...σε συνέχεια της συζήτησής μας πριν από 10 χρόνια (στην ανάλογη έκδοση του βιβλίου “10 χρόνια Θέατρο του νέου Κόσμου” εκδ. 2008).
To Θέατρο του Νέου Κόσμου είναι, αναμφισβήτητα, ένας ζωντανός και δραστήριος οργανισμός. Το 2017 έκλεισε 20 χρόνια συνεχούς παρουσίας στον θεατρικό χώρο, με σχεδόν τον καθένα μας να έχει περάσει από εκεί. Το θέατρο, με πάνω από 200 παραγωγές και συμπαραγωγές, δεν σταμάτησε να προτείνει νέες ιδέες και θεσμούς, που προωθούν τη θεατρική εμπειρία και δίνουν βήμα σε νέες ιδέες και πρωτοβουλίες.
Η καθιέρωση του θεάτρου για παιδιά που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα, το εφηβικό θέατρο, τα φεστιβάλ νεανικής δημιουργίας (Devised Theatre), οι συστηματικές περιοδείες σε όλη την Ελλάδα, οι επιλεγμένες συμπαραγωγές με άλλες θεατρικές ομάδες, είναι μερικά από τα αυτά που συνέβησαν στην 20ετία του θεάτρου, ακόμα και στα χρόνια της κρίσης. Ξαναπιάνοντας το νήμα μιας κουβέντας –το πρώτο μέρος της οποίας είχε δημοσιευτεί στην επετειακή έκδοση για τα 10 χρόνια του θεάτρου– με τον ιδρυτή και ψυχή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, βρήκαμε την ευκαιρία να θυμηθούμε μερικά από αυτά μαζί.
Φέτος γιορτάζουμε τα 20χρονα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Τι συνέβη μέσα σε αυτά τα χρόνια; O χρόνος είναι παράξενο πράγμα. Περνάνε τα 20 χρόνια χωρίς να το καταλάβεις. Όπως κι αν το κάνουμε όμως, η συμπλήρωση 20 χρόνων είναι μια στιγμή για απολογισμό, να ξανασκεφτείς με τι στόχους και με ποιους ανθρώπους ξεκίνησε το θέατρο αυτό. Κι επίσης μια ευκαιρία να θυμηθούμε πολλούς ανθρώπους, που στο ξεκίνημα μας στήριξαν ουσιαστικά, για να γίνει αυτό το θέατρο από το μηδέν.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα του θεάτρου; Πριν από το μηδέν, όταν βρήκα τα καθίσματα, που ακόμα αυτά έχουμε στο θέατρο, από έναν κινηματογράφο στην Κηφισίας. Πέρναγα από εκεί και είδα τα καθίσματα στοιβαγμένα, γιατί τον ανακαίνιζαν. Τα ζήτησα εντελώς αυθόρμητα κι εκείνοι μου τα έδωσαν, γιατί έτσι κι αλλιώς πήγαιναν για πέταμα. Δεν ήξερα πού να τα πάω. Μια φίλη, η Μαίρη Παπαλιού, μας πρότεινε να τα φυλάξουμε σε μια αποθήκη που είχε. Τα πήγαμε εκεί, όπου περίμεναν να έρθει η ώρα να χρησιμοποιηθούν. Πάλι τελείως τυχαία, γιατί είχα χάσει το δρόμο, βρέθηκα να περνάω από την Αντισθένους το 1996 και στη γωνία βλέπω ένα ωραίο εγκαταλειμμένο κτίριο.
