Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπαίνουν στο θέατρο απλώς για να στήσουν μια παράσταση∙ το διασχίζουν όπως περνάς ένα ποτάμι: με δέος, φόβο, χαρά και περιέργεια. Ο Γιώργος Κουτλής είναι απ’ αυτούς. Μετά από μια σειρά ουσιαστικών περασμάτων με τους «Παίχτες», το «Ο Σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι», τον «Άνθρωπο απ' το Παντόλσκ», τον «Άσχημο», το «Οξυγόνο» και το «Merde», επιστρέφει με την «Κουζίνα», ένα έργο που, όπως λέει ο ίδιος, «δεν έχει καμία σχέση με το φαγητό», αλλά με την εξάντληση, την πίεση, τη δουλειά, την κοινωνία που βράζει αργά μέσα στο ίδιο της το λάδι. Συναντηθήκαμε στην περιοχή του. Το Νέο Ηράκλειο. Μιλήσαμε για όλα: για τη ρωσική του μαθητεία, για τα μεγάλα σύνολα, για τον φόβο της αποτυχίας, για την πατρότητα, για το πώς μια κουζίνα μπορεί να γίνει από το πουθενά ο καθρέφτης του κόσμου. Και βεβαίως για αυτή τη στιγμή που ξεκίνησαν όλα. Τη στιγμή που η Κουζίνα του Άρνολντ Γουέσκερ προσγειώθηκε στα χέρια του: «Κανονικά έψαχνα έργα για τη Δραματική Σχολή», λέει, «έργα με σάρκα, φασαρία, πολλούς ανθρώπους. Μόλις το διάβασα, ήξερα ότι δεν θέλω να το κάνω σε σπουδαστικό πλαίσιο. Ήθελα να το ανεβάσω εκεί “έξω”». Ήταν μια περίοδος πίεσης, ανάμεσα στο Οξυγόνο και το Merde, κι αυτό το έργο ήρθε ως πρόκληση: «είχε δυσκολίες που με δελέαζαν».
Από μια κουβέντα με τη Μαίρη Μηνά, ένα τηλεφώνημα στον Μιχάλη Σαράντη, την είσοδο του Πρόδρομου Τσινικόρη στη δραματουργία –«το καθαρό μάτι της ομάδας»– κι από μια μακριά αλυσίδα ανθρώπων και ενέργειας γεννήθηκε η νέα παράσταση. Η «Κουζίνα» του Κουτλή, που γράφτηκε πάνω στην ήδη αποφασισμένη διανομή, δεν είναι απλώς μια διασκευή από το χέρι του και αυτό του Μιχάλη Πητίδη – είναι κανονική επανεφεύρεση. Μια δυναμική ανάγνωση του πρωτότυπου που έχει παρουσιαστεί ήδη σε εξήντα πόλεις και τριάντα χώρες, κι έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο και την τηλεόραση – από το BBC μέχρι το Μεξικό. «Το μεγάλο του μπαμ, νομίζω, ήταν το 1968. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του «Θεάτρου του Ήλιου» της Ariane Mnouchkine. Πήγε περιοδείες σε όλο τον κόσμο, ανέβαζαν παραστάσεις μέσα σε εργοστάσια για ανθρώπους που βρίσκονταν σε καταλήψεις. Ήταν, δηλαδή, ένα πολιτικοποιημένο έργο στην πράξη, ένα κείμενο που ταυτίστηκε με εκείνη τη γενιά. Είχε μέσα του ιδρώτα και ιδεολογία. Ήταν ένα έργο για τη ζωή. Κι αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη, διάσημη παράσταση της Μουσκίν».
