Το ραντεβού με τον Άρη Ρέτσο είναι στο Φίλιον. Μου ζητά ευγενικά να κάτσουμε έξω για να καπνίσει. Με το που διαλέγουμε τραπέζι μου λέει «Ας παραγγείλουμε καφέ να πιούμε, ας συζητήσουμε και βλέπουμε πώς θα πάει». Είναι γνωστό πως επιλέγει πού και σε ποιον θα μιλήσει, όπως και σε όλη του την πορεία οι επιλογές του στο θέατρο ήταν καθαρά προσωπικές, όχι με την έννοια του ατομικού αλλά με την αίσθηση βαρύτητας και ευθύνης στο να μη προδώσει αυτό στο οποίο έχει ταχθεί. Καφές για εκείνον, σοκολάτα για εμένα. Πίνουμε και αρχίζουμε να μιλάμε και να μου εξηγεί γιατί δεν είναι σίγουρος αν οι συνεντεύξεις έχουν νόημα, αν όντως βοηθούν έναν δημιουργό να παρουσιάσει το έργο του ή το κοινό να μάθει γι’ αυτό, να τον αναζητήσει, να πάει στο θέατρο. Καθώς τον ακούω αρχίζω να αντιλαμβάνομαι τον τρόπο που συνδέει τα πράγματα, τη ροή των συνειρμών του, τον ρυθμό του. Έχουμε πάρει και οι δύο τον χρόνο μας, άλλωστε είναι η πρώτη φορά που συναντιόμαστε από κοντά. Κάπου εκεί τον ακούω να λέει «Ενδιαφέροντα είναι αυτά που συζητάμε τώρα, άντε πάτα το μαγνητοφωνάκι να γράφει».
Πόσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για τα Κίτρινα Γιλέκα ή για τον Κωστόπουλο και τις κλωτσιές που έφαγε; Αν όντως ενδιαφερόντουσαν θα έπρεπε να καεί η Αθήνα όπως έγινε με τον Γρηγορόπουλο. Είναι η ίδια σφαγή· τότε έγινε σε ένα παιδάκι, και τώρα έγινε σ' έναν άνθρωπο. Εμένα δεν με ενδιαφέρει αν αυτός είναι ντραγκ κουίν ή Στηβ Μακ Κουίν. Εμένα μ’ ενδιαφέρει το γιατί δεν κάηκε η Αθήνα ή γιατί κανείς δεν έπεσε πάνω τους μετά τη δεύτερη κλωτσιά.
Πια ο αντίκτυπος σε σχέση με το γεγονός δεν έχει καμία πυκνότητα. Υπάρχει ένας έρπων φασισμός σε όλες τις διαδικασίες ακόμη και στους εναλλακτικούς κι αυτό θα το καταλάβει κανείς στις διαπροσωπικές σχέσεις και όχι όταν μιλάμε για τα Κίτρινα Γιλέκα. Η απόσταση έχει σημασία. Όταν είσαι μακριά παίρνεις εύκολα θέση, από κοντά όλοι δυσκολεύονται.
Υπάρχει κτηνωδία, δεν υπάρχει εκπαίδευση, δεν υπάρχει μπούσουλας. Όταν αυτά λείπουν τότε εύκολα έρχεται η καταστολή. Όταν έχεις ανθρώπους στον αέρα, είναι εύκολο να τους καταστείλεις.
Από την Τουρκοκρατία και μετά όλες οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις είναι θολές και βρώμικες. Εδώ πάντα γίνεται συμμοριτοπόλεμος, αυτός καθόρισε την αστική τάξη. Αν έβαζες ημερομηνία 1750 σε αυτά που λέμε τώρα θα ήταν πιστευτό, τα ίδια ισχύουν.
Η Τέχνη θα εξαφανιστεί. Τα έχει πει ο Αξελός εδώ και τόσα χρόνια. Όταν η έκφραση είναι προσωπικό ζήτημα, προσωπικό με την έννοια του ατομικού, τότε δεν υπάρχει συλλογικό. Η Τέχνη στις απαρχές της ήταν συλλογική διαδικασία. Τώρα πια ο καθένας έχει το μαγαζάκι του και αντιμετωπίζει τον άλλον ανταγωνιστικά.
