Τα τελευταία χρόνια συνέβαινε κάτι το παράξενο. Κάθε Δευτέρα απόγευμα ο Θεοδόσης Μίχος μας έστελνε μια φωτογραφία από το Galaxy όπου πήγαινε για το ποτό του.
Με τον απόηχο του Σαββατοκύριακου, και τη μουντάδα της πρώτης εργάσιμης μέρας, ήταν δύσκολο να καταλάβω γιατί κάποιος να πηγαίνει μόνος για ποτό και να μην ανιμετωπίζει τις θάλασσες των γουϊκέντερς.
Η απάντηση ήρθε με την «Αλκμήνη και οι Άλλοι». Όσο κάποιοι βουρλίζονταν στις μπάρες, ο Θεοδόσης έγραφε το δεύτερο του βιβλίο. Το πρώτο, «Κράτα το Σόου» ήταν μια σειρά διηγημάτων που περιδιάβαναν με εναλλακτικό τρόπο τα τελευταία 20 χρόνια της ελληνικής ιστορίας.
Στο πρώτο του μυθιστόρημα, έχοντας σαν κεντρικό πρόσωπο τη «γιαγιά Αλκμήνη» ξεκινά από πιο πίσω, από τον Μεσοπόλεμο για να φτάσει μέχρι σήμερα. Μπορεί το βιβλίο να παρουσιάζεται ως «η ιστορία μιας χώρας μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας», εγώ όμως αυτό που είδα είναι περισσότερο στιγμιότυπα μιας ελληνικής οικογένειας που μπορώ να ταυτιστώ, εικόνες που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο έχω δει, βιώματα που έχει περάσει ο καθένας μας. Κάθε ελληνική οικογένεια είναι από μόνη της ένα μυθιστόρημα.
Τόπος της «Αλκμήνης» είναι ο Βόλος όπου είναι και η καταγωγή του Θεοδόση. Εμείς γνωριστήκαμε στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε το πρωί στο Μαρούσι όπου κάνει την πρωϊνή εκπομπή του Best 92.6 (μαζί με τη Νίκη Χάγια) και μετά στην Popaganda όπου είναι από τους συνιδρυτές του site.
Δεν ήταν και δύσκολο να βρεθούμε να πιούμε ένα καφέ.
Φαίνεται ότι στο γράψιμο είσαι λίγο πιο χαλαρός στο δεύτερο. Σαν να έχεις περάσει την «κρυάδα» του πρωτοεμφανιζόμενου; Στο δεύτερο βιβλίο ήταν πολύ πιο ωραία η διαδικασία. Το είχα πει και στους εκδότες μου, ότι και τίποτα να μη γινόταν, εγώ ένιωθα μια χαρά. Κατά κάποιο τρόπο μου αρέσει που εκδόθηκε μέσα στην πανδημία και δεν θα γίνουν παρουσιάσεις…
Όταν λες «διαδικασία» πώς το εννοείς; Λειτουργούσα μ’ ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Σκεφτόμουνα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας και είχα πλάνο ότι Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή θα μένω μέσα να γράφω. Όταν λειτουργούσε το σύστημα, έφτανε Κυριακή και είχα γράψει, τότε ένιωθα φοβερά ικανοποιημένος με τον εαυτό μου.
Είναι δύσκολο πράγμα η συγκέντρωση πια. Βγήκε μια έρευνα που λέει ότι δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε να κάνουμε δέκα λεπτά κάτι απερίσπαστοι. Είναι! Στην περίπτωση μου το θέμα ήταν να πάρω απόφαση. Μετά δεν είχε γυρισμό.
Ζηλεύω αυτούς που πάνε έξι μήνες σ’ έναν πύργο στο Πήλιο και γράφουν ένα βιβλίο χωρίς να τους αποσπά τίποτα. Το έψαξα αλλά μου φαίνεται τρομερά βαρετό. Θέλω το σπίτι μου, την ησυχία μου, τα πράγματα μου να είναι στη θέση τους. Άμα είχα πάει σ’ έναν πύργο στο Πήλιο θα ήμουν στη φύση και θα έπινα τσίπουρα. Θέλω να βλέπω το γράψιμο σαν δουλειά, να είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μου.
Πώς διάλεξες την «Αλκμήνη» σαν κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος; Είναι η μυθιστορηματική εκδοχή της γιαγιάς μου. Όταν ήμουν μικρός στο Βόλο, περνούσα ατελείωτες ώρες στο σπίτι της, στη Νέα Ιωνία. Ήταν κέντρο διερχομένων. Μαζεύονται θειάδες, μπαρμπάδες, και είχα τη συνήθεια να κάθομαι κάτω από το τραπέζι και ν’ ακούω τι λένε. Θυμάμαι να χαζεύω αυτές τις κάλτσες που έκοβαν το αίμα στα πόδια των γυναικών.
