλυπτού, απεικονίζουν την αργή, βαριά κάθοδο του γήρατος, τη ρευστότητα της ταυτότητας και το βάρος του σώματος ως μορφή. Στο "Old" η Dumas παρεμβαίνει πιο άμεσα – με το χέρι. Στο "Phantom Age" αφήνει τη βαρύτητα και την τύχη να οδηγήσουν το χρώμα. Η σύγκριση είναι αριστοτεχνική: πώς αγγίζεις το παρελθόν και πώς το αφήνεις να πέσει πάνω σου.

Η υφή στα έργα της είναι σχεδόν χειροπιαστή. Το χρώμα στάζει, ρέει, διαπερνά τον καμβά με μια αίσθηση βαρύτητας που συνδέει το σώμα με τον χρόνο. Μια υλική εμπειρία που ταυτόχρονα λειτουργεί ως πνευματικός στοχασμός πάνω στην παροδικότητα και την υλικότητα της ζωής.
Ο επιμελητής Douglas Fogle περιγράφει εύστοχα αυτή την αμφίδρομη ανταλλαγή: «Βουβά και φλύαρα, τα σώματα που στοιχειώνουν τους καμβάδες της Dumas εμπλέκονται σε ένα αναχρονιστικό pas de deux με τις αφηρημένες ανθρώπινες μορφές των κυκλαδικών ειδωλίων».


Αριστερά: Σάντρα Μαρινοπούλου, Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, Δεξιά: Marlene Dumas
Γεννημένη στο Κέιπ Τάουν το 1953, κατά τη διάρκεια του Απαρτχάιντ και εγκατεστημένη στο Άμστερνταμ από τη δεκαετία του 1970, η Dumas υπήρξε πάντα καλλιτέχνις της έντασης και της αντίφασης. Τα έργα της είναι ριζωμένα στο προσωπικό και στο πολιτικό, στο σώμα και στο πνεύμα, στην απώλεια και στην επιθυμία. Από την Tate Modern μέχρι το Palazzo Grassi, έχει εκθέσει στα σημαντικότερα μουσεία παγκοσμίως. Όμως η Αθήνα, και συγκεκριμένα το Κυκλαδικής, της δίνει έναν εντελώς νέο καμβά.

Η Dumas έχει δηλώσει: «Η ζωγραφική αφορά το ίχνος της ανθρώπινης αφής». Και πράγματι, κάθε έργο της είναι μια αίσθηση που αποτυπώνεται: στον καμβά, στο βλέμμα, στην ανάμνηση. Είτε πρόκειται για την μασκοφόρα νεκρή γυναίκα του Alfa (2004) –θύμα της τραγωδίας στη Μόσχα–, είτε για την Persona (2020) εμπνευσμένη από τα εκμαγεία του Rodin, το πρόσωπο στη ζωγραφική της Dumas δεν είναι ποτέ απλώς ένα πρόσωπο. Είναι μια μάσκα, ένα σημάδι, μια ερωτική ή τελετουργική μαρτυρία.

Μια μάσκα είναι κι ο πίνακας Cycladic Blues (2020), εμπνευσμένος από κυκλαδικό ειδώλιο. Με τρεις κινήσεις του χεριού, η Dumas αφουγκράζεται ένα αρχαίο αντικείμενο και δίνει στο έργο της μελαγχολία, βάθος και υπόσταση. Στο Glass Tears (for Man Ray) (2008), αποτυπώνει τη συγκίνηση όχι μέσα από τη ρεαλιστική απόδοση του προσώπου, αλλά με το φόντο: σταγόνες νερού, ρευστότητα, ένα σχόλιο πάνω στο συναίσθημα και την ανάγκη να το διασώσουμε απ’ το κιτς. Και πάλι, η φωτογραφία γίνεται αφετηρία, αλλά η αφήγηση παραμένει ζωγραφική.


Η πολυπλοκότητα της ύπαρξης –σεξ, γέννηση, γήρας, θάνατος– δεν αποτελεί απλώς θέμα της Dumas αλλά είναι το ίδιο της το μέσο. Η σιωπή της Immaculate (2003) και το προκλητικό Two Gods (2021) –δυο ανδρικοί φαλλοί από τυχαία έκχυση χρώματος– αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: το σώμα ως μύθος, ως σύμβολο, ως τραύμα και ως ελπίδα.
Εδώ, δεν υπάρχει αθωότητα χωρίς βία, ούτε επιθυμία χωρίς ενοχή. Αλλά υπάρχει και τρυφερότητα – στα πορτρέτα της κόρης και του εγγονού της, στη Helena (1992) και στο Helena Michel (2020). Η Dumas αρνείται να επιλέξει ανάμεσα στην απόγνωση και τη θέρμη. Τα ζωγραφίζει και τα δύο, με την ίδια δέσμευση.

Η έκθεση ολοκληρώνεται με σχέδια απλά, δραματικά, κινηματογραφικά. Το Give me the Head of John the Baptist (1992) είναι μια εγκατάσταση 17 σχεδίων που ανασυνθέτουν τη βιβλική ιστορία της Σαλώμης. Η Marlene Dumas μάς παραδίδει σώματα, βαριά, θνητά, ερωτικά, τρεμάμενα και μας καλεί να δούμε το δικό μας μέσα σε αυτά.