Τον ρωτάω γιατί πιστεύει πως άγγιξε τόσο πολύ τόσους ανθρώπους; «Έχει πολλά ενδιαφέροντα πράγματα», λέει. «Το πρωτότυπο έχει πολλές δυσκολίες -όπως και πολλά παλαιότερα έργα – αλλά η δομή του είναι εξαιρετική, όπως και τα νοήματά του. Αυτό που σίγουρα επικοινωνεί με τον μέσο εργαζόμενο, με τον μέσο άνθρωπο, είναι και το ιστορικό του ενδιαφέρον. Είναι από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο, που ασχολήθηκαν με τον εργαζόμενο στον ίδιο του τον χώρο εργασίας. Μέχρι τη δεκαετία του ‘40, τα έργα ήταν συνήθως μπουρζουά, εκτυλίσσονταν σε αστικά σαλόνια, έβλεπες κυρίως μεγαλοαστούς ή αστούς πρωταγωνιστές, ενώ ο εργάτης εμφανιζόταν απλώς για να σπρώξει τη σκηνή. Αυτό το έργο ανήκει σε ένα ρεύμα που ξεκινάει με τον Οσμπορν και τους Angry Young Men. Και ο Γουέσκερ ανήκει στη γενιά εκείνη που έστρεψε το βλέμμα της στο περιθώριο, στους απλούς ανθρώπους, στους μετανάστες, τους παρανόμους, σε όσους δεν είχαν χρήματα. Έστρεψε τον προβολέα σε μέρη που πριν δεν κοίταζε κανείς».

Και είναι τόσο παράξενο και ταυτόχρονα γοητευτικό που προτίμησε τον χώρο της κουζίνας για να μιλήσει για όλα αυτά. Σαν να ήξερε πως ο μικρόκοσμος αυτός, περισσότερο από κάθε άλλον, περιείχε όλα τα στοιχεία που θα χρειαζόταν για να πλημμυρίσει τις σελίδες του με ευεργετικά επιφωνήματα. «Ο ίδιος συνήθιζε να λέει “όλος ο κόσμος μια κουζίνα” παραφράζοντας τη ρήση του Σαίξπηρ “όλος ο κόσμος μια σκηνή”», αποκαλύπτει ο Κουτλής. «Έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιεραρχία η κουζίνα. Υπάρχει το αφεντικό, υπάρχει ο σεφ, υπάρχουν οι μάγειρες, οι βοηθοί κουζίνας, οι λαντζέρηδες. Στο έργο υπάρχει ακόμη κι ένας ζητιάνος – μια πλήρης κοινωνική διαστρωμάτωση, σαν ένα σαιξπηρικό βασίλειο. Μόνο που εδώ τα σκήπτρα είναι τα μαχαίρια και η φωτιά. Ένα «κοφτήριο» – έτσι λέγονται αυτά τα εστιατόρια που κόβουν 1500 κουβέρ και σερβίρουν από αστακό μέχρι κοτομπουκιές. Όσοι δουλεύουν εκεί βρίσκονται μέσα σε μια εργασιακή γαλέρα, η πίεση για παραγωγή είναι τεράστια. Και εκεί ακριβώς, μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, γεννιέται η αναλογία με τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία όπου η πίεση για διαρκής παραγωγή είναι εξίσου ασύστολη. «Από εκεί έχω πιαστεί», λέει ο Κουτλής. «Αυτή είναι η βάση της ανάγνωσης που κάνω. Η εξάντληση, η εργασία, η σύγχρονη κοινωνία της συνεχούς παραγωγικότητας. Αυτή την περίοδο είναι και μεγάλο θέμα και για μας το 13ωρο. Ζούμε σε μια εποχή όπου πρέπει συνέχεια να αποδεικνύεις ότι αξίζεις. Είτε σου το επιβάλλει το αφεντικό είτε ο ίδιος στον εαυτό σου. Κι αυτό είναι επικίνδυνο».
