Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Κωνσταντίνος Μπιμπής: «Όταν καταλαγιάζει η λύσσα, αυτό που μένει είναι η ουσία»

Ο χαρισματικός ηθοποιός πρωταγωνιστεί στον Εχθρό του Λαού σε σκηνοθεσία του Τόμας Οστερμάιερ και μιλά στον Δημήτρη Πάντσο για όλα αυτά που αγαπά αλλά και για τη σπάνια στιγμή που βρήκε έναν ρόλο τόσο κοντά του, ώστε «θα υπέγραφε κάθε του λέξη»

Κωνσταντίνος Μπιμπής

Υπάρχουν άνθρωποι που μεγαλώνουν με φασαρία κι άλλοι που ωριμάζουν με σιωπή. Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Δεν διεκδικεί, δεν κραυγάζει· απλώς υπάρχει με τη διαύγεια εκείνου που έχει περάσει μέσα από το άγχος και τη λύσσα — και βγήκε πιο ήρεμος και σίγουρος. Στην όψη του υπάρχει κάτι από το φως των ανθρώπων που ξέρουν να διεκδικούν. Και να κερδίζουν. 

Η διαδρομή του —κυρίως θεατρική— μοιάζει με εκείνα τα καλοκαίρια που αρχίζουν με φούρια και τελειώνουν γεμάτα, χαλαρά και ηλιόλουστα. Πέρασε από τη φωτιά της φιλοδοξίας, των απογοητεύσεων και των επιτυχιών, και τώρα πια μπορεί να μιλάει χωρίς άμυνες. Δεν πιστεύει ιδιαίτερα στη λάμψη της τηλεόρασης, ούτε στην εξαγωγή ταλέντου. Προτιμά τη σκηνή — εκεί που όλα κρίνονται στο παρόν. Ανήκει σε εκείνη τη γενιά των ηθοποιών που δεν κάνουν «καριέρα», αλλά πορεία· με ήττες, επιμονή και καθαρή ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία.

Αυτή την περίοδο συμμετέχει σε μια από τις πιο πολυσυζητημένες θεατρικές στιγμές της χρονιάς. Ο Τόμας Όστερμάιερ, σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της θρυλικής βερολινέζικης Schaubühne, ήρθε στην Αθήνα για να παρουσιάσει στο Θέατρο Κνωσός τη δική του εκδοχή του εμβληματικού έργου του Ίψεν Εχθρός του λαού, η οποία έχει μέχρι τώρα ταξιδέψει σε πάνω από τριάντα χώρες. Και αναμετριέται φυσικά με τα ίδια ερωτήματα: ηθική ευθύνη ή οικονομικά συμφέροντα, διαφάνεια ή απόκρυψη της αλήθειας, έχοντας επίκεντρο τον γιατρό Στόκμαν που τολμά να πει την αλήθεια — και γίνεται «εχθρός του λαού».

Για τον Μπιμπή, αυτή η συνεργασία δεν είναι απλώς μια θεατρική εμπειρία. Είναι, όπως λέει ο ίδιος, «ένα σημείο ταύτισης «πολιτικά, συναισθηματικά, ανθρώπινα». Κι ίσως αυτό να είναι που τον καθορίζει: η βαθιά του ανάγκη να βρεθεί μέσα σε ιστορίες που μιλούν για την αλήθεια και την αντίσταση.