Αυτό με το ίντερνετ έχει παίξει τον ρόλο του. Δεν σου αρέσει μια σελίδα, κάνεις κλικ πας και στην επόμενη και μπορεί αυτές μεταξύ τους να απέχουν 3-4 διηπειρωτικούς πολιτισμούς. Τι εμπειρία προσφέρει αυτό και τι συνείδηση διαμορφώνει όποιος το χρησιμοποιεί;
Έχουν εκλείψει οι φωτισμένοι άνθρωποι, έχουν εκλείψει οι ήρωες, οι μεγάλες πράξεις. Θα υπάρξει ξανά Τσε Γκεβάρα; Το αποκλείω. Ο ψαράς στο Μάτι που έσωσε τους ανθρώπους είναι ήρωας, ανήκει στο 0,0001. Όμως για να αναδειχθεί ο ηρωισμός δεν πρέπει να υπάρχει θάνατος και καταστροφή. Πρέπει να υπάρχει μια αρμονική κατάσταση όπου οι ίδιες οι κοινωνίες θα προστατεύουν τους ήρωες επιτρέποντας να δρουν στο πλαίσιο τους ή θα γίνουμε αυτό που έχουμε γίνει, αυτό το πράγμα του Facebook που διαβάζεις για τους Αζτέκους και μετά για κάποιον που καταγγέλλει τον θάνατο ενός σκύλου και κάνεις ένα like αλλά τελικά πουθενά δε θα είσαι.
Δεν συμμετέχεις πια, είσαι σε απόσταση από την πραγματικότητα. Ωραία η κοινή γνώμη αλλά την πραγματικότητα την αντιλαμβάνεσαι περπατώντας στους δρόμους. Περπατάς στον δρόμο και τι βλέπεις από αυτά που συζητάμε εμείς περί Παπαδιαμάντη; Η μισή ανθρωπότητα είναι σκυμμένη στα κινητά. Τώρα για Τέχνη θα μιλήσουμε; Γι’ αυτό πολλές φορές δεν βρίσκω νόημα να μιλήσουμε γι’ αυτά, αφού φαίνονται από μόνα τους τα πράγματα.
Τα πάντα ξεκινούν από τις οικογένειες. Ας ασχοληθούν οι πολιτικοί πρώτα με τις οικογένειες και μετά με όλα τ’ άλλα.
Κάθε συζήτηση πρέπει να ξεκινάει με το ερώτημα «Τι χρόνος υπάρχει στις πράξεις των ανθρώπων και από ποιες διεργασίες ρυθμίζεται;». Όλοι λένε ότι δεν έχουν χρόνο γιατί όλοι κάτι κάνουν κι όμως τίποτα αξιόλογο και μεγάλο δεν παράγεται.
Το δομικό στοιχείο στις σχέσεις της ψηφιακής εποχής είναι η ταχύτητα. Αν πας σε έναν πυρηνικό φυσικό και τον ρωτήσεις τι δυνατότητες έχει η ταχύτητα θα σου απαντήσει: σύγκρουσης, έκρηξης, γρήγορης φθοράς αλλά σε καμία περίπτωση διαλεκτικής.
Η διαλεκτική δεν είναι ζήτημα του κομμουνισμού ή του Μπρεχτ. Η διαλεκτική έχει να κάνει με το πώς ζεις τον χρόνο. Εάν δεν έχεις χρόνο τελείωσε το πράμα.
Η μόνη μάχη που έχουν να δώσουν οι άνθρωποι, στον πνευματικό χώρο, είναι να κερδίσουν χρόνο. Εάν το κάνουν όμως βρίσκονται περιθωριοποιημένοι.
Ο χρόνος στον Παπαδιαμάντη είναι φυσιολογικός, ανθρώπινος, έχει όλες τις ταχύτητες και όχι μόνο δύο. Σήμερα κινούμαστε κοιμισμένα/αργά ή νευρωτικά/επιθετικά. Τι συζήτηση μπορούμε να κάνουμε σ' έναν πολιτισμό που ζει με αυτούς τους χρόνους; Μέχρι πού μπορεί να πάει; Ποια είναι η μοίρα του;
Ο συνδυασμός της ταχύτητας και του Εγώ είναι ολέθριος· αποκλείεται να μη φέρει ολοκληρωτισμό. Αν εγώ πρέπει να σε καταλάβω σε ένα θέμα αλλά δεν έχω χρόνο τότε αναγκαστικά ή θα σου επιβάλλω ή θα μου επιβάλλεις. Όσο πιο πολύ βιάζεσαι τόσο δυσκολεύεσαι να μάθεις και τελικά χρειάζεσαι πολύ περισσότερο χρόνο.
Όταν δεν υπάρχει χρόνος χάνονται οι αποχρώσεις και τα δήθεν περιττά. Θα φέρω ένα παράδειγμα από τον κινηματογράφο. Το πλάνο μιας άδειας καρέκλας μπορεί να πει περισσότερα για αυτά που αισθάνονται οι ήρωες από το να τους βλέπουμε να κλαίνε ή να χτυπιούνται. Η καρέκλα είναι «περιττή» αλλά τελικά δεν είναι. Με ποιον μοντέρ, που στην εποχή του facebook θα έχει δει 20 σελίδες σε 3 λεπτά, θα κάτσεις να κάνεις σοβαρή δουλειά, πού θα βρεις μοντέρ όντως να βλέπει.