Η παράσταση του δεν είναι food porn. «Είναι anti–food porn», λέει γελώντας. «Βιώνουμε μια εποχή βαθιά φετιχιστική γύρω από το φαγητό. Σήμερα το φαγητό έχει γίνει φετίχ, εμπειρία, lifestyle. Εμείς δείχνουμε το άλλο του πρόσωπο – το ιδρωμένο, το εξαντλημένο, το εργασιακό, το ανθρώπινο». Ο ίδιος μαγειρεύει τα βασικά. «Άμα χρειαστεί, μια μακαρονάδα, ένα μπιφτέκι, ένα ρύζι, αυτά». Η έρευνα για την παράσταση κράτησε μήνες. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του πήραν συνεντεύξεις από εργαζόμενους σε κουζίνες, είδαν σειρές, ταινίες, μέχρι και το The Bear – «Το έχω δει όλο. Για να κάνουμε τη διασκευή, με τον Μιχάλη και τον Πρόδρομο, πήραμε συνεντεύξεις από εργαζόμενους σε κουζίνες, είδαμε δεκάδες σειρές, και ταινίες. Ως και κάτι ιαπωνικές, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Κάναμε πρώτα μια συλλογή υλικού και μετά αρχίσαμε σιγά σιγά να διαμορφώνουμε τη διασκευή». Αγαπά τις λεπτομέρειες, αυτές που κουβαλούν ζωή και ξέρει πως αυτοί που τις κατέχουν ως ειδίκευση είναι άξιοι εμπιστοσύνης. «Η αδερφή του Μιχάλη που έχει εστιατόριο ήρθε και μας βοήθησε με διάφορα πράγματα, στις πρόβες, στο πώς στήνεται μια κουζίνα, στην οργάνωση του χώρου, ακόμη και στο πώς οι ηθοποιοί χειρίζονται τα αντικείμενα. Η βασική μου μελέτη πάνω στο φαγητό ήταν –να σου πω την αλήθεια– γύρω από τον Anthony Bourdain. Νομίζω πως από αυτόν ξεκίνησε μια παγκόσμια, διαφορετική ματιά πάνω στο φαΐ, στο ταξίδι, στην ίδια την εμπειρία του να τρως. Ζούμε σε μια εποχή συλλογής εμπειριών – όλοι αγοράζουμε εμπειρίες. Κι από τη στιγμή που το φαγητό έγινε κάτι τέτοιο και για τον καθημερινό άνθρωπο (γιατί για τους πλούσιους μάλλον ήταν πάντα), νομίζω πως έχει μετατραπεί στη νούμερο ένα μορφή διασκέδασης Το σινεμά έχει υποχωρήσει, το θέατρο παλεύει – αλλά το φαγητό, το να βγεις να φας κάπου, παραμένει στα high του».
Η ομάδα είναι πάντα η σταθερά του. «Μ’ αρέσουν τα μεγάλα σύνολα. Σου δίνουν τη δυνατότητα να φτιάξεις πράγματα πολύπλοκα, εντυπωσιακά, γεμάτα ενέργεια και ενδιαφέρον», παραδέχεται. «Μεγάλωσα και έτσι. Η παιδική μου παρέα –που είμαστε ακόμα φίλοι– είμασταν δέκα μαντράχαλοι. Τώρα πια έχουμε ζευγαρώσει, έχουμε γίνει δεκάξι και βάλε. Οπότε, έχω συνηθίσει. Πηγαίναμε διακοπές δεκαπέντε άτομα, σκέψου τα τραπέζια που κλείνουμε όταν βγαίνουμε. Μου αρέσει αυτή η λειτουργία, τρώμε, πίνουμε, μιλάμε, υπάρχουμε ως ομάδα. Και στα αθλήματα το ίδιο. Έπαιζα μπάλα, πάντα σε ομάδες. Παίρνω την ευθύνη να συντονίζω τα πράγματα – ακόμη κι αν σημαίνει ότι μπορεί να παραγγείλεις λάθος φαγητά και να τους χρεώσεις όλους παραπάνω», λέει χαμογελώντας. «Από παιδί έχω αυτή την τάση να οργανώνω την καθημερινότητα, οπότε το να συντονίζω μια ομάδα στο θέατρο μου έρχεται φυσικά. Δεν με αγχώνει, δεν μου φαίνεται ξένο. Είναι ο τρόπος μου να λειτουργώ».