Κωνσταντίνος Μπιμπής

Τη μέρα που τον συνάντησα στο φουαγιέ του θεάτρου Κνωσσός, είχε γενέθλια. «Δεν με έχει χτυπήσει ποτέ κάποιο γενέθλιο άγχος», θα πει γελώντας όταν τον ρώτησα πώς αισθάνεται αυτές τις μέρες που ο χρόνος προστίθεται εορταστικά. «Ούτε στα τριάντα, ούτε στα είκοσι. Στα τριάντα μέθυσα πολύ, αλλά μπορεί αυτό να βοήθησε να ξεπεραστεί η κρίση». Στα τριάντα έξι του, με βλέμμα ήρεμο και φωτεινό, μοιάζει να έχει βρει τη συχνότητα στην οποία θέλει να κινείται. «Δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που λέει ότι δεν κατάλαβα πώς πέρασαν τόσα χρόνια. Το καταλαβαίνω μια χαρά. Ειδικά στη δουλειά. Μπήκα πολύ μικρός, στα εικοσιένα, και πολύ λυσσασμένος για θέατρο. Ήθελα να τα κάνω όλα πολύ γρήγορα. Τώρα η λύσσα έχει καταλαγιάσει, η αγάπη όμως νομίζω είναι πιο ουσιαστική. Όπως συμβαίνει δηλαδή και με τις ανθρώπινες σχέσεις ή με τις ερωτικές σχέσεις. Όταν καταλαγιάζει λίγο η πρώτη λύσσα, μετά αυτό που μένει, αν μείνει, είναι η ουσία. Έτσι έγινε και με μένα και το θέατρο».

Κάποτε ήθελε απλώς να υπάρχει μέσα στη σκηνή, να δοκιμάζει τα όριά του. Τώρα, χρειάζεται να ξέρει γιατί. Μου λέει πως η πανδημία λειτούργησε στη ζωή του σαν καταλύτης. «Ήταν σαν κάποιος να μας είπε: “Παιδιά, δεν είστε και τόσο σημαντικοί. Πρώτα εσάς κόβουμε”. Για εμάς τους ηθοποιούς, που έχουμε και την τάση να ζούμε στον μικρόκοσμό μας και να θεωρούμε αυτό που κάνουμε πολύ σημαντικό και τους εαυτούς μας πολύ σημαντικούς, ήταν σοκαριστικό. Αυτό εμένα με προσγείωσε. Έκλεισε ένας κύκλος άγριας φιλοδοξίας κι άνοιξε ένας άλλος, πιο συνειδητός. Με βοήθησε να αναρωτηθώ τι ηθοποιός θέλω να είμαι».

Η πανδημία όμως τον βρήκε τελικά τυχερό. «Εγώ ήμουν από τους ευνοημένους», λέει. «Δούλευα στη Λυρική και στο Εθνικό όταν κλείσανε όλα. Κι έτσι μπορούσα να πληρώσω λογαριασμούς, να φάω. Αλλά υπήρχαν συνάδελφοι που έφτασαν σε σημεία φοβερής εξαθλίωσης».

Τον ρωτάω πού πέρασε την πανδημία. «Παντρεύτηκα τότε τους κολλητούς μου!», απαντά. «Παιδικοί φίλοι από το δημοτικό, αδερφικοί ακόμα, και μέναμε και κοντά ο ένας στον άλλο. Θυμάμαι είμαστε σπίτι του ενός και λέει: «Lockdown στην Ιταλία». Ήταν, νομίζω, το πρώτο. Εγώ είμαι από τη Σκύρο και έχω σπίτι εκεί, οπότε προτείνω: «Πάμε στο νησί». Τα θέατρα είχαν ήδη κλείσει δύο μέρες πριν. Τους πείθω και την επόμενη μέρα γεμίζουμε το αμάξι. Περάσαμε δυόμιση μήνες φανταστικά. Το ξέρω, προκλητικό να το λέω αυτό. Το λέμε και για πλάκα μεταξύ μας τώρα, είναι ίσως η πιο σοφή απόφαση που έχουμε πάρει ποτέ στη ζωή μας».

