Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος είναι ο καλύτερος στην κανάστα

Ο απολαυστικός ηθοποιός που εμφανίζεται στο MERDE!, με την ομάδα που μας πρόσφερε τους Παίκτες, μιλάει στον Δημήτρη Πάντσο για την αγάπη του στην υποκριτική, τη σκηνοθεσία, τη διδασκαλία, αλλά και στα επιτραπέζια παιχνίδια - και όχι μόνο.

23.01.2025
Φωτογραφίες: Νατάσα Πανταζοπούλου

Στο ευρύτερο θεατρικό κοινό, ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος συστήθηκε μέσα από τους Παίκτες. Στο τηλεοπτικό κοινό από το Χαιρέτα μου τον Πλάτανο (Ertflix) και φέτος τον βλέπουμε στο VIP Καλά Γεράματα (Ant1), στον κεντρικό ρόλο του μπαγαπόντη Αντώνη που εισβάλει σε έναν οίκο ευγηρίας και τα κάνει όλα άνω κάτω. Θεατρικά εμφανίζεται σε δύο «ρόλους». Σε αυτόν του ηθοποιού, αφού θα ξαναβρεί την ομάδα των Παικτών στo MERDE! (το καινούργιο έργο του Βασίλη -Suyako- Μαγουλιώτη που συνσκηνοθετεί με τον Γιώργο Κουτλή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά) και σε αυτόν του συγγραφέα και σκηνοθέτη, αφού μαζί με τον Γιωργή Τσουρή συνεδιασκεύασαν/συνέγραψαν και συνσκηνοθέτησαν τον Βαρόνο «Φ» (Φιάκας) του Δημοσθένη Μισιτζή, στο Πτι Παλαί. Είχε από παλιά την κάψα της σκηνοθεσίας κυρίως γιατί του αρέσει αυτή η δημιουργική διαδικασία σύνθεσης κόσμων. «Αν μου έλεγαν όταν ήμουν μικρός ότι κάποια στιγμή θα σκηνοθετήσω το Τοκάκη, τον Τσουρή, την Μπέζου, την Καρακατσάνη και τον Δόβρη, δεν θα σε πίστευα. Δεν περίμενα ότι στην πρώτη μου σκηνοθεσία θα είχα τέτοια dream team επι σκηνής».

Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Αθήνα. «Μεγάλωσα στη Δροσιά», λέει, «όταν ακόμα ήταν μόνο δάσος. Τώρα έχει χτιστεί όλο. Μετά μετακόμισα στον Βύρωνα. Κλείνω δέκα χρόνια. Την αγαπώ αυτή την περιοχή, γιατί είναι ήσυχη και όμορφη! Και κέντρο απόκεντρο. Είναι δίπλα σε όλα. Μένω και σε ένα σπίτι με πάρα πολύ ωραία θέα, βλέπω ουρανό, βλέπω τον Υμηττό, την Ακρόπολη. Έχω και πολύ καλούς γείτονες, υπέροχους ανθρώπους που πραγματικά συμπαθιόμαστε και βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Και ξέρεις, δεν το περιμένεις αυτό να σου συμβεί. Είναι τύχη! Να μετακομίσεις κάπου που σου αρέσει ένα σπίτι και να βρεις ανθρώπους που να πεις πόσο ωραία είναι που είμαι κοντά τους».

Για κάποιον λόγο, νόμιζα πως είναι από την Ικαρία. Κάπου είχα διαβάσει πως δεν ξεχνά να την επισκέπτεται και μάλλον έτσι το μυαλό μου αποφάσισε να του χρεώσω την καταγωγή του από εκεί. «Ο Ηλίας (Μουλάς) φταίει», μου λέει, «που είναι Ικαριώτης. Πήγα για πρώτη φορά μετά από πρόσκλησή του και πάω από τότε κάθε χρονιά. Δεκατρία χρόνια. Βρήκα έναν τόπο που μου λειτούργησε. Την Ικαρία ή θα την αγαπήσεις ή θα την μισήσεις. Εγώ την αγάπησα γιατί μέσα σε αυτό το κομμάτι της εργασιομανίας και της ανάγκης μου να δημιουργώ πρόγραμμα και να τσεκάρω κάθε μέρα κουτάκια με μικρές επιτυχίες, βρήκα ένα μέρος στο οποίο βγαίνω από την πρίζα χωρίς άγχος - θέλω να βγω και να πάω στο πανηγύρι, θα βγω. Θέλω να κάτσω στον κήπο και να κοιτάω το γιασεμί, θα κάτσω. Γενικά αυτή η χαλαρότητα, που δεν την είχα, άρχισε σιγά σιγά να εμποτίζεται και μέσα μου και πλέον έχω κερδίσει ένα είδος ηρεμίας και ως προς τη δουλειά μου και ως προς την προσωπική μου ζωή και ως προς τους ανθρώπους γύρω μου».

