
Συνήθως οι συνεντεύξεις με τους ηθοποιούς πραγματοποιούνται στην αρχή της περιοδείας του έργου στο οποίο εμφανίζονται. Με την Ιωάννα Παππά, όμως, το κάναμε λίγο διαφορετικά. Λίγο πριν το τέλος της περιοδείας της Ηλέκτρας, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, κι ενώ απομένουν μόλις τρεις παραστάσεις, με εκείνη της 22ης Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο να ξεχωρίζει, συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι στο καφέ του Μουσείου. Μιλήσαμε για το θέατρο που αγαπά, για την ουσιαστική επαφή που οφείλει αυτό να έχει με την κοινωνία του σήμερα, για τον δύσκολο κόσμο που μας περιβάλει - ειδικά όταν μεγαλώνεις ένα παιδί. Και φυσικά, για όσα μεσολάβησαν από εκείνη την πρώτη μέρα στην Επίδαυρο, αλλά και για το πώς ο ρόλος της Κλυταιμνήστρας κοσμεί πλέον το βιογραφικό της ως ένα από τα ωραιότερα του κοσμήματα.
Θυμάμαι εκείνη την πρώτη μέρα στην Επίδαυρο: η λιποθυμία μιας κυρίας στο κοινό ακινητοποίησε τους ηθοποιούς στην σκηνή. Και την ίδια την Ιωάννα Παππά, ως Κλυταιμνήστρα, μετέωρη πάνω στη σκάλα, στο δυσκολότερο ίσως σημείο της ερμηνείας της. Η ίδια θυμάται πως εκείνο το βράδυ είχαν προηγηθεί κι άλλα: το φόρεμα που φορούσε δεν είχε κουμπιά, ούτε το εφεδρικό. Έτρεχε στα καμαρίνια, έψαχνε για παραμάνες, έφτιαξε όπως-όπως την κατάσταση και ξαναβγήκε στη σκηνή· κι αμέσως μετά, ακολούθησε το απρόοπτο.
Όλα κράτησαν γύρω στο εικοσάλεπτο. Παρ’ όλα αυτά, οι ηθοποιοί δεν έχασαν τον ρυθμό τους. «Συντονιστήκαμε», μου λέει, «σαν να νιώσαμε ο ένας τι πρότεινε ο άλλος». Είχαν δουλέψει έναν μήνα σε αλλεπάλληλα περάσματα, κι αυτό τους βοήθησε να ξέρουν πού σταματούν και πού συνεχίζουν. Δεν ήταν κάτι που είχαν προβλέψει, αλλά υπήρχε η γραμμή: μένεις ψύχραιμος, περιμένεις, αφήνεις τον ειδικό να αναλάβει και συνεχίζεις μόνο αν δοθεί το πράσινο φως. «Το σημαντικό είναι να μη δημιουργηθεί πανικός. Να δίνεται ο χώρος. Κι εκείνη η κυρία συνήλθε, δεν έφυγε, κι αυτό είχε κάτι όμορφο», θυμάται.
Από το 2012, σχεδόν κάθε καλοκαίρι είναι σε περιοδεία. «Υπάρχουν ηθοποιοί που δεν θέλουν. Εγώ μέχρι και πριν λίγο καιρό, νομίζω, περίμενα κάθε καλοκαίρι για την περιοδεία. Με έχει εκπαιδεύσει. Έχω μάθει τα ανοιχτά θέατρα, τους ρόλους του αρχαίου δράματος· αυτά κατακτούνται μόνο με τριβή. Φυσικά τις επιλέγω και για οικονομικούς λόγους». Πλέον, όμως, οι επιλογές της θέλει να είναι πιο συνειδητές. «Να ξέρω με ποιους δουλεύω, ότι συνεννοούμαι. Όταν δεν υπάρχει επικοινωνία, η διαδικασία γίνεται πολύ δύσκολη». Τη ρωτώ σε τι φάση νιώθει τον εαυτό της σήμερα. Σκύβει λίγο μπροστά και μιλάει ήρεμα: «Από νωρίς είχα την ανάγκη να ρισκάρω, να εκτίθεμαι. Γι’ αυτό και έχω δεχτεί και έντονα αρνητικές κριτικές. Δεν μ’ ενδιαφέρει η ζώνη ασφαλείας. Το καταλαβαίνω. Μπορεί να το έχω κάνει και εγώ σε στιγμές. Θέλω όμως να με ξυπνάει κάτι, να έχω με κάτι να αναμετρηθώ. Δεν μ' αρέσει να φέρνω τα πράγματα στα μέτρα μου. Προσπαθώ πάντα να πάω σε κάτι που είναι πιο μακρινό». Πάντοτε έτσι ένιωθε; «Παθαίνω μια αναφυλαξία στο σίγουρο, στο τετριμμένο, στο δεδομένο. Με ενδιαφέρει να έχω απέναντί μου ανθρώπους έξυπνους που έχουν προτάσεις, που είναι «διαβασμένοι», που κουβαλούν μια προσωπική αλήθεια. Εκεί προτιμώ να κινούμαι κι εγώ. Αν η συνθήκη δεν είναι γόνιμη, μπορείς να γίνεις και πολύ κακός ηθοποιός».
