Δεν παίρνει τον εύκολο δρόμο, της το δίδαξε αυτό ο Λευτέρης Βογιατζής. Κυνηγά πάντα το au-delà, το «πάνω από». Αγαπά τις χιονόμπαλες –έχει 800- εξαιτίας των ουράνιων τόξων που δημιουργούν στο πάτωμα όταν τις διαπερνά ο ήλιος. Θα ήθελε να «φέρει» τη θάλασσα στην Αθήνα, να γίνει η Πειραιώς η γλώσσα της Αθήνας που θα απλωθεί και θα γευθεί το αλμυρό νερό. Είναι μηχανικός, αρχιτέκτων, σκηνογράφος 70 παραστάσεων, όμως οι πρώτες της ύλες είναι οι λέξεις. Τα κείμενα.
Η Εύα Μανιδάκη, τον Δεκέμβριο του 2014 δουλεύει με τον Γιάννη Χουβαρδά για τον «Αμλετ» που θα ανεβάσει τον Ιανουάριο στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, συνεργάζεται με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου για ένα μέρος της τελετής έναρξης των Πρώτων Πανευρωπαϊκών Αγώνων στο Μπακού, ετοιμάζει τα σκηνικά για τον «Γυάλινο Κόσμο» και το «Αδελφοί Καραμαζώφ»
Δεν χάνει το βηματισμό της, έχει πίστη στα θαύματα, σιγοτραγουδά το Bang Bang και αναζητά, βλέπει παντού συνομιλίες. Περιμένοντας να διαβάσει το «λεξιλόγιο Μανιδάκη» που της ετοιμάζει η ομάδα του «Αμλετ».
Είδα μια ανάρτηση σας πρόσφατα στο facebook, περί θαυμάτων. Aλήθεια πιστεύετε στα θαύματα; Φυσικά. Αλλοίμονο αν δεν πίστευα. Αυτή η πίστη με κινητοποιεί. Μου επιτρέπει να συναντώ ανθρώπους και να είμαι ανοιχτή σε αυτές τις συναντήσεις. Η πίστη μου στα θαύματα είναι η ένεσή μου.
Έχει ενδιαφέρον, μιλάτε για θαύματα και αναφέρεστε σε συναντήσεις. Συναντήσεις με ανθρώπους, κείμενα, τόπους. Καθόλου δεν το εννοώ αυτό με τη θρησκευτική έννοια. Εχει σχέση με το να αισθάνομαι ζωντανή. Είναι αυτό που μου δίνει μια ανάσα παραπάνω από αυτή που χρειάζομαι. Αυτό που με σηκώνει πέντε εκατοστά πάνω από τη γη. Είναι αυτό το «αχ» που κάνεις – σαν το «αχ» που ξεκινάει ο Φάουστ.
Ποιο είναι το τελευταίο τέτοιο «αχ» που είπατε; Η συνάντησή μου με το κείμενο του «Άμλετ». Και με όλη αυτή την ομάδα των εξαιρετικών ηθοποιών και με τον Γιάννη Χουβαρδά. Είναι μια οικοδομή που χτίζεται αυτή τη στιγμή η παράσταση. Βλέπω το σκηνικό που έχω κάνει να αποκτά ζωή και αυτό με έχει κυριεύσει. Εμπλέκομαι πάρα πολύ συναισθηματικά με αυτό που κάνω κάθε φορά – άσχετα με το αν είναι μικρό ή μεγάλο.
Και άσχετα από το γεγονός ότι είναι θνησιγενές; Το λέω επειδή είστε αρχιτέκτων, και οι αρχιτέκτονες θεωρητικά δημιουργούν κατασκευές για το «πάντα». Αυτό το θνησιγενές είναι που με γοητεύει. Το μια κι έξω. Εχει όριο: Τότε θα τελειώσει και τότε θα αρχίσει. Αυτό δεν υπάρχει στην αρχιτεκτονική, γι’ αυτό μου ανεβάζει την αδρεναλίνη. Είναι ένα πολύπλοκο συναίσθημα, αισθάνομαι ότι λειτουργώ στο peak μου. Το γεγονός ότι πεθαίνει κάτι με εξιτάρει: Είναι για λίγο, πρέπει να το χορτάσω.