Είχα διαβάσει σε μια παλαιότερη συνέντευξη του στη Λίνα Ρόκου για την Popaganda, πως στα 45 θα ήθελε να έχει επιστρέψει στον νησί σου σε μια πιο σταθερή βάση. Αναρωτιέμαι αν ο «καημός» αυτός παραμένει. «Ναι», λέει, «στα σαρανταπέντε μου σκοπεύω να γυρίσω στη Σκύρο. Προχωράω προς αυτή την κατεύθυνση πιο ρεαλιστικά πια. Ο στόχος είναι τουλάχιστον έξι μήνες το χρόνο να είμαι εκεί, είτε καλοκαίρι, είτε χειμώνα, ή Πάσχα με Σεπτέμβριο-Οκτώβριο. Η σύνδεσή μου με τον τόπο είναι βαθιά. Αν και δεν γεννήθηκα ούτε μεγάλωσα εκεί, πήγαινα κάθε καλοκαίρι, Χριστούγεννα, Απόκριες, Πάσχα. Ένας τρόπος ζωής που σε εθίζει. Περνάνε μήνες και ψάχνω να βρω τρύπες στο πρόγραμμα για να πάω. Λειτουργεί καταπραϋντικά στο μυαλό και στο σώμα. Και παρότι ταξιδεύω συνεχώς με περιοδείες, όταν έχω δύο εβδομάδες ελεύθερες, δεν μπορώ να φανταστώ να πάω αλλού· μόνο αν περισσεύει χρόνος».

Η Αθήνα δεν είναι από τις αγαπημένες του πόλεις. «Δεν την αγαπούσα ποτέ», λέει. «Και τώρα γίνεται όλο και χειρότερη». Μεγάλωσε στον Άλιμο, πέρασε από το κέντρο, μετά Ψυχικό, Αγία Παρασκευή και σύντομα Παλλήνη. Όσο απομακρύνεται, τόσο περισσότερο νιώθει ότι η πόλη τον περιορίζει. Ο ρυθμός, το άγχος, η ασχήμια της, η βρωμιά της, όλα τον ταράζουν. Παράλληλα όμως, η νυχτερινή ζωή της Αθήνας τον γοητεύει και η δουλειά του τον φέρνει καθημερινά στο κέντρο, κρατώντας τον σε επαφή με τη ζωντάνια της πόλης.

Η μουσική αποτελεί γι' αυτόν ένα ακόμη καταφύγιο. Το 2022 συγκρότησε μια μπάντα τους Dαλκance! με φίλους και συναδέλφους, παίζοντας, χαλαρώνοντας, δημιουργώντας. «Είναι ο τρόπος μου να κάνω μαλακίες», λέει γελώντας, «γιατί το θέατρο, όσο και να το λατρεύω, παραμένει δουλειά». Παίζει κιθάρα, πιάνο, ακούει μουσική, και μέσα σε αυτή τη διαδικασία βρίσκει μια ελευθερία που το θέατρο δεν μπορεί πάντα να του προσφέρει. Έχει ταξιδέψει δύο φορές στη Νέα Υόρκη με παραστάσεις των «Όρνεων» και του «Ίωνα». Λάτρεψε την πόλη, παρακολούθησε μαθήματα, αλλά ποτέ δεν φαντάστηκε τον εαυτό του να ζει εκεί μόνιμα. Η ιδέα μιας ολόκληρης σεζόν στην Αμερική τον φρίκαρε. Δεν τον ενδιαφέρει το Hollywood, ούτε η κατάκτηση άλλης χώρας. «Έχω δει πώς πάει αυτό. Συνήθως όχι καλά. Δεν έχει να κάνει με την αξία σου». Ο στόχος του είναι να κάνει τέχνη με τους όρους του, στην Ελλάδα.