Η συζήτηση γυρνάει στη σχέση ηθοποιού–σκηνοθέτη. «Δεν διασώζεται πάντα ο ηθοποιός από έναν κακό σκηνοθέτη», παραδέχεται. «Είναι εύκολο να εκτεθείς. Δεν έχει να κάνει με το ταλέντο, αλλά με το πλαίσιο που στήνεται, με το πόσο περιθώριο σου δίνεται να επικοινωνήσεις μέσα σε αυτό». Αναπόφευκτα μιλάμε για ρόλους. Η Κλυταιμνήστρα στην Ηλέκτρα ήταν ένα στοίχημα, και το γνωρίζει. «Το φυσιολογικό θα ήταν να έχω παίξει πρώτα την Ηλέκτρα και μετά, χρόνια μετά, την Κλυταιμνήστρα. Δεν πάει πρώτα σε μένα το μυαλό σου σε μια τέτοια διανομή. Άνθρωποι όμως που με γνωρίζουν υποκριτικά, γιατί έχουν δουλέψει μαζί μου, τους είναι πιο εύκολο να το φαντασιωθούν. Όπως έκανε και ο Δημήτρης, όπως είχε κάνει και ο Θέμης (Μουμουλίδης), γιατί πρώτος εκείνος μου έδωσε την Κλυταιμνήστρα στην Ιφιγένεια. Αλλά στο θέατρο δεν υπάρχει τίποτα φυσιολογικό και τίποτα αφύσικο – οπότε και σου δίνεται αυτό το περιθώριο να μην ορίζεσαι από την ηλικία. Το ζήτημα είναι πόσο διαθέσιμος είσαι υποκριτικά, έτοιμος να πας παραπέρα». Δεν κρύβει ότι στην πρώτη της επαφή με τον ρόλο είχε άγχος αν θα πείσει. «Τώρα, στη δεύτερη απόπειρα, μπήκα πιο απενοχοποιημένα. Τόλμησα».

Μου εξηγεί πως η δυσκολία ήταν να βρεθεί ισορροπία ανάμεσα στην ακραία κινησιολογία, στους αυτοσχεδιασμούς που κράτησαν, και στον κίνδυνο να γίνει καρικατούρα. «Η Επίδαυρος μου φαίνεται σαν να έγινε πέρσι. Ήταν μια πολύ έντονη διαδικασία, αυτά τα έργα παράγουν μια ενέργεια ισχυρή. Ήταν η πρώτη απόπειρα του Δημήτρη Τάρλοου στο αρχαίο δράμα, στην Επίδαυρο. Όλα μαζί δηλαδή. Οπότε ήμασταν όλοι αλέρτ για κάποιο λόγο. Το ζητούμενο ήταν να πιστέψει ο θεατής ότι αυτή η γυναίκα είναι υπαρκτή. Να βγει η αμφισημία της: από τη μια πλημμυρίζει από μίσος και θέλει να εκδικηθεί, από την άλλη πονάει, αγαπάει βαθιά τα παιδιά της. Να μη γίνει μονοδιάστατη. Χαίρομαι που ο κόσμος το διακρίνει μόνος του». Την ρωτάω αν της αρέσει η φόρμα στο θέατρο. Μου απαντάει, ναι. «Είναι μέσα στη δική μου ιδιοσυγκρασία ακόμα και σε έργα ρεαλισμού. Μου αρέσει να υπάρχει ρυθμός. Πατάω δηλαδή στον λόγο σαν να κάνω άλλο θέατρο. Ένα ρεαλιστικό έργο για μένα δεν απαιτεί και τόσο ρεαλιστικό παίξιμο. Πρέπει να είναι όμως αληθοφανές. Εκεί είναι το στοίχημα κάθε φορά».