Δηλαδή τα καθίσματα τα βρήκες πριν καν να έχεις σκεφτεί να φτιάξεις ένα θέατρο; Ακριβώς. Το συζητούσα μεταξύ αστείου και σοβαρού, χωρίς κανείς να το πολυπιστεύει. Το μόνο που είχε προηγηθεί είναι ότι είχαμε ανεβάσει σε δική μας παραγωγή τη Φιλονικία του Μαριβώ στον Τεχνοχώρο υπό σκιάν στην Μαυρομιχάλη, που πήγε πάρα πολύ καλά. Επειδή έχω ένα παρελθόν, κυρίως από θεατρικές ομάδες, όπου αναγκάζεσαι να επινοείς λύσεις, πάντα με ενδιέφεραν οι βιοτεχνικοί ή βιομηχανικοί χώροι, που θα μπορούσαν να γίνουν θεατρικοί. Ήταν ένα ρεύμα αυτό τότε, η αξιοποίηση των παραμελημένων κτιρίων της πόλης γενικά, και το υπουργείο χωροταξίας και περιβάλλοντος (με υπουργό τον Κώστα Λαλιώτη) στήριζε αυτές τις μετατροπές πρώην βιομηχανικών χωρών σε πολιτιστικούς χώρους. Εκείνη την εποχή το να είσαι σε ένα βιομηχανικό χώρο, έναν χώρο που αρχικά είχε άλλη χρήση, αποτελούσε μια καινοτομία που αργότερα έγινε συνήθεια. Αυτός ο χώρος, στην Αντισθένους και Θαρύπου, ανήκε παλιά στη Ζυθοποιία ΦΙΞ κι έπειτα πέρασε στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας, η οποία τον έβγαλε σε πλειστηριασμό. Συμμετείχα και αγόρασα το χώρο, με τη βοήθεια και την υποστήριξη πάρα πολλών φίλων.
Βρήκαν δηλαδή και άλλοι καλή αυτή την ιδέα; Ναι. Θέλω εδώ να μιλήσω για τη Σούλα Αθανασιάδου, που τότε κάναμε πρόβες για να ανεβάσουμε τον Κοινό Λόγο, που θα παιζόταν πρώτα στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της πολιτιστικής πρωτεύουσας. Πήγα την επομένη του πλειστηριασμού στην πρόβα και είπα ότι πήρα μέρος και πλειοδότησα σ’ έναν διαγωνισμό για μια αποθήκη του ΦΙΞ κι έπρεπε να μαζέψω κάποια εκατομμύρια (δραχμές) για να δώσω προκαταβολή μέσα σε ένα μήνα. Η Σούλα λοιπόν, που δούλευα πρώτη φορά μαζί της, έδειξε την μεγαλύτερη γενναιοδωρία που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ενώ δεν ζήτησα τίποτα, απλώς τους ενημέρωσα, μου είπε «έχω κάποια χρήματα (ανέφερε ένα σεβαστό ποσό) στην τράπεζα για τα γεράματά μου, πάρ’ τα». Βούρκωσα. Ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος που τον γνώριζα δυο μήνες μόνο, να μου εμπιστευτεί όλα τα χρήματά του; Αυτό είναι η Σούλα.
Πού οφείλεται η επιτυχία του θεάτρου; Έχει πολύ να κάνει με τον χαρακτήρα μου, με τον τρόπο που λειτουργώ, με κάποια ικανότητα να εμπνέω και να κινητοποιώ ανθρώπους γύρω μου. Και θα το συνδέσω με το σήμερα: Πριν από σκάρτα δυο χρόνια ανέλαβα το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και μάλιστα σε κρίσιμη φάση, δηλαδή στην οριακή κατάσταση του να μην γίνει, λόγω των γνωστών θεμάτων. Τον Απρίλιο του 2016, ενώ έπρεπε σε πέντε εβδομάδες να οργανωθεί πρόγραμμα –γι’ αυτό και είμαι σίγουρος πως εκείνη τη στιγμή δεν θα αναλάμβανε κανένας άλλος–, εγώ το ανέλαβα, όχι τόσο γιατί ήθελα τη θέση, αλλά γιατί έτσι λειτουργώ. Δηλαδή έβαλα ακριβώς την ίδια ενέργεια (εντυπωσιάστηκα κι εγώ από τον εαυτό μου) στο φεστιβάλ, όπως είχα κάνει για να φτιάξω το θέατρο αν και 20 χρόνια μεγαλύτερος. Αυτό δεν έχει αλλάξει στο χαρακτήρα μου: δεν κάθομαι να σκεφτώ, ούτε τότε ούτε τώρα, το πώς πρέπει μεθοδικά και οργανωμένα να ξεκινάς κάτι με οικονομική τεχνογνωσία και management. Εγώ ορμάω στα πράγματα. Είναι θέμα προσωπικότητας, ταμπεραμέντου και πείσματος. Από κει και πέρα, βέβαια, η επιτυχία ενός θεάτρου είναι συνάρτηση πολλών πραγμάτων: καλλιτεχνικό στίγμα, επιλογή συνεργατών, συμπράξεις, νέες ιδέες και πολλή πολλή δουλειά.