Του ζητάω να θυμηθεί την πρώτη του «Ικαριώτικη» εμπειρία. Μου την διηγείται: «Φτάνω στο λιμάνι και περιμένω να έρθουν να με πάρουν με το αμάξι. Είναι τρεις το βράδυ και είναι ανοιχτός ένα φούρνος. Μπαίνω μέσα, 19-20 χρόνων τόσο ήμουν, και παίρνω το κλασικό πακέτο της ηλικίας, τυρόπιτα, κρουασάν σοκολάτας και Milko. Το τρίπτυχο του θανάτου. Και πηγαίνω στο ταμείο, εκεί είναι ένας Ικαριώτης, το ακουμπάω μπροστά του και με κοιτάει αργά. Τα κοιτάει και κάνει υπολογισμούς, «1.80, 2.5... όχι πάμε πάλι...» και παίρνει το κομπιουτεράκι. Εγώ περιμένω εκεί και μου λέει ξαφνικά, “δώσε μου 3€”. Του λέω “μα είναι παραπάνω” και λέει “ ωχ ρε φίλε τώρα, τρία πάνω τρία κάτω, άσε με με τα μαθηματικά τώρα τρεις το βράδυ, τρία πράγματα θες να αγοράσεις, δώσ' μου 3€ να τελειώνουμε”. Είναι άλλος κόσμος».

Συζητάμε για τα σπίτια στα νησιά, για τα σπίτια στην πόλη. Για αυτά που βλέπουν ουρανό, για τα ακριβά ενοίκια, για αυτή την πόλη με τους χιλιάδες μικρόκοσμους. Συζητάμε για μια Αθήνα που την ξέρει από πρώτο χέρι, από την πρώτη του στιγμή. Τον ρωτάω πότε μπήκε το θέατρο στη ζωή του. Αν θυμάται «τη στιγμή». Μου αποκαλύπτει: «Η μητέρα μου με πήγαινε από μικρό στο θέατρο. Πολύ καλλιτεχνική φύση. Οδοντίατρος ήταν βεβαίως, άσχετο. Αλλά με πήγαινε θέατρο, όπερα, musical, κλασική μουσική στο Μέγαρο. Διάφορα πράγματα. Και εγώ να την ακολουθώ σε όλα, ως ένας πολύ κλειστός άνθρωπος. Στη Δευτέρα Γυμνασίου, επειδή ήθελα να χάνω ώρες από το μάθημα, πήγα και μπήκα στον δραματικό όμιλο του σχολείου. Με βοήθησε πολύ. Με άνοιξε, με έκανε να καταλάβω ότι η επικοινωνία είναι κάτι μαγικό, το οποίο έρχεται φυσιολογικά στη ζωή σου. Και μετά αυτή η αγάπη, λόγω και της “θεατρομάνας” μου Αγγελικής Γκιργκινούδη , έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Θα κάνουμε φέτος, για τα εκατό χρόνια του Κολεγίου Αθηνών, μία παράσταση εκεί μαζί της: τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, όπως είχαμε κάνει και τότε που ήμουν στη Δευτέρα Λυκείου. Μαζί και με άλλους ηθοποιούς, που ήμασταν τότε μαζί, όπως τον Γιάννη Νιάρρο, τον Γιάννη Λατουσάκη».