Στα μάτια της διακρίνω την κούραση, τη σπίθα ενός ανθρώπου που επιμένει να ψάχνει. «Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε συντηρητικοποιηθεί και ως κοινωνία και στο θέατρο», λέει στο τέλος. «Το οικονομικό έπαιξε ρόλο. Σταμάτησαν οι επιδοτήσεις, μπήκε στη μέση η λογική της απήχησης. Αλλά το ζητούμενο παραμένει: να μη φοβόμαστε να προσφέρουμε μια νέα πρόταση».
Αποζητάς τις «παλιές καλές εποχές»; Μου λείπουν. Όταν πέθανε ο Λευτέρης Βογιατζής ένοιωσα ότι το θέατρο έχασε κάτι θεμελιώδες, ένα τρόπο προσέγγισης. Σαν να αφαιρέθηκε ένα δομικό κομμάτι. Δεν ήταν ανάγκη να δουλεύεις μαζί του- ακόμη και μόνο διαβάζοντας μια συνέντευξη του, αισθανόσουν ότι στην πόλη υπήρχε κάτι σημαντικό. Είναι αναφορές αυτά.
Άρα πιστεύεις ότι δεν «αντικαταστάθηκαν» με έναν τρόπο αυτοί οι άνθρωποι; Είναι δύσκολο. Οι προηγούμενοι από εμάς προέρχονταν από μια πολύ διαφορετική εποχή. Εμείς βρισκόμασταν κάπου στη μέση. Για την επόμενη γενιά δεν ξέρω πραγματικά από πού θα ξεκινήσει. Ζούμε μια διαλυμένη περίοδο : ο κόσμος έχει χάσει την ουσιαστική επαφή με το θέατρο, με τα βιβλία. Δεν ξέρω αν αυτά τα κενά θα καλυφθούν. Σίγουρα, με κάποιον άλλον τρόπο. Θα ήθελα να πάρουμε όμως πιο έντονες πρωτοβουλίες, να μη στηριζόμαστε μόνο σε αυτό που υπάρχει τώρα. Ξέρεις, το να «βρίσκουμε δουλίτσα», δεν με ενδιαφέρει. Αυτό που με αφορά είναι να συναντηθούν, τη σωστή στιγμή, οι σωστοί άνθρωποι ώστε να προτείνουμε κάτι.
Υπάρχουν τέτοιες πρωτοβουλίες σήμερα; Όχι. Εγώ αυτό νιώθω και αυτό βλέπω.

Η νέα γενιά, αυτή του TikTok, πηγαίνει θέατρο. Αναρωτιέσαι με ποια λογική διαλέγει παραστάσεις; Υπάρχει μια μερίδα του νεανικού κοινού που πηγαίνει για τα έργα και για τις παραστάσεις, αλλά υπάρχει μια πολύ μεγαλύτερη μερίδα που πηγαίνει για τα πρόσωπα της επικαιρότητας. Αυτό είναι πια πάρα πολύ έντονο.