Σου άρεσε αυτό; Περνούσα πολύ χρόνο με τη γιαγιά μου. Ακόμα και μεγάλος στην εφηβεία. Εκεί έκλεψα τα πρώτα τσιγάρα από τον παππού μου και τα έκανα στο πλυσταριό.
Ας επιστρέψουμε στη γιαγιά σου. Ναι, ήταν μια πολύ κυριαρχική φυσιογνωμία. Η οικογένεια μου ήταν ένα παράδειγμα οικογένειας με μητριαρχική δομή χωρίς να το ξέρουν. Σε αυτή τη δομή, η Αλκμήνη ήταν ο «Πάπας» που πήγαιναν όλοι να ζητήσουν συμβουλές, να δώσει λύσεις, ήταν αυτή τέλος πάντων που είχε τον τελευταίο λόγο.
Γιατί συνέβαινε αυτό; Ήταν διάολος. Τα μαγείρευε όπως ήθελε για το καλό της οικογένειας. Είχε γράψει μέσα μου από πολύ μικρός ότι οι παππούδες μου ήταν αντιστασιακοί και ότι η Αλκμήνη έχει βασανιστεί επειδή έκρυβε αντιστασιακές εφημερίδες.
Το αναφέρεις και στο βιβλίο. Είναι αληθινές δηλαδή οι ιστορίες; Πήρα ψήγματα από αληθινά περιστατικά και τ’ άλλαξα εντελώς. Γι’ αυτό επιμένω ότι είναι μυθιστόρημα απλά υπάρχουν μέσα ιστορικά στοιχεία μέσα έπρεπε να ξέρω τι και πως έγιναν ακριβώς.
Κάθε οικογένεια έχει τα μυθιστορηματικά της πρόσωπα και δεν είναι απαραίτητα καλοί χαρακτήρες. Προφανώς. Όταν ξεκίνησα να το γράφω δεν σκεφτόμουνα ότι η Αλκμήνη είναι μια γυναίκα μοναδική στο είδος της. Πάρα πολλοί άνθρωποι της γενιάς της έζησαν τα ίδια πράγματα.
Άλλαξες τελείως το γλωσσικό σου ύφος για να την «προσεγγίσεις». Το βασικό που άλλαξε είναι ότι έγραψα σε τρίτο πρόσωπο. Αυτό που ήθελαν ήταν να μην υπάρχουν συναισθηματισμοί στην αφήγηση. Ο αφηγητής να είναι στεγνός και τα όποια συναισθήματα να είναι των ηρώων. Το ξαναδιάβασα αυτό το βιβλίο. Το «Κράτα το Σόου» δεν το είχα διαβάσει. Αυτό που παρατήρησα είναι ότι δεν χρησιμοποίησα τόσο πολύ μακροπερίοδες προτάσεις. Ήθελα να δω αν μπορώ να κάνω κάτι άλλο.
Σε παρέσυραν και οι ήρωες σου για να γράψεις έτσι. Ήθελε πιο κοφτά. Ισχύει. Επίσης, εκτός από την Αλκμήνη δεν υπάρχει κανένα άλλο όνομα.
Σου έτυχε και καλό όνομα, το «Αλκμήνη». Φτιάχνεις τίτλο, ταιριάζει και το «οι άλλοι.»
«Οι άλλοι» έχουν αρκετό χώρο στο βιβλίο, δεν είναι κομπάρσοι. Στην αρχή είχα φτιάξει μια σκαλέτα με τα συμβάντα που πίστευα ότι θα είναι ο κορμός του κάθε κεφαλαίου. Αυτό άλλαξε με το ψάξιμο. Μετά έκανα συνεντεύξεις με τους άμεσα εμπλεκόμενους και με την ίδια την Αλκμήνη.
Συνεντεύξεις πάνω σε πράγματα που ήθελες να μάθεις; Για πράγματα που ήθελα να μάθω και τα στοιχεία τ’ άλλαζα κατά βούληση. Ήθελα να έχω την πραγματικότητα στο μυαλό μου και μετά της άλλαζα τα φώτα ανάλογα με το τι με βόλευε μυθοπλαστικά. Αυτό που δεν πείραζα καθόλου ήταν τα ιστορικά στοιχεία. Δεν έγραψα ότι ο Παπανδρέου βγήκε για πρώτη φορά το ‘85.
Θα ήθελες να ζήσεις στα χρόνια που περιγράφεις; Έχω μια πετριά με τη δεκαετία του ‘80 αλλά είμαστε πολύ καλύτερα τώρα. Αλλά ούτε στο χειρότερο εχθρό σου, να περάσουν αυτά που έζησε η Αλκμήνη. Εντάξει και εμείς έχουμε τα προβλήματά αλλά αυτοί πέρασαν τον Πόλεμο, τον Εμφύλιο και μετά την ανέχεια. Δεν είχαν να φάνε οι άνθρωποι. Νομίζω δεν μπορούμε να διανοηθούμε πώς είναι να ζουν σ’ ένα δωμάτιο και να χτίζουν το επόμενο με άχυρα.