Πως δουλέψατε για τον «Αμλετ» που ετοιμάζει ο Γιάννης Χουβαρδάς στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών τον Ιανουάριο; Άρχισα διαβάζοντας το κείμενο, τη νέα μετάφραση του Διονύση Καψάλη. Στην πρώτη ανάγνωση που τον άκουσα αυτό τον λόγο, αμέσως απέκτησε μιαν άλλη ζωή. Στη συνέχεια έκανα μια δουλειά μόνη μου, ένα πρώτο ψηλάφισμα του κειμένου που το έχω ανάγκη -αυτό το κάνω σε όλες μου τις δουλειές, δηλαδή. Και μετά αρχίζω και γράφω πράγματα σε σχέση με αυτό που μου δημιουργείται έντονα σε σκηνές, σε σχέση με ολόκληρο το έργο, σε σχέση με τα χρώματα, τις θερμοκρασίες. Αυτά μετά τα συζητώ με το σκηνοθέτη, στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον Γιάννη. Και έτσι άρχισε να προχωρά η δουλειά. Ο τρόπος που το έχει δει και το έχει διαβάσει το έργο ο Γιάννης Χουβαρδάς έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Τι μπορείτε να μου πείτε για το σκηνικό; (είναι σκεπτική).
Μια λέξη, για όλο τον κόσμο που φτιάξατε. Ρεαλιστικό και μεταφυσικό συγχρόνως…. Επίσης, «συμπυκνωμένα πολυχωρικό».
Ταξιδεύετε πολύ, είναι κάτι σαν καύσιμο για εσάς. Μόλις γυρίσατε από το Μπακού, σωστά; Αυτό δεν ήταν ταξίδι αναψυχής, είχα πάει για να συναντήσω τον Δημήτρη Παπαϊωάννου που θα κάνει την τελετή έναρξης των Πανευρωπαϊκών Αγώνων και συζητήσαμε για ένα μέρος της τελετής στο οποίο θα συνεργαστούμε. Είναι σπουδαίος καλλιτέχνης και άνθρωπος ο Δημήτρης.
Αυτή είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία για εσάς. Αναφέρομαι τόσο στο αντικείμενο αυτό καθ’ αυτό, όσο και στην κλίμακα, στο μέγεθος… Απολύτως. Αυτή τη στιγμή έχουμε αναλάβει σαν γραφείο, σαν flux-office, ένα συγκεκριμένο κομμάτι της τελετής. Μετά τον «Αμλετ» θα επιστρέψω στο Μπακού, θα πηγαινοέρχομαι μέχρι να εγκατασταθώ εκεί. Εχουμε πολλά θέματα να δούμε, όπως για παράδειγμα κατασκευές που δεν θα γίνουν εκεί.
Πώς κάνετε το πέρασμα, πως δημιουργείτε ανάμεσα σε δυο τόσο διαφορετικές καταστάσεις: Από τον πυρετικό εσωτερικό «Άμλετ», σε ένα υπερθέαμα, μια παγκόσμια γιορτή; Πάντα ξεκινάω από μια μικροκλίμακα. Και στο Μπακού, δουλεύοντας το κομμάτι που μας έδωσε ο Δημήτρης, έκανα ένα ανθρώπινο σενάριο. Ένα κείμενο. Εδώ πρόκειται για ένα κτηριολογικό πρόγραμμα που λέει θα ανεβαίνουν τόσοι αθλητές, η φλόγα θα πηγαίνει εκεί κ.ο.κ.. Υπάρχει αυτό το κείμενο, αυτό που σκέφτομαι και φαντάζομαι και με οδηγεί στο αποτέλεσμα.
Οι λέξεις φτιάχνουν τις εικόνες σας, δηλαδή; Ναι. Ξεκινάω πάντα από το κείμενο.