Το Θέατρο του Νέου Kόσμου στην πορεία των 20 χρόνων του, κατά τη γνώμη τη δική μου και πιστεύω και άλλων ανθρώπων, έχει επιδείξει μια συνέπεια και στους στόχους του και στον τρόπο που έχει αγκαλιάσει και άλλες θεατρικές παρέες. Θα έλεγα ότι υπήρχαν και οι δύο αυτές κατευθύνσεις από την αρχή. Από τη μία οι παραστάσεις που ήθελα να κάνω εγώ σαν σκηνοθέτης και από την άλλη το θέατρό μας, που θέλαμε να είναι ένας χώρος συνάντησης και συνομιλίας, συνδιαλλαγής με νεότερες δυνάμεις, ομάδες είτε πρόσωπα. Εγώ το βρίσκω πολύ δημιουργικό, το να έρχεσαι σε επαφή με άλλους ανθρώπους, κυρίως νέους, και μάλιστα μέσα στο σπίτι σου. (Αυτό το προνόμιο το έχουνε κυρίως οι δάσκαλοι, που είναι σε καθημερινή επαφή με τις νέες γενιές ανθρώπων.) Πιστεύω ότι, αφήνοντας στην άκρη τι μπορεί να προσφέρει ο καθένας μας, σημασία έχει τι μπορούμε να προσφέρουμε όλοι μαζί. Οι συμπαραγωγές είναι από τους βασικούς άξονες του θεάτρου μας· αυτό ναι, είναι ένα βήμα για νέες ομάδες. Θέλουμε να διαθέτουμε το χώρο μας σε ομάδες που δεν έχουν στέγη. Φέρνουν μαζί τους νέο αέρα, καινούργιες ιδέες.
Θα ήθελα να απομονώσεις και να μας πεις κάποιες ευτυχείς στιγμές στο Θέατρο του Νέου Κόσμου αυτά τα 20 χρόνια. Ο Κοινός Λόγος, εμβληματική παράσταση και ιδρυτική βέβαια, που έμεινε και αρκετά χρόνια στο ρεπερτόριό μας. Είχε προηγηθεί η Φιλονικία του Μαριβώ, από την οποία προέρχεται και το λογότυπο του θεάτρου μας. Αμέσως μετά θα έβαζα την Βρομιά, τις Σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας, τον Υπολοχαγό του Ίνισμορ, το Motortown, το Σφαγείο, τα Ορφανά, ακόμα και μια παράσταση που έκανα εκτός Θεάτρου του Νέου Κόσμου, αλλά καθοριστική για μένα, τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη στο Εθνικό Θέατρο, γιατί κατάλαβα (στην πράξη τα καταλαβαίνεις αυτά) πόσο σημαντικός συγγραφέας είναι ο Αριστοφάνης και πόσο μου αρέσει να κάνω πράγματα που έχουν χιούμορ, ακόμα και όταν είναι δραματικά τα έργα, να βρίσκω χαραμάδες με χιούμορ ή σαρκασμό. Μετά από αυτό, το Θέατρο του Νέου Κόσμου σιγά-σιγά άνοιξε στον τρόπο που κινεί τις παραγωγές, δεν περιορίστηκε μόνο μέσα στο κτίριο του Νέου Κόσμου, ακριβώς γιατί αυτή η επαφή με το αρχαίο δράμα άνοιξε έναν νέο δρόμο επικοινωνίας με το –θερινό κυρίως– κοινό σε όλη την Ελλάδα. Εδώ και μερικά χρόνια το Θέατρο του Νέου Κόσμου κάνει τακτικές καλοκαιρινές περιοδείες.