Τον φαντάζομαι σε εκείνα τα πολύβουα τραπέζια με τους παιδικούς του φίλους – γέλια, φωνές, γλυκιά βαβούρα. Αναρωτιέμαι αν οι πρόβες του μοιάζουν μ’ αυτό: αν έχουν μέσα τους την ίδια χαρά, την ίδια παιδική ανεμελιά. ’Η φορά το σοβαρό του ύφος και γίνεται ο επαγγελματίας με το σηκωμένο φρύδι; Παίρνει μια ανάσα, δείχνει να το σκέφτεται λίγο παραπάνω κι ύστερα χαμογελά με εκείνο το γνωστό του ύφος. «Πρέπει να αντέχεις τη χάβρα», λέει. «Υπάρχει πάντα ένας φόβος. Τώρα, για παράδειγμα, από τους δεκατέσσερις ηθοποιούς, με τους δέκα δεν έχω ξαναδουλέψει ποτέ. Δεν τους ήξερα προσωπικά. Και στο Οξυγόνο σχεδόν με κανέναν. Οπότε σ’ αυτά τα μεγάλα σύνολα υπάρχει πάντα ένα άγχος: πώς θα “δέσουν” οι χαρακτήρες μεταξύ τους, πώς θα λειτουργήσει η ομάδα. Αν οι άνθρωποι μεταξύ τους δεν τα πάνε καλά, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Από την άλλη, πριν επιλέξω κάποιον, περνάω πάντα από μια διαδικασία. Δεν παίρνω ανθρώπους τυχαία. Θα ρωτήσω, θα έχω δει τη δουλειά του, θα ξέρω λίγο τον χαρακτήρα του. Με ενδιαφέρει πολύ να είναι καλοί άνθρωποι ή, έστω, να ταιριάζουν. Γιατί μετά, όταν πέσει το ντόμινο της ενέργειας, αν τους αρπάξει όλους, μπορεί να γίνουν μαγικές πρόβες».
Πιστεύω ότι αν δεν πάρεις ρίσκο, δεν έχει νόημα. Αν για ένα έργο είσαι απολύτως σίγουρος ότι θα πετύχει, τότε μάλλον δεν πρέπει να το κάνεις.
Για τον Γιώργο, η σκηνοθεσία είναι πάνω απ’ όλα ανθρώπινη σύμβαση, μια ειλικρινής συμφωνία. «Φυσικά και χαίρεσαι όταν σε εμπιστεύονται. Όταν καταλαβαίνεις ότι ο άνθρωπος που παίρνεις σε μια δουλειά χαίρεται πραγματικά, όχι απλώς επειδή χρειάζεται μια δουλειά –που όλοι τη χρειαζόμαστε– αλλά γιατί θέλει όντως να είναι εκεί. Αυτό αλλάζει εντελώς την ενέργεια. Δημιουργεί ένα ωραίο, θετικό κλίμα στις πρόβες, γιατί οι άνθρωποι έρχονται με χαρά. Και αυτό είναι τρομερά ευχάριστο. Δεν μπορώ να είναι κάποιος σε μια δουλειά αν δεν θέλει να είναι.Με φρικάρει απίστευτα. Έχουν υπάρξει φορές που έχω πάρει τηλέφωνο κάποιον και του έχω πει: “Κοίτα, αν δεν το γουστάρεις, αν δεις ότι δεν σε τρελαίνει, πες μου όχι. Θα το κάνουμε μια άλλη φορά, δεν υπάρχει λόγος να πιεστείς”. Προτιμώ οι άνθρωποι να θέλουν, παρά να χρειάζεται να τους πείσω. Το λέω πάντα στους συνεργάτες μου: αν δεν νιώθεις καλά, μην το κάνεις. Προτιμώ την ειλικρίνεια από την υποχρέωση».