Πριν από την πανδημία είχε δοκιμαστεί στην απέναντι όχθη — αυτή του επιχειρηματία. Τέσσερα χρόνια με δικό του θέατρο. Από το 2016 μέχρι το 2020. «Ήταν μια τρέλα της στιγμής. Είχαμε μια πετυχημένη παράσταση, το “Ρωμαίος και Ιουλιέτα για δύο”, ως ομάδα ΙΔΕΑ, σκέτο χρυσωρυχείο, και είχαμε βαρεθεί να δίνουμε λεφτά στους παραγωγούς μόνο και μόνο για να μας παρέχουν μια σκηνή. Και είπαμε, αφού έχουμε την κότα με τα χρυσά αυγά, δεν κάνουμε μια τρέλα; Ήταν ωραίο, αλλά και καταστροφικό. Έμεινα χρεωμένος. Χρειάστηκε χρόνος να το αποδεχτώ. Ήταν όμως σχολείο. Έμαθα πώς λειτουργεί όλο το σύστημα, από μέσα. Μετά από όλα αυτά αποφάσισα να μην ξανασχοληθώ με οτιδήποτε επιχειρηματικό, ειδικότερα σε σχέση με το θέατρο. Και επίσης αποφάσισα ότι θέλω να μπορώ να λειτουργώ και πιο αυτόνομα, εκτός ομάδας — η οποία είχε διαλυθεί ούτως η άλλως από το 2019. Και να φροντίζω πολύ τις επιλογές μου στο θέατρο».

Κι όταν τα θέατρα ξανάνοιξαν, ήρθε η έκρηξη. «Το κοινό επέστρεψε με μανία. Το συζητούσαμε προχθές με συναδέλφους. Το μπαμ ήρθε από τους κάτω των τριάντα πέντε. Νομίζω ότι είχαν ανάγκη να ξαναζήσουν την κοινή εμπειρία — αυτή που πολλοί μαζευόμαστε να πιούμε, να φάμε, να δούμε ένα live. Και κάπως έτσι, το θέατρο ξανάγινε αναγκαίο».

Ο Κωνσταντίνος δεν έχει φιλοδοξίες τηλεοπτικής ή κινηματογραφικής λάμψης. Περίεργο, αλλά αληθινό. «Δεν με τραβάνε ως βάση», λέει, «δεν έχω κάτι εναντίον, απλώς εγώ δουλεύω αλλιώς. Υπάρχει πολλή μελέτη στο σπίτι, υπάρχει πολύ διάβασμα γύρω-γύρω, υπάρχει πολλή προετοιμασία. Μου αρέσει να κάνω έρευνα, να βυθίζομαι. Είναι τόσο απαιτητικό το θέατρο από τη φύση του, που πολύ σπάνια μπορείς να μην έχεις πρόβα ή να μην έχεις περιοδεία. Η πίεση χρόνου σε αυτά τα μέσα με κάνει να ξεχνάω γιατί ξεκίνησα αυτή τη δουλειά. Υπάρχει ένας όγκος δουλειάς που αν δεν τον κάνω, δεν απολαμβάνω τη διαδικασία της εργασίας ούτε αποδίδω όπως θα ήθελα εγώ. Οπότε υποφέρω». Στο θέατρο βρίσκει την πειθαρχία, τη σιωπή, τη χαρά και την ουσία που ψάχνει.

Αυτόν τον καιρό ζει μια εμπειρία που, όπως λέει, «θα μείνει για πάντα». Συνεργάζεται με τον Τόμας Οστερμάιερ, έναν από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες. «Μου πήρε μέρες να το συνειδητοποιήσω», λέει. «Τον θαύμαζα χρόνια. Τον θεωρώ τον πιο πολιτικό σκηνοθέτη της Ευρώπης. Ο τρόπος που εκσυγχρονίζει τα κλασικά έργα χωρίς να χάνουν το βάθος τους είναι ιδιοφυής». Η συνάντηση αυτή μοιάζει σχεδόν καρμική. «Πολιτικά, συναισθηματικά, ανθρώπινα- νιώθω απόλυτα ταυτόσημος με αυτό που παίζω». Έχει γίνει η Αθήνα ένα σημαντικό κέντρο Τεχνών που ελκύει πλέον ανθρώπους σημαντικούς; «Όσο κι αν εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε ακριβώς», λέει, «ή το αντιλαμβανόμαστε πλέον σιγά-σιγά, νομίζω ότι αυτό συμβαίνει. Είναι κάτι που σχετίζεται με τη σκέψη και τη διανόηση, με έναν τρόπο. Αυτό που πριν από κάποια χρόνια ακούγαμε για το «Athens is the new Berlin», και γελάγαμε, πλέον ψιλοσυμβαίνει. Και, όπως καταλαβαίνω από συζητήσεις με διάφορους ξένους καλλιτέχνες που έρχονται ή θέλουν να περνούν όλο και περισσότερο χρόνο εδώ, φαίνεται πως γοητεύονται από το χάος της Αθήνας. Γοητεύονται επίσης από το γεγονός ότι, παρόλο που έχουμε μία σκληρά νεοφιλελεύθερη και συντηρητική κυβέρνηση, παραμένουμε στους δρόμους και διατηρούμε αυτό το παρελθόν και την ιστορία της αντίστασης, η οποία εξακολουθεί να φαίνεται ακόμη και στο φοιτητικό κοινό».