Δεν συνέβαινε πάντα αυτό; Σίγουρα υπήρχε. Όμως είναι σαν να είχαμε φτάσει θεατρικά σε ένα καλό επίπεδο και μετά να επιστρέψαμε σε κάτι άλλο. Λες και δεν τηρήσαμε αυτό που προηγήθηκε. Κάναμε ένα άλμα και μετά ήταν σαν να τα σβήσαμε όλα. Όπως συμβαίνει συχνά: αναλαμβάνει κάποιος την επόμενη θητεία σε ένα φεστιβάλ, σε έναν οργανισμό, και ακυρώνει τα προηγούμενα, πάει σε άλλο ρεπερτόριο και έτσι δεν μένει τίποτα σαν άρωμα από ό,τι προηγήθηκε. Αυτή η αλλαγή σκυτάλης θα έπρεπε να έχει μια λογική, ένα σεβασμό και ένα διάλογο- τόσο με αυτό που προηγήθηκε όσο και με αυτό που έρχεται. Όπως σε όλα, έτσι και στην τέχνη, χρειάζεται να σκεφτόμαστε συλλογικά και να φροντίζουμε για τους άλλους.
Αυτά που σε ικανοποιούν έχουν αλλάξει με τα χρόνια; Ναι. Έχω μεγαλύτερη ανάγκη πια να καταλαβαίνω τον λόγο ύπαρξης μιας παράστασης, εφόσον μιλάμε για το θέατρο. Θέλω να βλέπω την ανάγκη πίσω από κάθε έργο. Δεν θέλω να δω μια τραγωδία απλώς «για να δω» το έργο του Σοφοκλή, μπορώ να το διαβάσω. Πρέπει να βάζουμε μέσα την κοινωνία. Όταν γράφτηκαν τα τα μεγάλα έργα του ρεπερτορίου, ενσωμάτωσαν το τώρα- το τώρα της εποχής τους. Είμαι στην ομάδα που θα ανεβάσει τον Ταρτούφο του Μολιέρου- σε σκηνοθεσία της Έλενης Μαυρίδου και τον Γιάννη Τσορτέκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μιλάμε για κάτι πολύ αιχμηρό που αφορά το σήμερα: για το πως, μέσω της θρησκείας, χειραγωγούνται οι λαοί και πώς, στο όνομα της, έχει γίνει τέτοιο μακελειό.
Αυτά που σε ικανοποιούν έχουν αλλάξει με τα χρόνια; Ναι. Έχω μεγαλύτερη ανάγκη πια να καταλαβαίνω τον λόγο ύπαρξης μιας παράστασης, εφόσον μιλάμε για θέατρο. Θέλω να βλέπω την ανάγκη πίσω από κάθε έργο. Δεν θέλω να δω μια τραγωδία απλώς «για να δω» τον Σοφοκλή· μπορώ να τον διαβάσω. Το ζητούμενο είναι να βάζουμε μέσα την κοινωνία. Όταν γράφτηκαν τα μεγάλα έργα του ρεπερτορίου, ενσωμάτωναν το τώρα – το τώρα της εποχής τους. Αν, για παράδειγμα, ανεβάσουμε σήμερα τον Ταρτούφο του Μολιέρου, με τη σκηνοθεσία της Ελένης Μαυρίδου και τον Τσορτέκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μιλάμε για κάτι πολύ αιχμηρό που αφορά το σήμερα: για το πώς, μέσω της θρησκείας, χειραγωγούνται οι λαοί και πώς, στο όνομά της, έχει χυθεί τόσο αίμα.
Βοηθά η χρήση του χιούμορ στην κατανόηση τέτοιων θεμάτων; Είναι ένας τρόπος που επιλέγει ο καθένας για να κάνει κάτι πιο προσιτό. Το κοινό είναι πιο ανοιχτό στο να ακούσει κάτι σοβαρό με αυτό τον τρόπο, το δέχεται ευκολότερα. Δεν πονάει τόσο άμεσα και ευθύβολα ό,τι λέγεται ή παρουσιάζεται.
Πώς επιλέγεις έργα; Συχνά με επιλέγουν εκείνα και εγώ κοιτάω αν με ενδιαφέρει η πρόταση. Νομίζω πως δίνεις ένα δείγμα γραφής και έτσι ο άλλος καταλαβαίνει σε ποιο πλαίσιο μπορεί να σε εντάξει. Δεν μου αρέσει να κατηγοριοποιούμαι ούτε ανάλογα την πολιτική μου θέση ούτε με την προσωπική μου κατάσταση. Σίγουρα όμως, το πώς συμμετέχεις στα θέματα της εποχή ίσως περάσει από το μυαλό ενός σκηνοθέτη: μπορεί να πει, «εδώ αυτός ο ηθοποιός, πέρα από το πώς θα παίξει, κουβαλά και μια προσωπικότητα που με ενδιαφέρει να βρεθεί σε αυτό τον συνδυασμό».