Δες τα αγγεία της αρχαιότητας, πόσο αβίαστες είναι οι γραμμές. Σύγκρινε τα πρωτότυπα με τα αντίγραφα. Το χέρι το τωρινό είναι τόσο σφιγμένο, επειδή δεν έχει χρόνο, σφίγγονται όλοι οι μυς που υπάρχουν, από το διάφραγμα που αναπνέει μέχρι τους μυς της πλάτης, του ώμου, του βραχίονα μέχρι και τα δάχτυλα που κρατούν το μολύβι ή το πινέλο.
Το ίδιο ισχύει και στην πολιτική. Αυτός που μιλάει στην Βουλή έχοντας σαν βασική του σκέψη την κόντρα με τους αντιπάλους, κι όχι το θέμα που έχει να επιλύσει και ταυτοχρόνως τα λίγα λεπτά που του δίνει το Προεδρείο, θα καταναλώσει το 80% του χρόνου στην σύγκρουση. Αυτό γίνεται εσαεί και σε όλα τα κοινοβούλια.
Εάν σε μια παράσταση ο μέσος όρος ταχύτητας πέσει σε σχέση με τον μέσο όρο ταχύτητας στον οποίο κινείται καθημερινά ο θεατής τότε ο θεατής αυτός αρνείται να συμμετέχει. Δεν είναι καν θέμα επιλογής του, έχει οργανικά εθιστεί στην επιτάχυνση. Η επιτάχυνση έχει φτάσει στη νεύρωση και στην υστερία. Εάν πάω στο θέατρο και νιώσω ότι ο άλλος αργεί, σύμφωνα με μένα, να εκφράσει κάτι εγώ δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω. Έτσι συμβαίνει και στη ζωή. Στο θέμα της έλλειψης χρόνου και όχι μόνο οφείλεται αιώνες τώρα και το πολύ χαμηλό επίπεδο σχέσεων προσωπικών, επαγγελματικών κι όλων εν γένει των κοινωνικών σχέσεων.
Όλο αυτό οδηγεί στον ολοκληρωτισμό, στους Χρυσαυγίτες, στο ότι όλοι έχουν πάει προς την ακροδεξιά, ακόμη και οι αριστεροί έχουν μπει σε αυτό. Τους ακούω στο ραδιόφωνο να μιλάνε, ακούω τους ρυθμούς, όχι αυτό που λένε. Ο ρυθμός είναι το παν γιατί επιτρέπει ή αποτρέπει.
Αυτά που κάνω εγώ ή όποιος σαν κι εμένα είναι άχρηστα ασχέτως αν τα εκτιμούν σε ένα θεωρητικό πλαίσιο. Είναι άχρηστα γιατί δεν υπάρχει περιθώριο να λειτουργήσουν. Ο άνθρωπος που παράγει σε άλλους χρόνους δεν μπορεί να το κάνει σε χώρους που πάνε σε άλλες ταχύτητες. Δεν θα βρίσκει λοιπόν χώρους, το κοινό είναι λίγο, υπάρχει όμως η πραγματικότητα. Ο ιδιοκτήτης του χώρου θα έχει να πληρώσει φώτα, νερό, οτιδήποτε. Πορευόμαστε λοιπόν έτσι μέχρι να πέσουμε στα βράχια και να τελειώσει η ιστορία.
Ακόμη και η πυρκαγιά στο Μάτι τι ήταν; Έγινε λάθος στην εκτίμηση του χρόνου και χάθηκαν 100 άνθρωποι.