Τον ρωτάω να μου περισσότερα για αυτή την ανέλπιστη συνεργασία. Απαντά: «Δεν τον αντιμετωπίζω σαν οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη. Στις παραστάσεις του βρίσκεις τις καλύτερες δραματουργικές προτάσεις και η αγάπη του για τα κλασικά έργα εκφράζεται με έναν ιδιοφυή τρόπο. Και εγώ έχω μια μεγάλη αγάπη στα κλασσικά έργα. Ο τρόπος που καθοδηγεί τους ηθοποιούς του είναι εκπληκτικός· όταν τον βλέπεις να δουλεύει, δεν μπορείς να αποκωδικοποιήσεις πώς φτάνει εκεί το αποτέλεσμα. Και όταν πλέον βλέπεις από μέσα, καταλαβαίνεις ότι είναι απλό. Δεν είχα δει τον «Εχθρό του λαού» στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ούτε και στο Λονδίνο- παραλίγο- με τον Ματ Σμιθ που τον λατρεύω. Ευτυχώς, γιατί δουλεύουμε διαφορετικά· δεν ήθελα να επηρεαστώ από προηγούμενες παραστάσεις. Η παράσταση δεν είναι αντιγραφή, η καθοδήγηση γίνεται πάνω στο υλικό που παρέχουμε εμείς. Η δραματουργία είναι σπουδαία, εκσυγχρονισμένη, με απλότητα και ακρίβεια. Είναι δύσκολο έργο, ανοιχτό σε πολιτική ερμηνεία, με κινδύνους να γίνεις διδακτικός αν δεν προσέξεις».

Συνεχίζω ρωτώντας τον τι είναι γι αυτόν το έργο αυτό. «Θα μπορούσα να βάλω την υπογραφή μου δίπλα σε κάθε λέξη του κειμένου», λέει, «κάτι που δεν μου έχει ξανασυμβεί ποτέ.  Το έργο με βοηθά να κατανοήσω καλύτερα τη ζωή και τη μικροκλίμακα των ανθρώπινων σχέσεων: τι γίνεται σε μια παρέα, σε ένα ζευγάρι, ανάμεσα σε αδέρφια. Σου ανοίγει παράθυρο στην καθημερινή πραγματικότητα, στο μικροσκοπικό αλλά καθοριστικό πλαίσιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Είναι αυτό που με συγκινεί: η τέχνη που σε κάνει να βλέπεις καθαρά, να νιώθεις, να αμφισβητείς και να κατανοείς. Και ναι, η εποχή του έργου είναι εδώ και τώρα. Βοηθά όχι μόνο να καταλάβεις το θέατρο, αλλά και την κοινωνία γύρω σου, σε όλη τη μικροκλίμακά της, στην καθημερινή ζωή, με πολιτική και ανθρώπινη χροιά. Αυτό κάνει τον «Εχθρό του λαού» του Όστερμάγιερ τόσο σπουδαίο».