Επιμένω για τη «στιγμή». Τον ρωτάω αν θυμάται και την άλλη, αυτή που ξάφνου νιώθεις πως είσαι εκεί που έπρεπε να είσαι. Λέει: «Όταν σταμάτησα να έχω εξάρτηση από αυτή τη δουλειά, και είπα ότι μπορώ να ζω και χωρίς αυτή. Τότε ηρέμησα και άρχισα να την απολαμβάνω. Ήταν σαν μια σχέση ερωτική που με κρατούσε εκεί μια ανάμνηση χαράς. Και είπα στον εαυτό μου θυμίσου  γιατί πρωτοεπέλεξες αυτή τη δουλειά. Αποφάσισα ότι θα κάνω αυτή τη δουλειά όσο μου κάνει καλό». Αρχικά βίωνα μεγάλο άγχος, μεγάλο φόβο, μεγάλη ανασφάλεια. Όλα αυτά τα δύσκολα συναισθήματα που αφορούν ένα επάγγελμα που έχει να κάνει πάρα πολύ με την προβολή και την έκθεση. Με το «Εγώ». Όταν λοιπόν ηρέμησα με αυτό το κομμάτι, τότε το απόλαυσα πραγματικά. Τότε ξεφοβήθηκα το λάθος και το αναζητούσα ως τον δρόμο προς τη δημιουργία».

Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος

Τον ρωτάω για να τα χρόνια του Κολεγίου, αν νιώθει πως «χρωστά» σε αυτά κάτι. «Αυτό το σχολείο, εκτός από τους δασκάλους και τις εγκαταστάσεις», μου λέει. «σου δίνει πάρα πολλές ευκαιρίες να γνωρίσεις πράγματα που μπορείς να αγαπήσεις και να κάνεις στη ζωή σου. Μπήκαμε σε ένα πολύ ωραίο θεατρικό πλαίσιο τότε, όπου όπου η Αγγελική Γκιργκινούδη μας έκανε να το αγαπήσουμε πραγματικά. Μας έκανε να ανοιχτούμε ο ένας στον άλλον, να επικοινωνήσουμε. Γιατί δεν είναι εύκολο, παιδιά μες την εφηβεία, που δεν ξέρουν τι θέλουν από τη ζωή, δεν ξέρουν τι θέλουν από το σχολείο, δεν ξέρουν τι θέλουν γενικότερα, να βρουν κάτι πέρα από μία ευκαιρία να χάνουν ώρες στο μάθημα και να κάνουν κάτι διαφορετικό που πραγματικά θα το αγαπάνε. Η παράσταση στο Κολέγιο θα ανέβει μετά το Πάσχα. Θα έχουμε τελειώσει και με τον Γιάννη τις παραστάσεις στο «MERDE!». Ανυπομονούμε να ξανακάνουμε πρόβες όπως τότε που ήμασταν 17 χρονών. Είναι μαγικό. Έχει μια τρομερή συγκίνηση όλο αυτό!».

Ο Αλέξανδρος πιστεύει πως είναι σημαντικό να αγαπάς αυτή τη δουλειά στην καθημερινότητα της. Να μαθαίνεις να τη δουλεύεις πολύ. Και να είσαι καλός συνεργάτης. Είναι της άποψης, επίσης, πως δεν είναι μόνο το ταλέντο που σε κάνει να πετυχαίνεις τους στόχους σου, είναι κυρίως η δουλειά. Και η πρόβα. Θεωρεί πως η Τέχνη έχει μια μεγάλη ελευθερία και η πρόβα μια γοητευτική άγνοια κινδύνου. Και κάπως έτσι, με αυτές τι σκέψεις, επέστρεψε όχι ως μαθητής αλλά ως καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών, εκεί δηλαδή που σπούδασε υποκριτική. «Είναι πολύ ψυχοθεραπευτικός»  διευκρινίζει  «και έχει ένα μεγάλο κομμάτι ανιδιοτέλειας και ιδιοτέλειας. Θυμάσαι την πρώτη σου ανασφάλεια, την πρώτη αγωνία, το πρώτο “κάνω καλά που ήρθα εγώ εδώ;”. Θυμάσαι καθημερινά τον εαυτό σου και ταυτόχρονα βλέπεις στον άλλον τώρα αυτά που σε απασχολούσαν τότε, τον βλέπεις να «σπαρταράει» στην ξηρά ως ψάρι και το μόνο που θες να του πεις είναι ένα “έλα εδώ που είναι το νερό, εδώ μπορείς να κολυμπήσεις, μη φοβάσαι”».