Η κουβέντα πηγαίνει στην αποτυχία. Μιλά με σταθερότητα και σθένος. «Πιστεύω ότι αν δεν πάρεις ρίσκο, δεν έχει νόημα. Αν για ένα έργο είσαι απολύτως σίγουρος ότι θα πετύχει, τότε μάλλον δεν πρέπει να το κάνεις. Πρέπει να υπάρχει κάτι που να σε ιντριγκάρει, κάτι που να σε κάνει να αισθάνεσαι ότι κινδυνεύεις να γίνει… πατάτα. Αν δεν υπάρχει ρίσκο, δεν υπάρχει ενδιαφέρον. Αν δεν μπαίνεις σε άγνωστα νερά, δεν έχεις λόγο να παλέψεις. Η αποτυχία, βέβαια, είναι κάτι πολύ σχετικό. Εξαρτάται πώς την ορίζει ο καθένας. Αν εγώ είμαι ικανοποιημένος με αυτό που έκανα και με τη διαδικασία, τότε μπορώ να διαχειριστώ και μια “εμπορική αποτυχία” πιο ψύχραιμα. Αν όμως νιώθω ότι δεν δούλεψα όσο έπρεπε, ότι δεν τα έδωσα όλα - κι αυτό είναι κάτι που αποφεύγω συνειδητά - τότε θα με πονέσει περισσότερο. Το βασικό είναι να κοιμάσαι καλά με τον εαυτό σου. Αν το βράδυ νιώθω ότι έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα, τότε είτε πρόκειται για επιτυχία είτε για αποτυχία, είμαι ήσυχος. Η δουλειά με καίει προσωπικά γιατί βάζω μέσα όλο μου το είναι. Οπότε, αν κάτι δεν λειτουργήσει ή αν δεν είμαι εγώ ικανοποιημένος με τον εαυτό μου, αυτό θα με στεναχωρήσει βαθιά. Φυσικά, αν μια παράσταση δεν πάει καλά, αν δεν έχει κόσμο, θα στεναχωρηθώ -αλλά θα το διαχειριστώ. Αν όμως νιώσω ότι δεν δούλεψα σωστά, τότε ακόμη κι αν πάει καλά, κάτι μέσα μου θα νιώθει λάθος»

Ο τρόπος που δουλεύει ο Γιώργος Κουτλής έχει πάντα μέσα του τον αυτοσχεδιασμό. Από τις πρώτες πρόβες επιμένει πως η επικοινωνία είναι το κλειδί. «Το λέω πάντα στους ηθοποιούς και σε όλους τους συντελεστές: “Θέλω να μου λέτε τα πάντα”. Ακούω τους πάντες. Ζητάω και από τον σκηνογράφο, από όλους, να μου πουν τι δεν τους αρέσει σκηνοθετικά. Μετά χρειάζεται ψυχραιμία για να διαχειριστείς τι κρατάς και τι όχι. Δεν έχω τέτοια κόμπλεξ. Προτιμώ να ξέρω και να πάρω εγώ την ευθύνη, παρά να μου ωραιοποιούν τα πράγματα».
Όταν τον ρωτάς αν αυτός ο τρόπος προέκυψε από τα χρόνια των σπουδών του στη Ρωσία ή είναι κάτι που είχε πάντα μέσα του, δεν διστάζει: «Σίγουρα η Ρωσία βοήθησε. Εκεί, κάθε φορά που παρουσιάζαμε σκηνές, οι καθηγητές μας τις διέλυαν. Μας έλεγαν τη γνώμη τους με τρόπο πολύ σκληρό, αλλά πάντα για να μας κάνουν καλύτερους. Δεν υπήρχε ειρωνεία ή κακία - ήταν καθαρά θέμα δουλειάς. Οπότε σκληραγωγήθηκα. Έμαθα πως όταν συνεργάζεσαι με ανθρώπους που σε αγαπούν και σε σέβονται, μπορείς να δεχτείς την κριτική τους χωρίς να την παίρνεις προσωπικά. Αν κάτι δεν λειτουργεί, το λες, το βλέπεις, και γίνεσαι καλύτερος». Η εμπειρία εκείνη του άφησε κάτι βαθύτερο: την ικανότητα να ακούει. «Αυτό που μου έκανε σίγουρα η εποχή εκείνη είναι ότι μου το έμαθε αυτό με ευκολία. Αντέχω πολύ. Αν μου πεις ότι η παράσταση είναι χάλια, θα σου πω “ΟΚ, γιατί; Πάμε να το δούμε”. Δεν παρεξηγιέμαι εύκολα».