Εσύ πώς επιλέγεις τα έργα που σκηνοθετείς; Μπορώ να μιλήσω εκ του αποτελέσματος. Ποτέ δεν ξεκινάς και λες «θα το πάω προς τα εδώ ή προς τα εκεί», οι κατευθύνσεις αλλάζουν, πρέπει να αλλάζουν. Αν υπάρχει συνέπεια είναι ότι με αφορούν πάρα πολύ τα σύγχρονα έργα, αυτά που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία. Το θέμα του ξένου, του πρόσφυγα, υπήρχε στην πρώτη μας παράσταση, τον Κοινό Λόγο, που μίλαγε, μέσα από γυναικεία ματιά, για τον Έλληνα ως πρόσφυγα, από την Μικρά Ασία και από άλλα μέρη, τον Πόντο, την Καππαδοκία και πάει λέγοντας. Το δεύτερο έργο ήταν η Βρομιάτου Pόμπερτ Σνάιντερ για έναν Ιρακινό πρόσφυγα στην Ευρώπη, τότε, το 1997, όταν εμείς ακόμα δεν είχαμε προβλήματα φανερά σε σχέση με την αντιμετώπιση των ξένων. Είχαμε εμπειρία παλαιότερα με τους Έλληνες πρόσφυγες ή πώς πήγαινε ο Έλληνας μετανάστης, αλλά το πώς αντιμετωπίζουμε εμείς τον ξένο φάνηκε σιγά-σιγά και αγρίεψε με τα χρόνια και την παρουσία κυρίως της Χρυσής Αυγής. Μέχρι και την περσινή μου παράσταση, την Λαμπεντούζα, όπου μιλάμε για τους απανταχού πνιγμένους πρόσφυγες της Μεσογείου, ναι, πράγματι είναι θέματα που επανέρχονται ξανά και ξανά στα 20 χρόνια... Ο Σάιμον Στήβενς στο Motortown εξέταζε το τι σημαίνει πόλεμος, τι σημαίνει βία, τι σημαίνει ρατσισμός. Φέρνω το παράδειγμα του Σάιμον Στήβενς, επειδή το έργο του δεν είναι μονοδιάστατο, από μία πλευρά δηλαδή είναι ο πόλεμος του Ιράκ και πώς αυτό επηρεάζει ανθρώπους, τους τρελαίνει, πώς κουβαλούν αυτή την τρέλα και μετά την επιστροφή τους στην πατρίδα, πώς οδηγούνται σε μεγαλύτερη βία μέσα στην καθημερινή τους ζωή. Αυτό έχει να κάνει με μια δική μου θέση, μια στάση πολιτική. Η φετινή επιλογή, το Heisenberg, ένας ακόμα Σάιμον Στήβενς 10 χρόνια μετά, είναι διαφορετικό έργο, όχι στενά πολιτικό, που το φωτίζει η πίστη στο θαύμα της ζωής, ακόμα κι όταν η κλεψύδρα εξαντλείται. Ούτε αυτό είναι άσχετο από την κοινωνία, καθόλου μάλιστα. Θεωρώ ότι το θέατρο είναι τέχνη πολιτική, κι εγώ κάνω πολιτικό θέατρο με θέματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε, με τα γεγονότα που συμβαίνουν, με τις ανθρώπινες σχέσεις, τις ευθύνες όλων μας, τη σύγκρουση του ατόμου με την εξουσία. Κυρίως με ενδιαφέρει η σημερινή ευαισθησία. Ένα θέατρο που θέτει ερωτήματα και αφήνει τον θεατή να τα επεξεργαστεί. Είμαι από τους σκηνοθέτες που με αφορά πάρα πολύ το κείμενο. Θαυμάζω τους σκηνοθέτες που μπορούν να κάνουν από το τίποτα κάτι, μια παράσταση χωρίς κείμενο, αλλά εγώ δεν είμαι έτσι. Από την άλλη δεν με ενδιαφέρει να έχω ένα φανερό στίγμα, με την έννοια μιας φόρμας, στην φόρμα σε οδηγεί το κάθε έργο.
«Θεωρώ ότι το θέατρο είναι τέχνη πολιτική, κι εγώ κάνω πολιτικό θέατρο με θέματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε, με τα γεγονότα που συμβαίνουν, με τις ανθρώπινες σχέσεις, τις ευθύνες όλων μας, τη σύγκρουση του ατόμου με την εξουσία.»