Συμβαίνει συχνά η ψυχική ανταμοιβή στο θέατρο; Όταν έχεις δουλέψει καλά, μια δουλειά σε ανταμείβει, όταν πας απροετοίμαστος, σε εκθέτει. Και όταν σε ανταμείβει, είναι μια πολύ ισχυρή στιγμή που θέλεις να ξαναζήσεις. Είναι φοβερή αδρεναλίνη. Όσες φορές έχω βρεθεί στην Επίδαυρο, σε αρχαία θέατρα ή στο Ηρώδειο, κοιμάσαι αλλιώς το βράδυ. Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω. Είναι σαν να περπατάς στην καθημερινότητά σου σκυφτός, συρρικνωμένος, ρουφηγμένος από την κούραση της ημέρας - και εκεί ξαφνικά να σηκώνεις το βλέμμα, να νοιώθεις ότι έχεις ψηλώσει, έχεις ανοίξει, αναπνέεις. Πράγματα σχεδόν μαγικά. Σαν να μετατρέπεσαι σε κάτι άλλο.
Αυτό είναι το ζητούμενο τελικά κάθε φορά; Να πετυχαίνεις αυτές τις στιγμές; Νομίζω πως ναι. Έχω την ανάγκη να καταφέρνω να νιώθει ο κόσμος αυτό που προκαλείται σε εμένα από ένα έργο. Εκεί βρίσκεται η προσπάθειά μου κάθε φορά. Και όταν, έστω για μερικά δευτερόλεπτα, καταφέρνω με αυτό που κάνω, να οδηγήσω ένα άνθρωπο σε μια ανθρώπινη σκέψη, ειδικά σε τέτοιες εποχές, αυτό με συγκινεί βαθιά. Γιατί δεν ξέρω πόσο χώρο δίνουμε στον εαυτό μας για τέτοιες στιγμές πια. Η κοινωνία έχει στραφεί πολύ στο «εγώ» ή στο «να επιβιώσω», με μια σκληρότητα και μια απόσταση. Και όλα αυτά τα λέγαμε ότι θα έρθουν- αλλά άλλο να το περιμένεις και άλλο να το ζεις, να βλέπεις σε πόσο μεγάλη κλίμακα συμβαίνει.
Συμβαίνουν πράγματα που δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα ζήσουμε ως γενιά στο δικό μας χρόνο… Πρόσφατα μιλούσα με ένα γνωστό μου για όσα συμβαίνουν στη Γάζα. Μου είπε: «μα τι νομίζεις, ασχολείται ο κόσμος με αυτό; Ο καθένας κοιτάει τη ζωή του». Με σόκαρε. Γιατί εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος ασχολείται, σε καθημερινή βάση και με μεγάλο παλμό. Αλλά ακόμα κι αν δεν ασχολείται, σημασία έχει τι θέλω να κάνω εγώ με αυτό. Άκουσα επίσης το επιχείρημα ότι «με το να αντιδράς, συντηρείς το δίπολο». Και πραγματικά δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Δηλαδή, πρέπει να συμβαίνει κάτι απόλυτα άδικο και παρανοϊκό και να μην υπάρχει αντίδραση, με τη λογική ότι αν δεν αντιδράσουμε κάποια στιγμή θα τελειώσει; Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το ακούω αυτό. Φυσικά και πρέπει να υπάρχει αντίδραση/ Θεωρώ ότι είναι από τις στιγμές που οφείλουμε να παίρνουμε θέση.
Συμβαίνουν πράγματα που δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα ζήσουμε ως γενιά στο δικό μας χρόνο…
Πρόσφατα μιλούσα με έναν γνωστό μου για όσα συμβαίνουν στη Γάζα. Μου είπε: «Μα τι νομίζεις; Ασχολείται ο κόσμος με αυτό; Ο καθένας κοιτάει τη ζωή του». Με σόκαρε. Γιατί εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος ασχολείται, σε καθημερινή βάση και με μεγάλο παλμό. Αλλά ακόμα κι αν δεν ασχολείται, σημασία έχει τι θέλω να κάνω εγώ με αυτό. Άκουσα επίσης το επιχείρημα ότι «με το να αντιδράς, συντηρείς το δίπολο». Και πραγματικά δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Δηλαδή, πρέπει να συμβαίνει κάτι απόλυτα άδικο και παρανοϊκό και να μην υπάρχει αντίδραση, με τη λογική ότι αν δεν αντιδράσουμε κάποια στιγμή θα τελειώσει; Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το άκουγα. Φυσικά και πρέπει να υπάρχει αντίδραση. Θεωρώ ότι είναι από τις στιγμές που οφείλουμε να παίρνουμε θέση.
Αυτό το «ποτέ ξανά» που επαναλαμβάνεται, δεν σε τρομάζει; Φυσικά, είναι πάρα πολύ τρομακτικό. Ο στόχος είναι να τους εξαφανίζουν. Και στη συνέχεια της συζήτησης, όπου ειπώθηκαν πολλά, είπα ότι νιώθω ανασφάλεια για αυτό που συμβαίνει. Όχι ως η Ελληνίδα, αλλά ως πολίτης του κόσμου. Και εκείνος μου απάντησε: «Δεν καταλαβαίνω γιατί να νιώθεις ανασφαλής. Τι σε πειράζει εσένα;». Υπάρχουν λοιπόν κάποια πράγματα που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν κατανοούνται. Είναι τόσο προφανή. Οπότε σε τέτοιες στιγμές πρέπει να περιχαρακωθείς, να δεις τι πρέπει να κάνεις εσύ, ώστε να νιώσεις ότι κάτι προσφέρεις σε αυτό που συμβαίνει. Γιατί μόνο έτσι μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Γιατί έχουν υπάρξει πολλά βράδια που έχω χάσει τον ύπνο μου…
Ως μητέρα νιώθεις ότι αυτό το συναίσθημα, η αγωνία, αυξάνεται; Μα, ναι, φυσικά. Είναι ένας τόσο δύσκολος και παράξενος κόσμος. Και σκέφτεσαι συνέχεια τι σημαίνει να μεγαλώνει ένας άνθρωπος- τα πρώτα ειδικά στάδια. Πόσο εύθραυστος είναι ο ψυχισμός του. Εκεί που συμβαίνει η μεγαλύτερη κακοποίηση, εκεί που κλειδώνουν όλα. Είναι τόσο εύκολο να διαλυθεί ένα νέο πλάσμα. Πάρα πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι όποιος επιβιώνει από μια τραυματική εμπειρία, πώς μπορεί να μην καταλήξει δολοφόνος ή κακοποιητής;

Πως είναι η ζωή με το μεγάλωμα ενός ανθρώπου; Προς το παρόν ασχολούμαστε με το σχολείο. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, θεωρώ ότι έπρεπε να κρατά πολύ λιγότερα χρόνια και να στοχεύει στο να βγάζει ανθρώπους με κριτική σκέψη- όχι προβληματικούς. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Ανταγωνισμός, ποιος θα βγει πρώτος, ποιος θα είναι καλύτερος, άμα δεν είσαι καλός δεν είσαι τίποτα. Είμαι πολύ αντίθετη σε αυτό το σύστημα. Υπέφερα στο σχολείο, δεν συμφωνώ καθόλου με τον τρόπο λειτουργίας του. Και τώρα που το ζω και μέσα από το παιδί, φοβάμαι τι θα ακούσω, γιατί τα πράγματα έχουν αγριέψει. Οι απαιτήσεις είναι τεράστιες - εγώ έμαθα να γράφω στο δημοτικό ενώ το παιδί μου ξέρει εδώ και δύο χρόνια. Από τα τέσσερα του ήδη διάβαζε. Έχει μάθει και κάποια αγγλικά, καταλαβαίνει τη γλώσσα και είναι μόλις έξι χρονών. Μπήκαμε σε αυτή τη διαδικασία επειδή όλοι μπαίνουν, δεν μπορείς να μείνεις απέξω. Αλλά προσωπικά δεν με νοιάζει αν θα μιλήσει αγγλικά στα έξι. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Απλώς υπάρχει μια παράνοια που θέλω να δω και εγώ πώς θα τα καταφέρω.
Τι θα ήθελες να χαρεί περισσότερο το παιδί σου; Την παιδικότητά του. Μια κανονικότητα. Εμένα με κράτησαν όρθια τα καλά παιδικά μου χρόνια. Κατάφερα και στέκομαι δυνατή απέναντι σε οτιδήποτε δύσκολο, γιατί πέρασα καλά.. Έπαιξα πάρα πολύ, μεγάλωσα με υγεία και πολύ αγάπη γύρω μου. Αντέχω σήμερα γιατί έζησα έτσι.
Έλεγα σε κάτι φίλους ότι έβγαινα και έπαιζα πιτσιρίκι σε αλάνες στη γειτονιά και με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Σήμερα δεν αφήνεις το παιδί ούτε στα πέντε μέτρα μόνο. Φοβάσαι τα πάντα: από μια πιθανή αρπαγή, μέχρι ένα αυτοκίνητο που περνάει αντικανονικά ή μια μηχανή που κυκλοφορεί πάνω σε πεζοδρόμιο. Ακόμη και στην παιδική χαρά είσαι συνεχώς σε εγρήγορση -πού είναι το παιδί. Είναι φοβερό το στρες.
Τι θα ήθελες να χορτάσει στη ζωή του; Τα ταξίδια ίσως. Εγώ, εγώ λόγω δουλειάς, δεν είχα την ευκαιρία, και αυτό κάτι που μου λείπει. Και γνώση, φυσικά. Και να ρωτάει «γιατί». Εγώ δεν ρωτούσα. Το μικρό βλέπω ότι το κάνει από νωρίς αυτό και μ' αρέσει. Του έχω πει να μην αφήνει καμία απορία αναπάντητη, να ρωτάει τα πάντα, να μη ντρέπεται. Εγώ ήμουν ένα πολύ κλειστό παιδάκι, κανείς δεν ήξερε τι σκέφτομαι. Ευτυχώς σήμερα οι γονείς ασχολούμαστε πολύ περισσότερο με τα παιδιά μας- παίζουμε μαζί τους, μιλάμε, περνάμε χρόνο. Έχει αλλάξει η διαπαιδαγώγηση και αυτό είναι καλό. Προλαβαίνουμε πράγματα.
Η σημερινή διαπαιδαγώγηση έχει ενοχή; Ναι. Νομίζεις ότι ξέρεις περισσότερα και έτσι, τη στιγμή που αντιδράς ή κάνεις κάτι, αναρωτιέσαι: « το έκανα σωστά; Θα του δημιουργήσω τραύμα;». Εγώ το κουβαλάω πολύ αυτό. Όταν κράτησα πρώτη φορά τον γιό μου στην αγκαλιά μου, η σκέψη μου ήταν : «Δεν θέλω να αποκτήσει τραύμα από μένα». Αυτό που όλοι κατηγορούμε στη μάνα ή στον πατέρα μας.
Δεν είμαστε κι η γενιά που το γνώρισε αυτό από πρώτο χέρι;
Βέβαια. Η δική μας γενιά ονόμασε τα πράγματα, τα είπε δυνατά. Πόσοι γονείς έφυγαν από τη ζωή με φράσεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ; Ο κόσμος βασανίστηκε. Δεν νομίζω ότι μπορείς να μεγαλώσεις έναν άνθρωπο χωρίς να τον πληγώσεις έστω και λίγο. Γιατί κι εσύ, μεγαλώνοντας, νιώθεις πως πληγώνεσαι. Ίσως και να χρειάζεται.
Μπορείς να μεγαλώσεις έναν άνθρωπο «απλήγωτο»; Τι άνθρωπος θα είναι; Δεν γίνεται, όχι. Απλώς, εντάξει, σίγουρα υπάρχουν κάποια σαφή όρια.