Αυτοί έπαιρναν ένα οικόπεδο και έφτιαχναν ένα σπίτι με τα χέρια τους. Εμείς είμαστε πιο μαλθακοί. Το δική μας ζωή δεν μπορούσαν να τη φανταστούν καν. Φαντάσου ταξίδεψαν από τη Μακρινίτσα στο Βόλο και ήταν σαν να πηγαίνουν στο εξωτερικό. Παράτησαν το σπίτι τους, ρήμαξε και κάποιος το καταπάτησε. Εμάς μας καίει συνέχεια, αν θα ξαναπάμε ταξίδι γρήγορα στο εξωτερικό, αυτή είναι η διαφορά.
Δημιουργεί προβλήματα ακόμα και η «καλή οικογένεια»; Υπάρχει αυτό το κλασικό ότι θέλοντας και μη οι γονείς σου, θα σου δημιουργήσουν ψυχολογικά προβλήματα. Ακόμα και μια καλή οικογένεια μπορεί να σου δημιουργήσει το πρόβλημα ότι η «καλή οικογένεια» είναι μονόδρομος και μετά να νιώθεις άσχημα που δεν έχεις καταφέρει εσύ να κάνεις μια «καλή οικογένεια». Όταν είσαι δηλαδή σε μια οικογένεια που δεν υπάρχει διαζύγιο, μπορεί να νιώσεις ότι έχεις αποτύχει οικτρά στη ζωή σου αν χωρίσεις. Οπότε, ναι, το ψυχολογικό πρόβλημα δεν το γλυτώνεις.
Διαιωνίζονται αυτά τα προβλήματα ή σταματά κάποια στιγμή; Σε κάποιο βαθμό αλλάζουν. Αν έκανα παιδί, μπορεί σε κάποια πράγματα να προσπαθούσα να τα κάνω διαφορετικά από ότι ο πατέρας μου και πιο πίσω η γιαγιά μου.
Αυτή η ψευδαίσθηση ό,τι τα κάνεις καλύτερα. Ε, ναι φτάνουμε σε αυτό που είπαμε πριν, ότι αναπόφευκτα θα του δημιουργήσεις ψυχολογικά προβλήματα.
Λύνεις διάφορα ψυχολογικά προβλήματα με το γράψιμο; Δηλαδή, έκανες συνεντεύξεις στην οικογένεια σου, μήπως μέσα από αυτές βρήκες και κάποιες απαντήσεις που έψαχνες ο ίδιος; Κατάλαβα πολύ περισσότερο τις πραγματικές εκδοχές των μυθιστορηματικών ηρώων μου. Τον πατέρα μου, τη μάνα μου γιατί έκαναν κάποια πράγματα. Αυτό δε σημαίνει ότι συμφωνώ απαραίτητα και με τις πράξεις τους.
Μπορούσες να πάρεις όμως αποστάσεις; Ναι ήταν εύκολο. Το μόνο που σκεφτόμουνα, ήταν ότι επειδή είναι μυθοπλασία, έγραψα κάτι πράγματα ακραία γι’ ανθρώπους που θ΄αναγνώριζαν τους εαυτούς τους, είχα μια ανησυχία για το πως θα το πάρουν. Απ’ ότι τσέκαρα μέχρι στιγμής είναι όλα καλά.
Το σπίτι της Αλκμήνης υπάρχει ακόμα; Ναι, πήγα πρόσφατα. Έχουν χτιστεί και κάτι πολυκατοικίες γύρω γύρω. Μπορώ να σου πω ότι δεν έχει και μεγάλη διαφορά από τότε που ήμουν εγώ πιτσιρικάς. Απλά τα βλέπω λίγο πιο μικρά. Απορώ πως ζούσαν 8 άνθρωποι σε τόσο μικρό σπίτι.
Πώς είναι όταν τελειώνει το γράψιμο του βιβλίου; Απογοήτευση. Όταν τελείωσε το πρώτο ήμουν πολύ στα πάνω μου. Στην Αλκμήνη, απογοητεύτηκα που τελείωσε η διαδικασία να νιώθεις ότι εξυπηρετείς ένα υψηλό κάλεσμα όπως η λογοτεχνία. Νιώθεις ότι είναι ανώτερο από τη δημοσιογραφική δουλειά, από τις συνεντεύξεις, από τις υποθέσεις σου. Γράφεις ένα βιβλίο, δεν κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Όταν τελείωσε ήταν σαν να έληξε ένα μεγάλο, ωραίο πάρτι.