Τον Ιανουάριο Αμλετ, τον Ιούνιο τελετή έναρξης στους Αγώνες στο Μπακού; Τι άλλο υπάρχει σε αυτό το σχεδόν σουρεαλιστικό πρόγραμμα; Κάνω τον Γυάλινο Κόσμο με τον Δημήτρη Καταλειφό στα τέλη του Ιανουαρίου. Και θα κάνω τα σκηνικά στους Αδελφούς Καραμαζώφ στο Θέατρο Τέχνης με τη Νατάσσα Τριανταφύλλη.
Πόσο σκέφτεστε το βλέμμα του θεατή, όταν δημιουργείτε; Το σκέφτομαι. Όχι την ώρα που δημιουργώ, αλλά αργότερα μπαίνει το άλλο βλέμμα. Το απ ’έξω βλέμμα. Αυτό συμβαίνει με όλες τις δουλειές μου. Όταν έχει ολοκληρωθεί αυτό που κάνω στο χαρτί ή στη μακέτα. Τότε μόνο παίρνω μια απόσταση και ακούω και τον άλλο, αρχίζει ένας διάλογος. Πριν από αυτό είμαι πολύ βυθισμένη μέσα στη δημιουργία για να ακούσω ή να σκεφτώ τον άλλο. Όταν ολοκληρώσω το αφήνω συνειδητά για μια μέρα, το κλείνω για να μην το βλέπω και μετά επιστρέφω. Εχω ανάγκη αυτή την απόσταση για να μπορέσει να υπάρξει ένας διάλογος με εμένα έξω από το έργο πλέον.
Όταν συναντάτε κάποιον για πρώτη φορά και σας ρωτάει «με τι ασχολείστε;» τι απαντάτε; Λέω ότι είμαι αρχιτέκτων. Για εμένα είναι όλα αρχιτεκτονική. Με την έννοια της κατασκευής, της οικοδομής. Κακά τα ψέματα, η αρχιτεκτονική είναι αυτή που με οδήγησε στους διαφορετικούς δρόμους, η βάση μου είναι αυτή, εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί γυρίζω πάντα. Και ο τρόπος που κάνω τα σκηνικά έχει σχέση με τη δομή, όχι με την εικόνα. Όπως και το κείμενο, κι αυτό αρχιτεκτονική είναι. Όταν διαβάζω ένα κείμενο και αρχίζω να το ξεψαχνίζω, κοιτάζω τη δομή του, τα ενεργητικά ρήματα γιατί αυτά θα μου δώσουν τη δράση. Θα με κάνουν να καταλάβω το χωρικό κομμάτι. Η βάση μου είναι η αρχιτεκτονική.
Μιλώντας για αρχιτεκτονική, σας αρέσει η Αθήνα; Είναι μια ενδιαφέρουσα πόλη. Εχει μυστικά, δεν είναι μια πόλη που σου λέει απλόχερα «δες με είμαι ωραία», όπως το Παρίσι ή η Βιέννη. Απαιτεί από τον επισκέπτη να κάνει μια προσπάθεια και να μπει μέσα της. Ακόμα και για μένα που ζω και έχω μεγαλώσει στην Αθήνα, είναι σπουδαίο ότι ακόμα ανακαλύπτω πράγματα.
Τι ανακαλύψατε τελευταία; Μπορεί να ανακαλύψω μια στοά, μια σκάλα, μια ταράτσα, ένα δρόμο που οδηγεί σε έναν εσωτερικό υπαίθριο. Εχει τέτοιες μυστικές διόδους.
Υπάρχουν αρχιτέκτονες που σας επηρέασαν, ιδιαίτερα; Βέβαια. Ένας άνθρωπος που με σημάδεψε στη ζωή μου και τον σκέφτομαι ακόμα και τώρα, είναι ο δάσκαλός μου Paul Virilio, αρχιτέκτων-φιλόσοφος. Εκανα ένα λοξό κοίταγμα στην αρχιτεκτονική χάρη σε αυτόν. Χρόνια μετά μπαίνουν μέσα στο κεφάλι μου κουβέντες του. Τις σκέφτομαι.
Πείτε μου μια κουβέντα του. Η αναζήτηση του au-delà. Του «πάνω από». Να κάνω κάτι και να τείνω προς το πάνω από αυτό που εγώ σκέφτομαι. Να κυνηγάω το ανέφικτο. Δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος, πάντα με κέντριζε για να πάω παραπάνω. Βέβαια αυτό με έχει κάνει να μην είμαι ευχαριστημένη με τίποτα από αυτά που έχω κάνει.