Προσωπικά συμβιβάστηκα στο να ζω με λίγα λεφτά αλλά το τι κέρδισα δεν λέγεται. Το να μην κυνηγήσω χρήματα με οποιονδήποτε τρόπο μου άφησε και άνοιξε χώρο και χρόνο τρομερό. Έμαθα απίστευτα πράγματα για τη ζωή και την Τέχνη, που κανένα πανεπιστήμιο ή δραματική σχολή δε θα μου δίδασκε. Δεν το λέω με το Εγώ μπροστά. Το λέω για μένα και για όσους έχουν κάνει την ίδια πορεία. Από την άλλη όμως δεν έχει νόημα κι αυτό είναι κοινωνική απόφαση. Εννοώ ότι εάν δεν έχεις στην αφετηρία σου άνεση οικονομική δεν σε βοηθάει καθόλου εδώ το σύστημα. Είναι κρίμα αν και η αξία η πνευματική δεν χάνεται. Απλώς είναι πρακτικό το ζήτημα. Πώς να βρεις τον χρόνο και τον χώρο για το θέατρο εάν πρέπει να τρέξεις με τα της καθημερινότητας;
Μέσα σε δύο χρόνια είδα τέσσερις μεγάλους δασκάλους από την Ανατολή. Ήμουν στην αρχή, τότε που έκανα την Αστροφεγγιά, τους Απέναντι, θέατρο πολύ. Είχα όμως θέμα με τη διαχείριση του χρόνου. Σκεφτόμουν «μήπως φταίω εγώ, μήπως είμαι πολύ χαλαρός;». Δεν ήμουν όμως, ήμουν μέσα στην τρέλα. Είδα λοιπόν ένα Ιάπωνα δάσκαλο σε σεμινάριο στο Πολυτεχνείο. Μας έδειχνε και σκληρά πράγματα, ακόμη και πώς σκοτώνεις έναν άνθρωπο και μετά πήγαινε στο παράθυρο και μας έδειχνε τα σύννεφα στον ουρανό. Μετά είδα έναν Ινδό δάσκαλο όπου είχε βάλει δυτικά όργανα στην συναυλία του και ήθελε να δείξει ότι δεν έχουν σημασία οι πολιτισμοί αλλά ο χρόνος. Στην ουσία δεν έπαιξε τίποτα αλλά με την αύρα του και με τους ήχους μας παρέσυρε όλους, όταν τελείωσε δεν ακουγόταν τίποτα. Τρίτο, είδα έναν σπουδαίο Ιάπωνα ηθοποιό ως Οιδίποδα στον Λυκαβηττό. Αυτός κι ο βοηθός του κοιμήθηκαν το προηγούμενο βράδυ πάνω στη σκηνή. Έδωσε κι ένα σεμινάριο και στο τέλος μοίραζε λουλούδια στους συμμετέχοντες. Ήθελε να τους δώσει να καταλάβουν ότι τα πράγματα θέλουν χρόνο για να ανθοφορήσουν. Και είδα και την Μήδεια του Νιναγκάουα, στον Λυκαβηττό. Όσοι το έχουν δει, θα το θυμούνται.
Πήρα λοιπόν αυτά τα τέσσερα μαθήματα-καταπέλτες από αυτούς τους σπουδαίους δασκάλους και κατάλαβα ότι εδώ είμαστε Μίκυ Μάους. Τα σταμάτησα όλα και καλά έκανα. Αισθάνομαι ευτυχής που γνώρισα τον χώρο της αρχαίας τραγωδίας, που μου έδειξε τι θα πει ποίηση, τι θα πει Τέχνη. Την ανθοφορία τη γνώρισα δουλεύοντας έτσι γιατί αλλιώς δε θα είχα λόγο να ταλαιπωρούμε αλλά θα έπαιζα κι εγώ στο Παλλάς και θα περνούσα καλά οικονομικά. Όμως ακριβώς επειδή τα γνώρισα αισθάνομαι υπόλογος και υπεύθυνος απέναντι τους. Δεν μπορώ να το παίξω τώρα τρία πουλάκια κάθονταν.
Πάει ένας σαμουράι σε έναν δάσκαλο και τον ρωτά «Τι είναι κόλαση και τι είναι παράδεισος;» με την έννοια του καλού και του κακού, του ηθικού και του ανήθικου. Τον ρωτάει ο δάσκαλος «Εσύ τι είσαι;», απαντάει ο άλλος «Εγώ είμαι σαμουράι». Τον τσιγκλάει ο δάσκαλος, του λέει « Σώπα ρε. Αμφιβάλλω αν μπορείς να με σκοτώσεις». Θυμώνει ο σαμουράι, τραβάει το ξίφος, το σηκώνει ψηλά κι ακούει μια φωνή «Τώρα είσαι στην κόλαση», το χαμηλώνει κι ακούει τη φωνή «Τώρα είσαι στον παράδεισο».
Μόλις σε ενοχλήσει το Εγώ σου παύεις να σκέφτεσαι, σταματάει η διαλεκτική. Βάλτο αυτό στην πολιτική, στην τέχνη, στην οικογένεια. Γι’ αυτό χρειάζεται ο χρόνος, για να μη σε παρασύρει το Εγώ, για να κάτσεις να σκεφτείς.
Κι εγώ είχα κι έχω μεγάλη πάλη και κόντρα με τον εγωισμό μου, μέχρι να βρω τον χρόνο μου. Έκανα τάι τσι, πάλεψα και παλεύω με τον εαυτό μου μέχρι να βρω τον ρυθμό. Χτυπήθηκα με το Εγώ μου, όπως και άλλοι βέβαια που κινούμαστε στους ίδιους δρόμους. Κάποιες φορές ανοίγει ο χρόνος και βρίσκω τα μέτρα μου, κάποιες άλλες όχι. Όπως και να 'χει, συνεχίζω την πάλη με το Εγώ.
Τώρα τι θα γράψεις απ’ όλα αυτά…