Σαράντα λεπτά με τη Λούλα Αναγνωστάκη. Ο χρόνος μαζί της πυκνώνει. «Δεν θέλω να πεθάνω», λέει ο ζωντανός μύθος του ελληνικού θεάτρου όταν σχολιάζω πόσο όμορφη είναι. Φοράει τα γυαλιά της (αυτή τη φορά δεν είναι τα κλασικά μαύρα του ηλίου) και έντονο μπορντοκόκκινο κραγιόν. Είναι ξανά ντυμένη με τα μαύρα, στα οποία έχει διαχρονική αδυναμία.Μοιάζει με ιέρεια. Ο χρόνος δεν την έχει αγγίξει, παρόλο που πλέον δεν βάφει τα μαλλιά της. Τα μαλλιά είναι το μοναδικό στοιχείο της εμφάνισή της που παραδόξως της αρέσει: «Από την εμφάνισή μου δεν μου αρέσει τίποτα. Μόνο τα μαλλιά μου, τα οποία ήταν μακριά, ωραία, αλλά κάποια στιγμή κάηκαν καθώς άναβα το σπίρτο.»
Αυτή την περίοδο στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης πραγματοποιείται ένα αφιέρωμα στο έργο της και την 50χρονη παρουσία της στα Ελληνικά Γράμματα και το θέατρο (μέχρι τις 27 Δεκεμβρίου), με εισηγήσεις ειδικών αλλά και προβολές των ιστορικών παραστάσεων των έργων της στο Θέατρο Τέχνης. Με ρωτάει αν το παρακολούθησα.
Σας λείπει το θέατρο; Ναι. Δηλαδή, τα έργα μου μου λείπουν. Θέλω να τα βλέπω. Όχι ότι νοσταλγώ κάτι, αλλά θα ήθελα να βλέπω παραστάσεις τους.
Δεν βγαίνετε πια; Δεν βγαίνω καθόλου. Βαριέμαι. Δεν μπορώ να καθηλώνομαι. Εχω να βγω έξω ενάμισι χρόνο. Μαθαίνω τι συμβαίνει στην τηλεόραση. Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα με τους πρόσφυγες. Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει. Πού θα πάνε οι άνθρωποι αυτοί; Τι θα γίνει; Είδα και τι συνέβη στο Παρίσι; Φοβερό!Δεν έχουν κανένα ενδοιασμό πια οι τζιχαντιστές! Φανταζόμασταν ότι θα χτυπούσαν ποτέ το Παρίσι; Και η άνοδος της Λεπέν είναι σοκαριστική! Αντί να την κατασπαράξουν, οι Γάλλοι την ανεβάζουν. Είναι αδιανόητο!
Αν γράφατε τώρα ένα θεατρικό έργο τι θέμα θα είχε; Μόνο τους πρόσφυγες. Αλλά δεν υπάρχει πια έργο.
Το τελευταίο θεατρικό της Ο Γιώργος και ο Αμλετ το συνέθεσε απνευστί, επιλέγοντας συνειδητά να είναι το τελευταίο, το Φεβρουάριο του 2010. Αφορούσε τον σύντροφό της Γιώργο Χειμωνά. Μιλώντας τότε μού είχε πει: “Δεν θέλω να ξαναγράψω. Δεν μπορώ. Δεν βλέπω και το χέρι μου δεν είναι σταθερό. Ποτέ μου δεν έγραψα με γραφομηχανή”.
Στα έργα σας τι αγαπάτε περισσότερο; Τη μάχη. Της Αριστεράς με τη Δεξιά.
Υφίσταται αυτή η μάχη σήμερα; Οχι όπως παλαιότερα. Αλλά συνεχίζει με κάποιο τρόπο να υπάρχει. Τουλάχιστον νομίζουν ότι υπάρχει και αγωνίζονται γι’αυτή ακόμα πολλοί. Τι να πεις όμως και για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ; Τώρα ακόμα και αυτοί οι δύο ψεύδονται.