Βασικός συνεργάτης είναι η Κοραλία Σωτηριάδου στην επιλογή του ρεπερτορίου; Ναι. Η Κοραλία δεν βρίσκεται, όπως μπορεί να νομίζει κανείς, από πίσω (σύμφωνα με το γνωστό κλισέ), η Κοραλία είναι δίπλα και μπροστά όσο και εγώ. Απλώς είναι διαφορετική προσωπικότητα, δεν της δίνει ευχαρίστηση να προβάλλεται και να φωτογραφίζεται. Μπορεί κάποιες πρωτοβουλίες, ειδικά το να γίνει ένα θέατρο (που ήταν μια παρανοϊκή κίνηση), να τις έχω πάρει εγώ, και να μην με εμπόδισε και να τις στήριξε, αλλά ως προς τις επιλογές τις καλλιτεχνικές νομίζω είναι λίγο να λέω ότι είναι δίπλα μου: όλα τα πράγματα τα διαμορφώνουμε όλα αυτά τα χρόνια μαζί. Η επιλογή των έργων λοιπόν είναι ειδικά ένας τομέας που εμπλέκεται πάρα πολύ η Κοραλία, αλλά βέβαια και στις υπόλοιπες επιλογές για συνεργασίες κλπ. Πάνω της είναι και όλο το εκδοτικό κομμάτι (με τη βοήθεια της άλλης κολόνας του θεάτρου, της Μαρίας Παπαλέξη), είναι μια δουλειά που τη γνωρίζει (εκτός από τη μετάφραση, όπου τη θεωρώ πολύ καλή), γι’ αυτό και οι εκδόσεις μας είναι άρτιες όλα αυτά τα χρόνια, και αισθητικά και από την πλευρά της επιμέλειας. Και τώρα που, λόγω του χρόνου που με απασχολεί το Φεστιβάλ Αθηνών, έχει αναλάβει το θέατρο ο γιος μου ο Μίλτος, η Κοραλία είναι πάντα ενεργή. Αυτή επιμελήθηκε και τον τόμο-λεύκωμα για τα 20χρονα του θεάτρου. Εγώ σ’ αυτή τη φάση περιορίζομαι στο να σκηνοθετώ.
Πώς βρίσκεις τους ηθοποιούς σήμερα; Πριν από 10 χρόνια είχες απαντήσει με μεγάλη θέρμη για το τι είναι ο ηθοποιός σήμερα, τι είναι το «νέο αίμα». Η νέα γενιά συνεχώς βελτιώνεται. Αυτό συμβαίνει και στο θέατρο. Μου κάνει πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση η διαφορά που έχει απ’ τις προηγούμενες γενιές, το πόσο οι σημερινοί ηθοποιοί είναι πιο υποψιασμένοι, πιο διαβασμένοι, έχουν κάνει περισσότερα εργαστήρια. Πολλά παιδιά σήμερα ταξιδεύουν έξω, πολύ περισσότερα από την δικιά μου τη γενιά, έχουν δουλέψει πάρα πολύ το σώμα τους, την κίνησή τους, τη φωνή τους, παίζουν μουσικά όργανα… Νιώθουν δηλαδή ότι για να μπορούν να βρούνε δουλειά (ακόμα και από αυτήν την πλευρά να το πιάσουμε), πρέπει να είναι πιο επαρκείς, να έχουν πολλά εφόδια. Αυτό το θαυμάζω πολύ.
Υπάρχει κάτι που έχει χαθεί; Όχι δεν νομίζω ότι έχει χαθεί τίποτα. Κι αν έχει χαθεί κάτι, κάτι άλλο έχει κερδηθεί. Τα πράγματα βέβαια αλλάζουν, σίγουρα με μεγαλύτερη ταχύτητα στην εποχή μας. Όμως δεν πιστεύω στο «κάθε χρόνο και χειρότερα». Αν ήταν έτσι, δε θα είχε μείνει λίθος επί λίθου στην κοινωνία. Το περιβάλλον πάντως είναι ένα θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει πολύ σοβαρά.