Όταν τον ρωτάς αν αυτή είναι η μεγαλύτερη ψυχική του κατάκτηση, απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη: «Όχι. Η μεγαλύτερη κατάκτηση είναι ότι απέκτησα τρόπο δουλειάς. Έχω εργαλεία. Όταν πιάνω ένα έργο, ξέρω από πού να το ξεκινήσω. Δεν εξαρτώμαι μόνο από την έμπνευση ή τη “στιγμή”. Αν εφαρμόσω τα εργαλεία μου, ξέρω ότι το αποτέλεσμα θα είναι τουλάχιστον σε ένα επίπεδο. Κι αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να μου φέρει και την έμπνευση».
Το διάβασμα είναι για εκείνον μια μυστική προετοιμασία. «Πέρσι είχα εξαντλήσει την “κάβα” μου. Αλλά μέσα σε τρεις μήνες ξεκούρασης μάζεψα ήδη τρία, τέσσερα, πέντε πράγματα». Αναζητά έργα παντού - παλιά και νέα, κλασικά και άγνωστα. «Ψάχνω τι ανεβαίνει έξω, αλλά και τι έχουν ανεβάσει σκηνοθέτες που εκτιμώ. Κοιτάζω θέατρα που θεωρώ σημαντικά. Τελευταία κάτι μου λέει ο Μπρεχτ και ο Πιραντέλο. Κάπου εκεί ίσως θα καταλήξει το πράγμα». Το διάβασμα είναι μια διαδικασία σχεδόν μυστικιστική. «Διαβάζω ένα έργο, μου αρέσει, αλλά μπορεί να μην “κάτσει”. Μετά διαβάζω κι άλλα. Κάτι στη γραφή με τραβάει και αρχίζω να το γυροφέρνω. Μπορεί να γνωρίσω έναν ηθοποιό και να μου ανάψει φως. Ένας καθηγητής μου έλεγε: “Τα έργα σε βρίσκουν, δεν τα βρίσκεις”. Και το πιστεύω». Στην περίοδο του «ψαξίματος», όλα είναι ανοιχτά. «Πηγαίνω σε βιβλιοπωλεία, χαζεύω εξώφυλλα, τίτλους… Έχω περάσει και νύχτες ολόκληρες στο ChatGPT», λέει γελώντας. «Έχει πλάκα, αλλά περισσότερες ώρες ψάχνεις παρά βρίσκεις. Σου δίνει κυρίως έργα από Αγγλία και Αμερική, κι αυτά δεν είναι τόσο κοντά στην αισθητική μου. Παρ’ όλα αυτά, μου έχει δώσει τίτλους που άξιζε να ψάξω. Ψάχνω με κάθε τρόπο που μπορείς να φανταστείς».
Όταν τον ρωτάς πώς είναι όταν σε «βρίσκει» ένα ωραίο έργο, η απάντηση έρχεται με ειλικρίνεια: «Έχει αγωνία. Μην το κάνει άλλος πριν από σένα και πώς να του φερθείς σωστά. Δηλαδή, του αξίζει μια ιδιωτική παραγωγή; Θέλει φεστιβάλ; Θέλει Εθνικό; Θέλει Δευτερότριτο; Πιστεύω ότι κάθε έργο χρειάζεται το δικό του πλαίσιο. Ο χώρος, ο τρόπος που θα επικοινωνήσει, είναι σαν πίστα. Από τη στιγμή που το βρίσκεις, αρχίζεις να στήνεις γύρω του: πού, πώς, με ποιους».
