«Επέβαλαν τη μείωση του αλιευτικού στόλου. Κι επειδή θεώρησαν ότι εμείς, ως λαμόγια, ναι μεν θα παραδίδαμε τις άδειες αλιείας, αλλά θα κάναμε και το ψάρεμά μας, κάπου έπεσε η ιδέα να σπάσουμε τα καΐκια. Κι εμείς είπαμε ‘ναι’. Δεν είπε κανένας ‘σιγά ρε παιδιά’, να βρεθεί μια άλλη εγγύηση, ας πούμε. Πήραν δηλαδή τη λογική, ότι εσύ μπορεί να κλέψεις, άρα θα σε βάλουμε φυλακή, πριν κλέψεις»Κι αυτό που χάνεται, βέβαια, μαζί με τα ψαροκάικα, είναι το βάθος της σχέσης του Έλληνα με τη θάλασσα, συνεχίζει ο Γουζέλης: «Είναι το θέμα της ναυτοσύνης, της ναυτικής τέχνης. Βλέπεις άλλους μεγάλους ναυτικούς λαούς, οι Εγγλέζοι, οι Δανοί, οι Γάλλοι, όλοι αυτοί, τα προσέχουν τα παραδοσιακά τους. Δεν έσπασε κανένας Εγγλέζος κανένα σκάφος. Κανένας Ιταλός, κανένας Γάλλος. Εμείς γιατί τα σπάμε; Τα έχουν εκεί, τα μεταποιούν, τα βάζουν σε μουσεία, τα δίνουν σε μικρά παιδιά που κάνουν εκδρομές... Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να διαχειριστείς αυτό το πράγμα. Κι αυτό είναι μια συνέχεια παράδοσης με την καλή έννοια. Είναι μια μορφή παιδείας και μια μορφή πολιτισμού που χάνεται μ’ αυτό το πράγμα». Αυτή η ιστορία καταστροφής, θα μπορούσε να είναι ένα ντοκιμαντέρ από μόνο της, όπως λέει κι ο Κοντογιάννης. «Γίνεται μια μικρή αναφορά, αλλά προτιμήσαμε να μην επικεντρωθούμε τόσο στο θάνατο, απ’ τη στιγμή που έχουμε τη γέννηση ενός καϊκιού». Μια γέννηση, που δεν ήταν εύκολο πράγμα να καταγραφεί, μιας και τα γυρίσματα, κράτησαν, όπως κι η κατασκευή, τέσσερα χρόνια. «Αυτό ήταν δύσκολο κατ’ αρχήν πρακτικά και οργανωτικά», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Κι εγώ και το υπόλοιπο συνεργείο, δουλεύουμε όλοι στον κινηματογράφο, σε διάφορες ειδικότητες, κι αυτό σημαίνει ότι όταν κάνεις μια ταινία, λείπεις για παράδειγμα τρεις μήνες, οπότε για τρεις μήνες δεν μπορούσα να πάω να παρακολουθήσω την κατασκευή. Ήταν ανεξάρτητη παραγωγή, οπότε για βιοποριστικούς λόγους, δεν μπορούσαμε να είμαστε απίκο τέσσερα χρόνια. Χανόντουσαν έτσι στιγμές. Ύστερα, χρειαζόταν και μεγάλη συναισθηματική πειθαρχία αυτό. Δεν είναι εύκολο να πιστεύεις σε ένα project για τέσσερα χρόνια, ειδικά αν έχεις μάθει, όπως εγώ, απ’ τη μυθοπλασία, που ξεκινάς με ένα σενάριο, αυτό το σενάριο βγάζει κάποιες ανάγκες, αυτές οι ανάγκες γίνονται γύρισμα, το γύρισμα μοντάρεται και βγαίνει μια ταινία».Κι όπως η δημιουργία της ταινίας έγινε λίγο ανάποδα, όπως λεει ο Κοντογιάννης («γυρίσαμε το υλικό, και στο τέλος είδαμε τι έχουμε, πού θέλουμε να πάμε και τι συμπληρωματικά γυρίσματα χρειαζόμαστε για την τελική μορφή»), κάπως ανορθόδοξα ξεκίνησε κι η συνάντησή της με το κοινό: «Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, κι ύστερα έπαιξε σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, είτε μέσω του Φεστιβάλ, που ταξιδεύει κάποιες ταινίες του, είτε μέσω ανθρώπων που μας τη ζήτησαν από κάποια άλλα φεστιβάλ, ή από νησιά». Αργότερα, η ταινία έκλεισε θέση στο πρόγραμμα του διεθνούς τηλεοπτικού δικτύου Arte για τις χώρες που καλύπτει. Όμως κάτι έλειπε. «Δεν είχε παίξει στην Αθήνα, που είναι η πόλη μας, κι έτσι, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι και γι’ αυτό» Κάπως έτσι, η ταινία θα κάνει έναν κύκλο προβολών στο Τριανόν από 23 Γενάρη, πριν ξαναπάρει τις θάλασσες, για να ταξιδέψει με προβολές στην άγονη ελληνική γραμμή. Την ίδια γραμμή, που αρέσκονται να ταξιδεύουν κι οι δημιουργοί της. *Το ντοκιμαντέρ Αθηνά εκ Μηδενός του Φοίβου Κοντογιάννη, σε παραγωγή και αφήγηση Κώστα Γουζέλη, θα προβάλλεται από την Πέμπτη 23 Γενάρη στον κινηματογράφο Τριανόν (Κοδριγκτόνως 21)
Στην επόμενη σελίδα: φωτογραφίες του Νίκου Κατσαρού από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ.