Με την Κάτια Γκουλιώνη βρεθήκαμε στην Αγίας Ζώνης, ένα πρωί καθημερινής. Ένας ζωντανός πεζόδρομος, που αν και βρίσκεται σε μια από τις πυκνοκατοικημένες συνοικίες της πόλης, αποπνέει έναν πιο επαρχιακό ρυθμό ζωής. Υπάρχει ενέργεια αλλά όχι ιδιαίτερη βιασύνη στις κινήσεις των ανθρώπων γύρω μας. Αισθάνομαι ότι αυτό της ταιριάζει.
Τη ρωτώ πώς της φαίνεται η γειτονιά και μου απαντά απόλυτα συνδεδεμένη με την παρούσα πραγματικότητα που βιώνει ως κάτοικος της, χωρίς να μασάει τα λόγια της για τις δυσκολίες της καθημερινότητας: «Μ’ αρέσει πολύ η γειτονιά. Δεν ξέρω όμως πόσα χρήματα πρέπει να βγάζει κάποιος για να ζει στο κέντρο της Αθήνας. Δεν υπάρχει κανένας έλεγχος γύρω από αυτό. Για να ζήσεις σε 65 τετραγωνικά πρέπει να δίνεις γύρω στα 600 ευρώ ενοίκιο και σκέψου ότι αυτά τα χρήματα είναι περίπου ο βασικός μισθός. Δεν μπορώ να σκεφτώ πώς τα βγάζουν πέρα οι οικογένειες. Είναι τρομακτικό, επιθετικό και βίαιο όλο αυτό που συμβαίνει με τα ενοίκια. Το όριο μεταξύ του να μένεις σε σπίτι και να μένεις σε μια κούτα στο δρόμο είναι λεπτό, χωρίς έναν μισθό μέσα σε τρεις μήνες έχεις καταστραφεί αν δεν υπάρχει κάτι να σε περιθάλψει».
Είναι ανακουφιστικό, σε μια συνέντευξη και όχι μόνο, ο συνομιλητής σου να μπορεί να εκφράσει αυτό που σκέφτεσαι ξεπερνώντας τα φίλτρα που ίσως οι περισσότεροι χρησιμοποιούμε για να αυτολογοκρινόμαστε. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Κάτια Γκουλιώνη είναι συγκλονιστική ως Σωτηρία Μπέλλου, στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιώργος Παπαγεωργίου σε κείμενο της Σοφίας Αδαμίδου.
Η παράσταση παρουσιάζει την Μπέλλου στο νοσοκομείο «Σωτηρία» το βράδυ που προηγήθηκε της επέμβασης που θα της αφαιρούσε την φωνή, καθώς έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Κι ενώ εστιάζει -πρακτικά- σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, καταφέρνει επί της ουσίας να δώσει τη σωστή διάσταση του τεράστιου μεγέθους μιας γυναίκας που ήξερε ότι έπρεπε να ζήσει τη ζωή της σύμφωνα με τις δικές της επιλογές, ακόμη κι αν χρειαζόταν να τα βάλει με την πατριαρχία, την ακροδεξιά, τις κοινωνικές επιταγές της εποχής που χάραζαν μια συγκεκριμένη πορεία για κάθε γυναίκα, ανεξάρτητα από τις επιθυμίες και τα θέλω της. Κι αυτό έκανε.
Όταν ήμουν μικρότερη, θυμάμαι ότι αναζητώντας πληροφορίες για την Μπέλλου, επειδή με συγκινούσε η φωνή της και τα τραγούδια της, έπεφτα συνεχώς πάνω σε άρθρα που εστίαζαν σε ένα συγκεκριμένο συμβάν της ζωής της, όταν δηλαδή έριξε βιτριόλι στον σύζυγό της και πήγε φυλακή γι’ αυτό. Ήταν μάλιστα τα περισσότερα γραμμένα με «κίτρινη» διάθεση και, έτσι, για το ξεκάρφωμα, ανέφεραν και 2-3 πράγματα για τη μουσική πορεία της. Σκέφτομαι πόσο άδικη ήταν αυτή η ταμπέλα για μια τέτοια συγκλονιστική τραγουδίστρια.
Η Σωτηρία Μπέλλου απέβαλλε, ενώ ήταν πέντε μηνών έγκυος, λόγω ξυλοδαρμού από τον σύζυγό της. Τον παντρεύτηκε στα 17 της, σύμφωνα με την κοινωνική απαίτηση της εποχής που προόριζε τις γυναίκες μόνο για μητέρες και νοικοκυρές, και εκείνος την κακοποιούσε καθημερινά. Δεν ξέρω αν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από τότε, μόνο το νεαρό της ηλικίας διαφέρει. Δεν ξύπνησε κάποια μέρα η Μπέλλου και είπε να του ρίξει βιτριόλι, όχι. Εάν δεν το έκανε, θα τη σκότωνε, θα γινόταν άλλη μία γυναικοκτονία. Σκέψου μια 17χρονη γυναίκα, ένα κορίτσι δηλαδή, να φυλακίζεται για την πράξη της έχοντας υποστεί όλη αυτή τη βία πάνω της. Αν το αναλογιστούμε, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο τραυματικό ήταν αυτό που πέρασε και πόσο άδικο ήταν να ταυτοποιηθεί μετέπειτα με την ταμπέλα εκείνης που βιτριόλιασε τον άντρα της. Θυμώνω πολύ με αυτή την ταυτοποίηση, γι’ αυτή την ηρωίδα, γι’ αυτή τη γυναίκα που άνοιξε τον δρόμο και δεν κρύφτηκε ποτέ, ούτε για τις σεξουαλικές της προτιμήσεις, ούτε για καμία από τις επιλογές της. Όλα αυτά τα έκανε με μεγάλο κόστος. Δεν είχε άγνοια κινδύνου, απλώς ο ηθικός της κώδικας δεν της επέτρεπε να κάνει κάτι που δεν θα μπορούσε να το υποστηρίξει και δεν την αντιπροσώπευε. Δεν μπορούσε να λειτουργήσει με άλλον τρόπο.
Ήταν έτσι από παιδί;
Από πολύ μικρή η Μπέλλου ήταν ένα κορίτσι που έκανε διαφορετικά πράγματα. Έβρισκε σύρματα και τα έκανε χορδές κιθάρας για να παίξει, έπαιζε ποδόσφαιρο στις αλάνες -ήταν ΑΕΚτζού μεγάλη- πήγαινε γήπεδο και έμαθε να τραγουδάει στην εκκλησία. Η διασκέδαση της δεν ήταν να παίξει με τα άλλα παιδάκια της γειτονιάς, αλλά να ψέλνει μαζί με τον ψάλτη παππού της. Η φωνή της είχε αυτό το τεράστιο άνοιγμα στον ουρανό, ήταν ατσάλινη, βυζαντινή. Πέρυσι, κατά τη διάρκεια της έρευνας, άκουγα ηχογραφήσεις από όλη την πορεία της, από τα πρώτα χρόνια αλλά και από τα τελευταία της δισκογραφία της. Είναι τρελό, αλλά η φωνή της, αντί να μικραίνει, δυνάμωνε και γινόταν ολοένα και πιο γοητευτική, γιατί η χροιά της γιγαντώνονταν με το πέρασμα του χρόνου. Πόσο τραγικό ότι της πήραν τη φωνή, ότι είχε καρκίνο εκεί.
Η Μπέλλου κατάφερε να ξεφύγει από τη προδιαγεγραμμένη γι’ αυτήν πορεία. Η κοινωνία πώς συμπεριφέρεται σε όσους αποτινάσσουν τις κοινωνικές επιταγές;
Το ότι κάποιοι μπορούν να φύγουν μέσα από το πλαίσιο που έχουν γαλουχηθεί, μου γεννά ελπίδα. Με κάνει να πιστεύω ότι μπορούμε να συνεχίζουμε, να εξελισσόμαστε, να πετάμε. Είμαστε όμως τρομερά επιφυλακτικοί απέναντι σε άνθρωπο για τον οποίο δεν μπορούμε να έχουμε μια συγκεκριμένη στερεοτυπική αναφορά. Δεν θέλουμε να νιώθουμε ηλίθιοι, δεν θέλουμε να νιώθουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε. Θέλουμε οι άνθρωποι να έχουν αναφορές που μας ξεκουράζουν και έναν συγκεκριμένο κώδικα επικοινωνίας που ξέρουμε ως manual.
Προσωπικά δεν καταλαβαίνω όταν άνθρωποι που εναντιώνονται σε κοινωνικές αλλαγές χρησιμοποιούν ως επιχείρημα το «έτσι τα μάθαμε από τους γονείς μας». Τι σημαίνει αυτό; Δεν έχεις προσωπικότητα να πας παραπέρα από εκεί που σε έμαθαν;
Είναι απογοητευτικό όταν βλέπεις τη συνέχεια των συνηθειών με έναν ψυχαναγκαστικό σχεδόν τρόπο, πόσο μάλλον όταν όλο το έξω είναι ένα εχθρικό περιβάλλον και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αφεθούμε σε κάτι που δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να το ταυτοποιήσουμε με τον τρόπο που θα θέλαμε. Είναι πολύ εχθρικό πλέον το έξω, ακούμε πια για μια βροχή και το σκεφτόμαστε διπλά για να βγούμε από το σπίτι. Όλες αυτές τις φοβίες τις δημιουργεί ο σκληρός καπιταλισμός. Είναι πολύ δύσκολο στην καθημερινότητα, εξαιτίας όλου αυτού του «βομβαρδισμού» που δεχόμαστε, να πάρουμε τον χρόνο μας για να σκεφτούμε ώστε να τοποθετηθούμε. Έχει εκλείψει ο χρόνος για σκέψη, υπάρχουν μόνο άμεσες αντιδράσεις. Είναι ο ρυθμός που επιτάσσει ο καπιταλισμός για να είμαστε παραγωγικοί, για να είμαστε συνεχώς ενεργοί χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη παύση.
Θεωρείται πλέον ντροπή να πει κάποιος «θέλω να τεμπελιάσω».
Ακριβώς, ή «θέλω να βαρεθώ».
Πώς γίνεται κάποιος να είναι συνέχεια παραγωγικός;
Για εμένα είναι κάτι πολύ δύσκολο. Ευτυχώς παίρνω χρόνους για την προετοιμασία και για την ίδια τη δουλειά, είτε είναι μια παράσταση, είτε μια ταινία. Πάντα βέβαια με την προϋπόθεση ότι μπορώ να ζήσω απ’ αυτό. Πρέπει να βάλουμε αυτή την παράμετρο, γιατί δεν είναι δεδομένο ότι μια δουλειά μπορεί να σου δώσει τα απαραίτητα χρήματα ανά μήνα για να πληρώσεις λογαριασμούς και να έχεις το φαγητό σου. Όσο μπορώ, όμως, αποφεύγω τη λογική της συνεχούς παραγωγικότητας. Αυτό μου δίνει τη χαρά να κάνω αυτό που θέλω, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, αλλά τουλάχιστον να επικεντρώνομαι στη διαδικασία. Δεν υπάρχει το πλαίσιο υποστήριξης για να μπορούμε να ζούμε έτσι, χωρίς να πιεζόμαστε, και ούτε πρόκειται να υπάρξει.
Γιατί;
Γιατί αν υπάρξει θα έχουμε χρόνους να αντιδράσουμε, να σκεφτούμε τι συμβαίνει γύρω γύρω. Άρα θεωρώ ότι δεν θα επιτραπεί να υπάρξει· το ξέρω ότι ακούγεται απαισιόδοξο αυτό που λέω.
Το 1946 η Μπέλλου αρνήθηκε να τραγουδήσει την παραγγελιά μιας παρέας Χιτών που είχε πάει στο μαγαζί. Ξυλοκοπήθηκε άγρια και επιτόπου λόγω αυτή της της επιλογής της. Είναι κι αυτό το συμβάν που αποδεικνύει αυτό που ανέφερες πριν, για το πόσο πιστή ήταν στον ηθικό της κώδικα.
Έχουμε τεράστιο χρέος απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν δείξει τέτοια ανθεκτικότητα. Η ανθεκτικότητα της Μπέλλου ήταν ατσάλινη όπως η φωνή της, αρκεί να αναλογιστούμε τι πέρασε, τι βίωσε αυτή η γυναίκα. Δεν έκανε καμία έκπτωση. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι έτσι, αλλά υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι. Ο καθένας μας μπορεί να δοκιμάζει σε διαφορετικά πεδία την ανθεκτικότητά του. Ένας εργαζόμενος μπορεί να τη δοκιμάζει πίσω από ένα ταμείο, 12 ώρες όρθιος, χτυπώντας νούμερα κι αυτό είναι κάτι που θαυμάζω. Το ηρωικό δεν αφορά μόνο κάτι το απόλυτο ή κάτι το «υψηλό».