Νιώθει πως πια τον αναγνωρίζουν , τον αποδέχονται στον χώρο; «Μετά τους “Παίκτες”, που έγινε το πρώτο μπαμ, με έπαιρναν άνθρωποι να μου προτείνουν έργα χωρίς να έχουν δει τη δουλειά μου. Νιώθω ότι υπάρχει αποδοχή, ότι δεν χρειάζεται να αποδείξω κάτι όπως ένιωθα παλιά. Παρ’ όλα αυτά, σκηνοθετώ πέντε χρόνια - είναι νωρίς. Έχω δρόμο μπροστά. Έχω κάνει δουλειές που πήγαν καλά, υπάρχει μια αίσθηση στίγματος, αλλά δεν ξέρω αν αυτό θα είναι για πάντα. Το ενδιαφέρον είναι να επανεφευρίσκεις τον εαυτό σου, να ψάχνεσαι». Η αγωνία του δεν είναι για την αναγνώριση, αλλά για τη στασιμότητα. «Έχω αγωνία μην κολλήσω σε ένα στυλ. Για μένα το “Οξυγόνο” ήταν πολύ σημαντική παράσταση. Ήταν η πρώτη φορά που δούλεψα εντελώς διαφορετικά. Ό,τι έκανα στις προηγούμενες δουλειές, εκεί δεν το έκανα. Ήθελα να δοκιμάσω έναν άλλον δρόμο. Κάθε φορά που δοκιμάζω κάτι νέο, οπλίζομαι με περισσότερα εργαλεία».
Τα τελευταία χρόνια δείχνει να έχει βρει μια νέα ισορροπία - και σ’ αυτό έχει συμβάλει καθοριστικά η πατρότητα. «Πέντε μήνες τώρα πατέρας… και όλα αλλάζουν. Το παιδί είναι σε φάση που εκπλήσσεται διαρκώς, κι αυτό σε συνεπαίρνει. Μου είναι πια πιο εύκολο, εκτός δουλειάς, να μην σκέφτομαι τη δουλειά. Με το που κάθομαι μαζί του, όλα εξαφανίζονται. Σου χαμογελάει και δεν μπορείς να ασχοληθείς με τίποτα άλλο. Το παιδί σε ισορροπεί. Βάζει τα πράγματα στη θέση τους, σου υπενθυμίζει τι έχει πραγματικά σημασία. Σε βοηθά να μην τρελαίνεσαι με πράγματα που δεν αξίζουν τόσο. Υπάρχουν πιο ουσιαστικά πράγματα στη ζωή. Ένα του χαμόγελο κι όλα τα υπόλοιπα σβήνουν.» Κι οι φοβίες; Φεύγουν ή έρχονται νέες; «Υπάρχουν πάντα», λέει χαμογελώντας. «Στη σύντροφό μου, για παράδειγμα, λειτουργούν αλλιώς. Εγώ είμαι άνθρωπος που όσο περισσότερες ευθύνες έχω, τόσο καλύτερα περνάω. Με το παιδί, όμως, βλέπω περισσότερο τα όμορφα. Πόσο απλός μπορεί να είναι ο κόσμος μέσα από τα μάτια του. Πόσο εύκολο είναι να είναι ευτυχισμένο απλώς βγαίνοντας βόλτα και κοιτώντας γύρω του. Νομίζω πως προς το παρόν εκείνο με μαθαίνει - όχι εγώ αυτό. Παλιά είχα πανικούς, φοβίες. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά στη δουλειά, αγχωνόμουν υπερβολικά. Τώρα έχω ισορροπήσει. Μπορώ να αντιμετωπίζω τα πράγματα πιο ήρεμα. Με το παιδί ξεκινάει μια νέα έγνοια, που φυσικά δεν τελειώνει ποτέ - απλώς μαθαίνεις να τη διαχειρίζεσαι».