Πώς βλέπετε την κατάσταση στη χώρα; Υπάρχουν πάρα πολλοί φτωχοί σήμερα, που δεν υπήρχαν παλιά. Βλέπεις ανθρώπους στους σκουπιδοτενεκέδες. Υποφέρει ο κόσμος πολύ. Η όψιμη φτώχεια ανθρώπων που είχαν μια βολή με τρομάζει, ακριβώς όπως με τρομάζει κι αυτό που περνούν οι πρόσφυγες.
Γιατί αποφασίσατε να γράψετε ειδικά θέατρο; Έγραψα θέατρο απευθείας. Και μπορούσε να παιχτεί αμέσως. Ποτέ δεν μετάνιωσα που δεν έγραψα άλλο είδος. Ποτέ. Και δεν μετάνιωσα ούτε για μια γραμμή από όσες έγραψα.
Γράφατε εύκολα; Ήταν εύκολη η γραφή αλλά έσκιζα και εύκολα και ξαναέγραφα. Ακόμα και όταν παιδευόμουν όμως μου άρεσε.
Διαβάζατε όσα γράφατε, τους διαλόγους; Όχι. Καμιά φορά μπορεί να διάβαζα ένα απόσπασμα. Αλλά ούτε μαγνητοφωνούσα, ούτε διάβαζα.
Υπάρχει κάποιο από τα έργα σας που να αγαπάτε περισσότερο; Τα μοντέρνα κυρίως, τα τελευταία: «Σε εσάς που με ακούτε», ο «Ουρανός Κατακόκκινος»...
Θυμάστε, αλήθεια, την πρώτη παράσταση που είδατε; Ήμουν δεκατεσσάρων. Νομίζω λεγόταν η «Βροχή». Ήταν παράσταση του Εθνικού Θεάτρου για ενήλικες αλλά μου άρεσε πάρα πολύ.
Ως αναγνώστρια τι αγαπήσατε περισσότερο; Τα αστυνομικά (γελάει). 'Εψαχνα… Και τον έβρισκα τον δολοφόνο. Αλλά διάβαζα αστυνομικά πιο ωραία και σύνθετα από αυτά που είναι μόνο με κλέφτες και αστυνόμους. Με ζέση με ορμή τα διάβαζα.
Και το θέατρο το αγαπήσατε έτσι με ορμή. Το αγάπησα το θέατρο πολύ. Αλλά δεν μπορώ να να πω ότι με γέμιζε. Πιο πολύ με γέμιζε η ζωή. Την οποία όμως δεν πρόλαβα να ευχαριστηθώ από τα απρόοπτα που συνέβαιναν.
Η πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής σας ποια ήταν; Η ζωή μου με τον Γιώργο (Χειμωνά) (παρατεταμένη παύση). Η πιο ευτυχισμένη… Η ζωή η καθημερινή δεν έχει αλλάξει, αλλά μαζί του ήταν πιο γεμάτη.
Σας λείπει; Μου λείπει (παύση).
Στο βάθος, όσο συζητάμε , ακούγεται σταθερά, σαν μουσικό χαλί, ο ήχος από ένα παλιό καρουζέλ. Τα στόρια είναι μισοκατεβασμένα. Οι γεωμετρημένες αχτίδες του μεσημεριανού ήλιου που περνάνε απ’τις γρίλιες δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μυστηριακή. Το φως αιωρείται χορεύοντας για λίγα δευτερόλεπτα, αφήνοντας μια φωτεινή δαντέλα στο παλιό σαλόνι. Παραμένει γεμάτο με φωτογραφίες του Γιώργου Χειμωνά, σκίτσα του γιου τους Θανάση Χειμωνά («Ο Θανάσης έγινε 40 χρονών. Μου μοιάζει», αναφέρει κάποια στιγμή), βιβλία. Ετούτη τη φορά υπάρχουν παντού και ανθοδέσμες. «Εμείς εδώ είχαμε γενέθλια. Έγινε 18 ετών και τα υπόλοιπα είναι στην τράπεζα. Είναι Τοξότης!», με πληροφορεί ενθουσιασμένη η κυρία από τη Βουλγαρία που βοηθά στο σπίτι. «Δεν πιστεύω στα ζώδια”, σχολιάζει η Λούλα Αναγνωστάκη.