Ποια ήταν η οπτική σας, με τον σκηνοθέτη της παράστασης Γιώργο Παπαγεωργίου, για το πώς θα προσεγγίσετε αυτή την τόσο μοναδική προσωπικότητα;
Με τον Γιώργο Παπαγεωργίου δουλέψαμε τρομερά ελεύθερα στην προσέγγιση. Δεν ταυτοποιήσαμε ότι πάμε να προσεγγίσουμε τη Σωτηρία, ότι πάμε να βρούμε πώς ήταν. Δουλέψαμε πολύ περισσότερο στην έρευνα και σε κάτι συνολικότερο αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε αυτό. Το τελευταίο που μας απασχόλησε ήταν να προσεγγίσουμε την ηρωίδα και να βρούμε το πού είναι η ερμηνεία. Γενικά, έχω τεράστιο θέμα με τον στόχο «να κάνω αριστούργημα». Με εξιτάρει τρομερά η έρευνα, η διαδικασία του να καταλάβω, του να δημιουργήσω εικόνες που δεν υπάρχουν. Αυτό είναι που με ιντριγκάρει, και σε εκείνη την περίοδο της προετοιμασίας ο χρόνος μετράει διαφορετικά.
Είναι εθιστική αυτή η διαδικασία;
Φοβερά εθιστική. Μετά, σταδιακά, έχεις δημιουργήσει κάτι, κάπως το έχεις δουλέψει. Μετά είναι λίγο πιο στρωμένος ο δρόμος, όχι ότι αποκλείεται να σου ξεγυμνώσει κάτι καινούριο. Το κομμάτι της προετοιμασίας και της έρευνας μου αρέσει περισσότερο από όλα, μ’ αρέσει περισσότερο και από το να παίζω.
Νιώθεις κούραση κάποια στιγμή; Ψυχική ή και σωματική;
Ναι, γιατί δεν υπάρχουν συνθήκες εργασίας που να σου δίνουν μια ανάσα για να μπορείς να πεις ότι ναι μεν κουράζεσαι αλλά είναι δημιουργικό αυτό που κάνεις.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχεις κάνει τηλεόραση μέχρι τώρα;
Ήμουν πολύ διστακτική με την τηλεόραση. Δεν έτυχε ένα σενάριο που θα μπορούσα να το υποστηρίξω, μια ηρωίδα που θα μου άρεσε να την υποδυθώ. Είχα μια μικρή εμπειρία με τη συμμετοχή μου στη «Ζωή εν τάφω» σε σκηνοθεσία του Τάσου Ψαρά, όμως πρόκειται για έναν άνθρωπο που προέρχεται από τον κινηματογράφο και του οποίου οι ταινίες μου αρέσουν τρομερά, ειδικά «Το εργοστάσιο» και το «Δι’ ασήμαντον αφορμήν» και αυτός ήταν ο σημαντικότερος λόγος για την εμπλοκή μου. Τώρα, μετά από πέντε χρόνια, θα παίξω σε μια νέα αστυνομική μίνι σειρά που ονομάζεται «Μαύροι πίνακες» και τη σκηνοθετεί η Κατερίνα Φιλιώτη. Την Κατερίνα την αγαπώ πάρα πολύ και με έκανε από την πρώτη στιγμή να αισθανθώ καλά, να αισθανθώ ασφάλεια. Μου αρέσει πολύ η ηρωίδα που θα υποδυθώ, οι υπόλοιποι συντελεστές είναι εξαιρετικοί, τους εκτιμώ. Το σπουδαίο επίσης είναι ότι μας έχει δοθεί ένα σημαντικό διάστημα προβών, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά στην τηλεόραση. Υπάρχει ένα ασφαλές πεδίο προετοιμασίας και για μένα αυτό είναι απαραίτητο για να μπορέσω να το υποστηρίξω. Ποτέ δεν ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, αλλά υπάρχουν όλες εκείνες οι συνθήκες που με κάνουν να είμαι χαρούμενη που βρίσκομαι εκεί.
Σωτηρία με λένε
Συγγραφέας: Σοφία Αδαμίδου
Σκηνοθεσία-Διασκευή & Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Σκηνικά-Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Φωτισμοί: Χάρης Δάλλας
Σωτηρία η Κάτια Γκουλιώνη, Νοσοκόμα η Ιωάννα Μονέδα
Μουσικοί: Αντώνης και Θοδωρής Ξηντάρης