Τίποτα; Είναι βασανιστικό αυτό. Ίσως και γι’ αυτό έχω κάθε φορά αγωνία. Ίσως και να είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός μου για να μην βαριέμαι, να μην κουράζομαι, για να μπορώ να ξανακάνω πράγματα. Ειλικρινά όμως κάθε φορά όταν ανεβαίνει μια παράσταση ή ολοκληρώνεται μια κατοικία, βλέπω τα λάθη μου.
Αν σας καλούσε ο δήμαρχος ή ο ΥΠΕΚΑ και σας έδινε όποιον δημόσιο χώρο θέλατε στην Αθήνα για να παρέμβετε, τι θα κάνατε; Θα ήθελα να κάνω κάτι για να «φέρω» τη θάλασσα στην Αθήνα. Να μπορούσε η Πειραιώς, αυτός ο σπουδαίος άξονας, να γίνει πιο σημαντικός για την πόλη, αφού συνδέει τη θάλασσα με την Ομόνοια. Δεν ξέρω κατά πόσο υπάρχει μέσα στη συνείδηση των Αθηναίων, θεωρώ ότι είναι ένας παραμελημένος δρόμος. Είναι σαν μια μεγάλη πύλη, μια μεγάλη γλώσσα που βγάζει η Αθήνα για να αγγίξει τη θάλασσα. Σαν μια μεγάλη προβλήτα.
Τι θα κάνατε στην Πειραιώς; Δεν λέω να γκρεμιστούν κτίρια, ούτε να φύγουν τα μπουζουκομάγαζα, γιατί πιστεύω στη πραγματικότητα αυτού του δρόμου. Θα μπορούσε εκεί που πάει για να εκβάλει με έναν τρόπο στη θάλασσα να γίνει μια χάραξη ώστε όλο αυτό να φεύγει στο νερό. Η Πειραιώς έχει πολιτισμό, μπουζούκια, εμπόριο: Ολο αυτό να καθαρίζει και να φτάνει στο νερό.
Θέλω να μου μιλήσετε για τον Γιάννη Χουβαρδά. Πως είναι να συνεργάζεστε με τον Χουβαρδά. Με συγκινεί. Πολύ. Με ανοίγει. Με εμπιστεύεται. Τον εμπιστεύομαι. Αισθάνομαι ότι υπάρχει ένα κοινό λεξιλόγιο όπου δεν χρειάστηκε να βάλουμε την αλφαβήτα κάτω. Ο τρόπος που δουλεύει μου δίνει κι εμένα αέρα για να κάνω πράγματα. Είναι ένας εξαιρετικός συνεργάτης. Μου θυμίζει περιπτώσεις δημιουργών του εξωτερικού, τόσο η μεθοδολογία όσο και η ευγένεια του. Είναι σπουδαίος. Και χαίρομαι που κάνω αυτό το κείμενο (τον Αμλετ) με αυτό τον άνθρωπο. Πολύ.
Η σχέση σας με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό; Τον γνώρισα όταν του έφτιαξα το σπίτι, μετά κάναμε μαζί το Ρωμαίος και Ιουλιέτα.
Τι παράσταση… Θυμάμαι τα κεράσια στον τοίχο, που έπεφταν με φόρα και τον λέκιαζαν... Θυμάσαι αυτή την σκηνή; Τον σοβάντισα τον τοίχο για να αφήνει αποτυπώματα… Ο Μιχαήλ είναι ένας άνθρωπος που κάθε φορά όταν τον συναντώ είναι σαν να έρχεται ένα φρέσκο αεράκι στο πρόσωπό μου. Πως είσαι το πρωί στο βουνό και ξυπνάς και βγαίνεις έξω; Είναι ένα αεράκι ξυπνητικό. Ενας άνθρωπος που μου κεντρίζει τον εγκέφαλο. Ενας άνθρωπος που με βάζει σε πολύ βαθιά δικά μου μονοπάτια να ψάξω, ή που μου φωτίζει δικά μου κομμάτια που δεν τα ήξερα. Είναι από τις πολύ αγαπημένες μου συναντήσεις σε αυτό τον χώρο ο Μιχαήλ.