«Πιστεύεις εσύ;», με ρωτά. «Γίνεται κάθε μήνα να αλλάζει το ωροσκόπιο;»
Η κυρία φέρνει ένα κομμάτι από την τούρτα γενεθλίων της. Ζητάει και η εορτάζουσα το δικό της. «Είναι γλυκατζού», ενημερώνομαι. «Είστε.»
“Very much”.
Όταν η οικιακή βοηθός αποσύρεται στην κουζίνα, απ’ όπου όμως φτάνει στο σαλόνι, ως δεύτερο σεκόντο, μαζί με το καρουζέλ, η σχεδόν φωναχτή τηλεφωνική συνομιλία της με τον γιο της στην Αγγλία, δεν μένουμε μόνες. Έχουμε, διαπιστώνω, για παρέα ένα ψάρι σε ένα μικρό ενυδρείο που είναι τοποθετημένο στο δάπεδο. («Ήταν τόσο δα μικρό και μεγάλωσε», με πληροφορεί για τη νέα άφιξη η οικοδέσποινα). «Δεν ζω πολλά χρόνια σε αυτό το σπίτι. Ζούσα σε ένα σπίτι εξίσου μεγάλο στην Κυψέλη. Όμως το σπίτι που αγάπησα περισσότερο είναι αυτό εδώ και όχι το σπίτι των παιδικών μου χρόνων στη Θεσσαλονίκη.» Ακόμα στο κουδούνι γράφει ένα όνομα: Χειμωνάς. Όσο μιλάμε διαπιστώνω ότι δεν έχει ανάψει ούτε ένα τσιγάρο. Πρωτοφανές.
Δεν καπνίζετε πια; Όχι. Είναι περίπου ένας χρόνος που το έκοψα. Νόμιζα ότι δεν θα τα κατάφερνα ποτέ, μα ποτέ να το κόψω. Και μια μέρα είπα: δεν θα καπνίσω σήμερα. Και δεν κάπνισα. Και δεν αισθάνθηκα καμία έλλειψη.
Πόσα χρόνια ήσασταν καπνίστρια; Αιώνες. Από 25 ετών. Και κάπνιζα, κάπνιζα, κάπνιζα. Και το έκοψα έτσι! Ένα πρωί είπα δεν θέλω τσιγάρο. Αλλά μήπως έχεις όμως τώρα ένα τσιγάρο να καπνίσω;
Την απογοητεύω.
Έχετε διαρκώς συντροφιά την αναμμένη τηλεόραση; Δεν σας κουράζει; Η τηλεόραση δεν με εκνευρίζει, την βλέπω ήρεμα. Παρακολουθώ ειδήσεις γιατί δυσκολεύομαι πια να διαβάσω. Έτσι ενημερώνομαι. Περιμένω πάντα να δω τα νέα. Οι φίλοι μου έρχονται να με δουν, αλλά πόσο να μείνουν, φεύγουν. Τις ώρες που περνάνε μετά την αποχώρησή τους δεν αισθάνομαι μοναξιά.
Όνειρα βλέπετε; Έβλεπα κάθε μέρα όνειρα. Τώρα βλέπω σπάνια,αλλά είναι πάρα πολύ έντονα.
*Το “Σε σας που με ακούτε» , σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, παρουσιάζεται στο πλαίσιο του αφιρώματος στη σκηνή Βlackbox του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης. Με τους: Όλια Λαζαρίδου, Mαρία Ζορμπά, ‘Aντριαν Φρίλινγκ, Αντρέα Κοντόπουλο, Δανάη Επιθυμιάδη, Γιάννη Καραούλη, Μάνο Στεφανάκη , Κλεοπάτρα Μάρκο και Γιώργο Σαββίδη. Ως τις 3 Ιανουαρίου.