Από την εμπειρία που έχεις αποκτήσει τώρα με το Φεστιβάλ, όταν κάποια στιγμή λήξει η θητεία σου εκεί, τι εμπειρία έχεις να μεταφέρεις ξανά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου; Σε διαφορετική φυσικά κλίμακα, τα πράγματα δεν είναι άσχετα μεταξύ τους. Η εμπειρία μου από το θέατρο –που είναι πολύ μεγαλύτερη από 20 χρόνια, γιατί είχα δουλέψει σαν ηθοποιός και σκηνοθέτης άλλα 15 χρόνια πριν– με έκανε να τολμήσω να αποδεχτώ τη θέση του διευθυντή του Φεστιβάλ. Εκείνο που μετέφερα στο Φεστιβάλ ήταν οι ικανότητες, οργανωτικές και διοικητικές, που είχα αναπτύξει μέσα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Είναι ωραία αυτή η συνεχής εκπαίδευση. Το μέγεθος του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου είναι φυσικά τεράστιο σε σύγκριση με το Θέατρο του Νέου Κόσμου. Κατά συνέπεια, μαθαίνεις περισσότερα πράγματα για την οργάνωση και τη διοίκηση. Πάντως το νοσταλγώ το θέατρο, γιατί το φεστιβάλ, κακά τα ψέματα, είναι δημόσιο, και το κλίμα στο δικό μας θέατρο είναι κάτι που δύσκολα μπορείς να το πετύχεις σε ένα δημόσιο οργανισμό. Από την άλλη πλευρά μου αρέσει και θεωρώ ότι είναι χρήσιμο το ότι έρχομαι σε επαφή με τόσα θέατρα, τόσους σπουδαίους σκηνοθέτες απ’ όλο τον κόσμο και βλέπω με τι επαγγελματισμό αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους οι ξένοι και πόσο ταυτόχρονα απλοί είναι – εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν. Όλο αυτό μου ανοίγει συνεχώς τον ορίζοντα στο τι σημαίνει θέατρο. Έχοντας και όλη αυτή τη διεθνή εμπειρία στις αποσκευές μου, θα προσφέρω στον Νέο Κόσμο όσα χρήσιμα μπορώ.
«Το μέγεθος του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου είναι φυσικά τεράστιο σε σύγκριση με το Θέατρο του Νέου Κόσμου. Κατά συνέπεια, μαθαίνεις περισσότερα πράγματα για την οργάνωση και τη διοίκηση. Πάντως το νοσταλγώ το θέατρο.»
Τι θα έλεγες πως έγινε αυτά τα τελευταία χρόνια της κρίσης; Σε αυτά τα 10 χρόνια άλλαξαν πολλά στο θέατρο, όπως και στην κοινωνία, με την οικονομική καταστροφή που βιώνει η χώρα. Μια βασική ανατροπή αυτών των χρόνων ήταν η κατάργηση των επιχορηγήσεων, που στήριζαν τα ποιοτικά θέατρα, ώστε να μην εξαρτώνται μόνο από το ταμείο. Εμείς επιβιώσαμε με αυτές τις συνθήκες. Ευτυχώς δεν νιώθω ότι πήγαμε πίσω, με όλες τις δυσκολίες συνεχίζουμε, δουλεύοντας πάρα πολύ και κάνοντας ανοίγματα, έτσι ώστε να μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα, αλλά η ψυχή μας το ξέρει. Υπάρχει μεγάλη κούραση με όλο αυτό τον αγώνα. Από την άλλη, για παράδειγμα φέτος, που δεν έβαλα καθόλου το δαχτυλάκι μου, θεωρώ πως έχει γίνει ένα από τα καλύτερα καλλιτεχνικά προγράμματα όλης της 20ετίας, και το εννοώ.
Τα τελευταία χρόνια τι βλέπεις ότι έχει αλλάξει στο θέατρο; Εσύ πάντα παρακολουθείς παραστάσεις των ανθρώπων που παίζουν εκεί, βλέπεις να έχει αλλάξει ένα προφίλ; Τι έχει αλλάξει ο Μίλτος (σημ. Μίλτος Σωτηριάδης) από την ώρα που ήρθε στο θέατρο; Ο Μίλτος αναπόφευκτα κουβαλάει στο θέατρο τις δικές του καινούργιες ιδέες, τον δικό του τρόπο. Δεν θα έλεγα όμως πως έχει αλλάξει το προφίλ, απλώς τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πιο εξωστρεφές. Ο Μίλτος έχει σχέση μ’ αυτό το θέατρο όχι απλώς ως μέλος της οικογένειας, αλλά και με τη συμμετοχή του νεότερος στις περιοδείες που κάναμε. Του άρεσε, πάντα του αρέσανε τα οργανωτικά και τα διοικητικά. Αλλά παίζει ρόλο το ότι μεγάλωσε μέσα στο θέατρο και μέσα σε αυτό το θέατρο. Ερχόταν, ας πούμε, ως παιδί στις πρόβες και έγραφε σε χαρτάκια παρατηρήσεις για την πρόβα. Και είναι φυσικό αυτό, γιατί οι καλλιτέχνες τα έχουνε μαζί τα παιδιά τους, μέσα στα πόδια τους από μικρά. Έτσι μεγάλωσε ο Μίλτος. Αυτό που ο Μίλτος φέρει και μου αρέσει πάρα πολύ είναι οι καλλιτεχνικές του επιλογές, το ποια σχήματα και ποια πρόσωπα μπαίνουν στο θέατρο. Νομίζω το κάνει καλύτερα από εμένα.