Ευγνωμοσύνη αισθάνεστε; Φυσικά. Για πολλούς ανθρώπους που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Καταρχήν για τον Λευτέρη Βογιατζή. Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου που τον συνάντησα. Τον φέρνω συχνά στο μυαλό μου, είναι το κλιμακόμετρο.
Τι εννοείτε; Κλιμακόμετρο στην αρχιτεκτονική είναι το όργανο που έχει τις κλίμακες και το βάζεις για να κοιτάς πόσο μικρά ή μεγάλα είναι τα πράγματα. Για μένα ο Λευτέρης είναι αυτό. Με το φευγιό του χάσαμε την κλίμακα. Ηταν τρομερό ότι έκανα μαζί του το τελευταίο του έργο. Ηταν ένα δώρο που μου έκανε αυτός ο άνθρωπος, ένα δώρο που το κουβαλάω. Σχεδίασα και τον τάφο του Λευτέρη, όπως ο ίδιος επιθυμούσε.
Τι σας έλεγε; Να μην πηγαίνω από τον εύκολο δρόμο.
Η συνεργασία και η σχέση σας με την Κατερίνα Ευαγγελάτου; Είναι μια δύναμη η Κατερίνα. Είναι εμμονική – με την πολύ καλή έννοια. Πιστεύω ότι με τη συνάντησή μου μαζί της ήταν σαν να συναντήθηκαν οι εμμονές μας. Σαν να σπρώχνει η μία την άλλη για το au-delà .Υπάρχει κάτι τέτοιο αναμεσά μας. Είναι φρέσκια στο μυαλό και στον τρόπο που κοιτάζει τα κείμενα. Την αγαπώ πολύ την Κατερίνα.
Είναι εντυπωσιακό. Αυτή η τη μία ώρα που είμαστε μαζί επιστρέφουμε ξανά και ξανά στις λέξεις, στο αλφάβητο, στο κείμενο. Είστε μηχανικός, αλλά πρώτη ύλη σας είναι οι λέξεις. Χαίρομαι που το βλέπεις. Έτσι είναι. Ακόμη και στην αρχιτεκτονική όταν έρχεται ο πελάτης στο γραφείο αρχίζω από το κείμενο. Του ζητώ να μου ζητήσει για τη ζωή του, τους φίλους του, τα παιδιά του. Ένα κείμενο είναι αυτό, που γίνεται οδηγός μου για να του φτιάξω το σπίτι που θα ζήσει.
Η σχέση σας με τα αντικείμενα; Εμμονές;Έχω μία συλλογή με περίπου 800 χιονόμπαλες. Τις λέω υγρές καρτποστάλ. Κάποιες είναι πολύ κιτς – κυρίως αυτή που έφερα τώρα από το Μπακού. Τις έχω όλες στο παράθυρο, όταν έφτιαχνα το σπίτι το έφτιαχνα για να φιλοξενήσω τις χιονόμπαλες. Μου αρέσει πολύ πως μπαίνει το φως και φτιάχνει ουράνια τόξα στο δάπεδο.
Ποια λέξη ή φράση λέτε πιο συχνά; Μάλλον το «λεξιλόγιο». Επίσης τη λέξη «συνομιλεί». Λέω ας πούμε «το πράσινο συνομιλεί με αυτό το στοιχείο» ή το «ύφασμα συνομιλεί με την καρέκλα». Μου είπαν τα παιδιά της παράστασης ότι έχουν φτιάξει το «λεξιλόγιο Μανιδάκη» και θα μου το δώσουν μετά την παράσταση. Αλλά το «συνομιλεί» είναι σίγουρα μέσα. Ακόμα και ο Χουβαρδάς με κοροϊδεύει, λέει «για να ρωτήσουμε την Εύα, συνομιλεί αυτό;» (γελάμε)
Τραγούδια, που σιγοτραγουδάτε; Συχνά; «Ne me quite pas». Και «Βang-Bang».
You shot me down… (γελάμε)