Ακούω συχνά παιδιά να λένε ότι θέλουν να ασχοληθούν με το θέατρο γιατί θέλουν να γίνουν γνωστοί - το συναντά άραγε κι αυτός; Σε ποιο βαθμό, τελικά, η ευτυχία στην Τέχνη έρχεται από το χειροκρότημα; «Θα έλεγα πως περισσότερο» απαντά «έρχεται με την δημιουργία, την καθημερινή τριβή με αυτό που κάνεις. Αν ένα βασικό κομμάτι της τέχνης σου είναι η αναγνωσιμότητά, υπάρχει μεγάλο κενό να γεμίσεις. Το οποίο συνεχώς αδειάζει. Και εκεί είναι το στοίχημα. Εμένα, όσα παιδιά έχουν έρθει και μου έχουν πει “θέλω να γίνω ηθοποιός γιατί θέλω να με αναγνωρίζει ο κόσμος στον δρόμο», με τη μία καταπίνω και αρχίζω και λέω με πολλή ευγένεια ότι “μάλλον πρέπει να βρεις την αγάπη στην εξερεύνηση, την αγάπη στο λάθος, την αγάπη στον άλλον συμπαίκτη και όχι στη δική σου στιγμή πάνω στη σκηνή, αλλιώς καληνύχτα». Τον ρωτάω αν είναι καλός δάσκαλος. «Δεν ξέρω», λέει και γελάει, «τα παιδιά μου λένε ότι είμαι καλός αλλά κάποιες φορές ίσως θα έπρεπε να είμαι πιο αυστηρός. Το ακούω και αυτό. Συνήθως είμαι αυστηρός μόνο με τον εαυτό μου».

Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος

Είναι μεσημέρι στην Πλατεία Προσκόπων. Ο καιρός έχει κάνει μια παύση στην βροχερή του διάθεση. Η θερμοκρασία μας επιτρέπει να καθόμαστε έξω. Έχει κόσμο πολύ. Παιδιά παραδίπλα κυνηγούν το ένα το άλλο. Πιάνουμε κουβέντα για τα παιχνίδια. Που κάναμε μικροί. Που συνεχίζουμε ακόμη και τώρα. Πηγαίνει σε escape rooms. Παίζει συχνά με φίλους επιτραπέζια. Ξέρω κάποιον που έχει συλλογή με διακόσια, του λέω, ξέρω κάποιον που έχει συλλογή με χίλια απαντά και γελάει. «Μου αρέσει το κομμάτι της συνύπαρξης με άλλους στο παιχνίδι», λέει, «όταν όλοι βάζουμε το μυαλό και το σώμα μας για να κερδίσουμε κάτι, είτε μαζί είτε κάποιες φορές εναντίον ο ένας του άλλου. Αντί να χαζεύω στην τηλεόραση, καλύτερα αυτό. Και για εμένα δηλαδή, που είμαι ένας άνθρωπος που κρατώ το παιδί μέσα μου, είναι ένα μέσο να ξεχνιέμαι, να περνάω καλά. Κάθε επιτραπέζιο έχει έναν διαφορετικό κόσμο μέσα που σου ανοίγεται. Μου αρέσει να ανακαλύπτω τους κανόνες και τον τρόπο για να κερδίσουμε. Ένα παιχνίδι, εξάλλου, είναι και το θέατρο κατά κάποιο τρόπο. Μπαίνω και χαίρομαι κάθε στιγμή - πώς αλλάζει η ανάσα μου, ο χτύπος της καρδιάς μου, το βλέμμα μου. Αυτό είναι το παιχνίδι που αρχίζεις να ανακαλύπτεις πρώτα και σε εξιτάρει».

Και η φάση με τα χαρτιά, τον ρωτώ; Είχα διαβάσει μια παλιά του συνέντευξη που έλεγε πως όταν ήταν μικρός έπαιζε κουμ καν, αν θυμάμαι καλά. Το επιβεβαιώνει. «Μου αρέσουν τα παιχνίδια και όταν ήμουν μικρός, ναι, έπαιζα χαρτιά, έπαιζα όντως κουμ καν, θανάση, μπιρίμπα. Μου άρεσε. Τώρα παίζω κανάστα. Είναι μία διαφορετική μπιρίμπα, με τρεις τράπουλες. Δεν κάνεις σειρές αριθμών, κάνεις μόνο ομάδες αριθμών εφτάρια, οχτάρια. Και δεν είναι είδος μπιρίμπας γιατί υπάρχει κι αυτή η παρεξήγηση (γελάει). Οπότε μαζευόμαστε φίλοι ηθοποιοί και παίζουμε κανάστα - η επόμενη συνάντηση έχει κανονιστεί ήδη (γελάει)».