Το έργο στην Ελλάδα δεν έχει ανέβει πολλές φορές. Άλλα κλασικά έργα παρουσιάζονται κάθε δύο-τρία χρόνια, ενώ ο «Εχθρός του λαού» έχει ανέβει μόλις τέσσερις-πέντε φορές στο σύνολο. Θα περίμενε κανείς περισσότερες. Τον ρωτάω αν το βρίσκει περίεργο. «Αν διαβάσεις το ιψενικό κείμενο», λέει, «καταλαβαίνεις γιατί. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, πολύ πιο δύσκολο από όσο μπορείς να φανταστείς. Το έργο είναι ανοιχτό από γραφής, δεν ξέρεις πού θα πάει και ποια πολιτική θέση μπορεί να πάρει. Έχουν υπάρξει άνθρωποι που το εκτίμησαν ενώ οι ιδέες τους ήταν εντελώς αντίθετες, ακόμα και φασιστικές, καταλαβαίνεις; Είναι τόσο ανοιχτό. Κάθε θεατρική απόδοση έχει τη δική της απόφαση, ανάλογα με το πώς το βλέπει ο σκηνοθέτης και ο δραματουργός. Εδώ, η δραματουργία είναι σπουδαία. Σπουδαία με την έννοια της απλότητας και του απόλυτου εκσυγχρονισμού. Ενώ πρόκειται για το ίδιο έργο, η εκδοχή του Όστερμάγιερ έχει μικρά, σημαντικά "κουνήματα"».

Κωνσταντίνος Μπιμπής

Αναρωτιέμαι πόσο εύκολα ακουμπά με ασφάλεια στους σκηνοθέτες του. «Η διαδικασία να αφήνεσαι και να ακολουθείς τις οδηγίες κάποιου μου είναι πλέον εύκολη, αλλά αυτό είναι κατάκτηση. Με τον χρόνο», διευκρινίζει, «απαλλάσσεσαι από ανασφάλειες, διαμορφώνεται ο εγωισμός σου, φορτώνεις λίγη αυτοπεποίθηση και έτσι μπορείς να εμπιστευτείς τον σκηνοθέτη. Σέβομαι την ιεραρχία· αυτός υπογράφει, αυτός αποφασίζει, και ακόμα κι αν διαφωνώ κι εκφράσω τον προβληματισμό μου, κάνω ό,τι θέλει. Με κακό σκηνοθέτη σίγουρα μπορεί να έχεις πρόβλημα, αλλά είναι μέρος του παιχνιδιού. Υπάρχει και η επιλογή να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά εγώ ποτέ δεν το έχω επιστρατεύσει — θα ήταν ανήθικο, αντι-καλλιτεχνικό, απέναντι στους συναδέλφους, στον σκηνοθέτη και στο κοινό».

Την ώρα που μιλάει, θυμάμαι πως όλα αυτά αφορούν έναν άνθρωπο που κάποτε σκεφτόταν να τα παρατήσει. «Τελείωσα τη σχολή το 2011. Ήταν κρανίου τόπος. Η κρίση είχε σαρώσει τα πάντα. Σκεφτόμουν να επιστρέψω στη Φιλολογία. Το ότι δεκαπέντε χρόνια μετά είμαι ακόμη εδώ και ζω από τη δουλειά μου, σε παραστάσεις που αγαπώ, είναι για μένα το μεγαλύτερο όνειρο». Και τι θα ευχόταν για τα τριάντα έξι του χρόνια; ρωτάω λίγο πριν τον χαιρετήσω και αφήσουμε την Αθήνα να μας καταπιεί. «Να είμαι καλά, να είμαι με ανθρώπους που αγαπώ και να με αγαπάνε κι αυτοί, και να  συνεχίσω με την ίδια πίστη και κουράγιο που έχω σήμερα να κάνω ό,τι κάνω».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΘΕΑΤΡΟ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
Save