Πώς επιλέγει το Θέατρο του Νέου Κόσμου τους ανθρώπους που καλεί να έρθουν να παίξουν; Γιατί είναι γνωστό πως πάρα πολλά σχήματα έχουν ξεκινήσει από εκεί, έχουν δημιουργηθεί νέας γενιάς σκηνοθέτες, έχουν ωριμάσει νέοι ηθοποιοί που έχουν βγει σε πολύ μεγάλες σκηνές μετά, οπότε υπάρχει ένα καλό ένστικτο, μια καλή επιλογή. Με τι κριτήρια επιλέγετε; Κοίτα, καταρχάς επιλέγουμε πάντα μαζί με την Κοραλία, ανήκουμε σε αυτό που παλιά λέγαμε οικογενειακός θίασος, κι εμένα που είμαι και λίγο φολκλόρ μου αρέσουν αυτά. Τα κριτήρια επιλογής είναι καλλιτεχνικά (μοιραία, ως ένα βαθμό, υποκειμενικά), αλλά και προσωπικά: να νιώθεις ότι μπορείς να συνυπάρξεις με κάποιους ανθρώπους σ’ ένα χώρο. Από εκεί δημιουργείται μια ευρύτερη οικογένεια, οι φίλοι μας, οι συνεργάτες μέσα στην πορεία του χρόνου και οι εργαζόμενοι, κάποιοι απ’ τους οποίους είναι μαζί μας από την αρχή. Και οι σχέσεις μεταξύ όλων αυτών έχουν χαρακτήρα «οικογενειακό», και νομίζω αυτό φαίνεται, οι θεατές το αισθάνονται, το ξέρω γιατί μου το λένε. Αυτό το θέατρο, ασχέτως παραστάσεων, έχει μια θετική και φιλική διάθεση και ενέργεια. Το ζήτημα είναι να μοιράζεσαι τη δουλειά σου και να μη νομίζεις ότι είσαι το κέντρο του κόσμου. Και είναι σημαντικό το πώς συναλλάσσεσαι με τους νέους. Θέλουμε να δοκιμάζουν οι άνθρωποι τις δυνάμεις τους, να αναπτύσσουμε σχέσεις, να προτείνουν πράγματα, να διαμορφώνουν το τοπίο.
Το Θέατρο του Νέου Κόσμου όλα αυτά τα χρόνια φλερτάρει με την έννοια της εκπαίδευσης και με νεανικές πλατφόρμες που έχουν γίνει (π.χ. φεστιβάλ για νέους δημιουργούς) αλλά και με το παιδικό και εφηβικό θέατρο, που απευθύνονται με γενναιοδωρία σε ανθρώπους που είναι σε ηλικία εκπαίδευσης. Ναι, από την αρχή γίνεται αυτό. Το Θέατρο του Νέου Κόσμου είναι φυσικά ένας χώρος όπου μπορώ να σκηνοθετώ, αλλά εμένα δεν μου ταιριάζει μια μοναχική σχέση με ένα χώρο, τόσο για ιδεολογικούς όσο και για ψυχολογικούς λόγους. Έτσι, όλα αυτά τα χρόνια ήμουν ανοιχτός σε νέους καλλιτέχνες και καλλιτεχνικά σχήματα. Στην ίδια κατεύθυνση είναι το θέατρο αλληλεγγύης για παιδιά, εδώ και 16 χρόνια σταθερά, που ξεκίνησε ως μια ιδέα, να πηγαίνουμε δηλαδή να δίνουμε δωρεάν παραστάσεις για παιδιά σε νοσοκομεία και ιδρύματα, σε καθημερινή βάση για 4-5 μήνες το χρόνο. Στην πορεία και με την οικονομική κρίση και την εισροή προσφύγων ανοίχτηκε και σε άλλες κατηγορίες, γίνονται παραστάσεις σε φυλακές, καταυλισμούς προσφύγων, καταυλισμούς τσιγγάνων… Τα προσφυγάκια, που έχουν και το πρόβλημα της γλώσσας, είναι φυσικό να είναι πιο μαγκωμένα. Τα τσιγγανάκια απ’ την άλλη είναι το πιο απελευθερωμένο και χαριτωμένο κοινό!
Μπορείς να απομονώσεις αυτά τα 20 χρόνια μια στιγμή ευτυχίας και μια στιγμή μεγάλης πιθανότητας καταστροφής; Η πιθανότητα καταστροφής υπάρχει ανά πάσα στιγμή, γιατί κάνουμε ανοίγματα για να πηγαίνει καλά το θέατρο. Στο θέατρο όμως, είτε είναι μικρό είτε μεγάλο, τα πράγματα πάντα είναι δύσκολα. Ένα λάθος αρκεί. Επιχειρηματίες με μεγάλα θέατρα έχουν καταστραφεί από ένα λάθος. Πλούσιος δεν γίνεσαι από το θέατρο, αυτό το λένε ακόμα και αυτοί που είχαν επιχειρήσεις μεγάλες. Και φυσικά ισχύει και για τους μικρότερους. Στιγμές ευτυχίας δεν θα μπορούσα να θυμηθώ μία… Είναι αρκετές οι παραστάσεις που μου έχουν δώσει μεγάλη ικανοποίηση. Αλλά μ’ αρέσει κι όταν μπαίνω –γιατί παρ’ όλο το Φεστιβάλ δεν έχω ξεκόψει τελείως– και βλέπω την Ντίνα και κάνουμε τα γνωστά μας αστεία, όταν βλέπω την Μαρία και κάνουμε πάλι τα δικά μας αστεία, όταν βλέπω την Ουρανία...
Η Ουρανία είναι μια γάτα; Ναι, η Ουρανία είναι η γάτα που έχουμε τελευταία στο Νέο Κόσμο. Μπαίνω λοιπόν και είναι καθαρό το θέατρο, υπάρχουν άνθρωποι στην ουρά για να πάρουν εισιτήριο… γενικά είναι ζωντανό και φρέσκο.
Λοιπόν, τελευταία ερώτηση. Τι συμβουλή θα έδινες σε έναν νέο καλλιτέχνη ή σε μια νέα ομάδα ή σε έναν άνθρωπο που έχει θαυμάσει το δικό σου όραμα και μπορεί να θέλει να κάνει ένα χώρο, που και ο ίδιος να δημιουργεί και άλλοι να συνδημιουργούν, ένα χώρο ζύμωσης, που να γίνονται νέα πράγματα... Το μόνο που θα έλεγα σ’ έναν νέο άνθρωπο είναι να κάνει αυτό που λέει η καρδούλα του.
Κάτι που ξέρεις τώρα, που δεν το ήξερες πριν από 10 χρόνια, και κάτι που φυσικά δεν ήξερες πριν από 20; Μιλώ πάντα σε σχέση με τη διαχείριση ενός τέτοιου οργανισμού. Τα πράγματα εξελίσσονται και σ’ αυτούς τους τομείς, και αν κάτι δεν το ξέρω, μπορεί να το μην το παίρνω χαμπάρι ότι δεν το ξέρω. Γι’ αυτό χαίρομαι πολύ που έχει μπει μέσα στο θέατρο ο Μίλτος, γιατί ακριβώς φέρνει τη νέα ματιά πάνω στα πράγματα. Δεν είμαι άνθρωπος που σκέφτεται μακροπρόθεσμα, τα πράγματα διαμορφώνονται στην πορεία. Ξέρω ότι προς τα έξω βγαίνει πως είμαι ένα οργανωτικό μυαλό, αλλά το παράδοξο είναι πως αυτό συνυπάρχει με μια μεγάλη ανοργανωσιά. Είναι μια αντίφαση που χαρακτηρίζει και το Θέατρο του Νέου Κόσμου, και νομίζω ότι εκεί βρίσκεται κι η φρεσκάδα του. Δεν λειτουργεί σαν επιχείρηση, και ταυτόχρονα είναι επιχείρηση.
Εδώ περισσότερες πληροφορίες για το Θέατρο Του Νέου Κόσμου.