Ο Αλέξανδρος αγαπάει τις «ομάδες» και αυτές τον αγαπούν περισσότερο. Οι Παίχτες ήταν μια τέτοια ομάδα. Φίλοι που έκαναν μαζί θέατρο και τους βγήκε. Ξέρει τον Νιάρο από την πρώτη Δημοτικού. Με τον Μουλά μπήκαν μαζί στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί βρήκαν τον Κουτλή, και όταν αποφοίτησαν τον Μαγουλιώτη. Πόση ασφάλεια έχει να παίζεις μαζί με ανθρώπους που αγαπάς; «Πάντα πιστεύαμε και θαυμάζαμε ο ένας τον άλλον για το ταλέντο του. Είναι ωραίο να βλέπεις τους φίλους σου και να τους χαίρεσαι πάνω στη σκηνή. Και αυτή η σχέση είναι σημαντική, πάνω στη σκηνή κάνουμε ρόλους, αλλά τα μάτια μας από πίσω ξέρουν ποιον κοιτάμε, αυτή η ηρεμία που νιώθεις με τους δικούς σου ανθρώπους, όταν ξέρεις πως ό,τι και να συμβεί είσαι ασφαλής και δεν πρόκειται να γίνει τίποτα που να καταλάβει το κοινό και να εκτεθείς, είναι πολύτιμη. Δεν σου χαρίζεται». Και τώρα και πάλι μαζί. Τώρα ξαναενώνονται σε ένα ακόμη έργο. «Είναι υπέροχα», μου λέει. «Είναι σαν να μαζευόμαστε για ένα ακόμη επιτραπέζιο. Ελπίζουμε το κοινό να χαρεί όπως χαιρόμαστε και εμείς με αυτό το φανταστικό κείμενο που έγραψε ο Σουγιάκος μας. Έχουμε δύο σκηνοθέτες που τους αγαπάμε, τους εμπιστευόμαστε, είναι πανέξυπνοι και ξέρουμε ότι με την καθοδήγησή τους θα πάμε σωστά. Είναι μαέστροι στο να τα κουμπώσουν όλα όπως πρέπει».

Ο Βασίλης  Μαγουλιώτης πιάνει τα «κακώς κείμενα» του ελληνικού θεάτρου και σχεδιάζει ωραίους χαρακτήρες, «κουλτουριάρηδες» σκηνοθέτες, «εμπορικούς» ηθοποιούς, «προαγωγούς» και παραγωγούς παλαιάς και νέας κοπής, κριτικούς θεάτρου, ένδοξα «φαντάσματα» του παρελθόντος και αθώους θεατές, όλα κομμάτια ενός παζλ, μιας «Βαβέλ» που ψάχνει να βρει λύση στον ακήρυχτο πόλεμο της Τέχνης του Θεάτρου: «Εμπορικό» vs. «Ποιοτικό», Κωμωδία vs. Δράμα, Λαϊκοί vs. Διανοούμενοι, Τέχνη vs. Showbiz!

Γιατί κάνουμε θέατρο τελικά; «Για τα λεφτά» ή «για την ψυχή μας»; Απάντηση υπάρχει; Μάλλον όχι, μάλλον δεν χρειάζεται. Το κείμενο αυτό μοιάζει με ερωτικό γράμμα ποτισμένο με σκληρή αγάπη σύμφωνα με τον Αλέξανδρο. Οι σκέψεις που ξεχύνονται από τη σκηνή χαϊδεύουν αυτές των θεατών, ταιριάζουν, πολλές φορές εφάπτονται. Είναι μια πολύ καθαρή και ωραία ιστορία, όπως αυτές που γεννιούνται από τον σουρεαλιστικό κόσμο που σχηματίζεται στο μυαλό του Suyako. «Εγώ κάνω τον γιο του παραγωγού (Νίκος Καραθάνος), που έρχεται από πολύχρονες σπουδές στο εξωτερικό. Που μόνο σπουδές δεν έκανε εκεί δηλαδή, μόνο παρτάρες και ζωάρα. Και έρχεται πίσω και βρίσκεται ξαφνικά εξαπίνης υπεύθυνος να αναλάβει το θέατρο του πατέρα του, ενώ αυτός θέλει να συνεχίσει τη ζωάρα του με τα λεφτά τα ξένα». Τον ρωτάω αν νιώθει αυτόν τον χαρακτήρα, αν τον έχει συναντήσει ίσως, αν του είναι ξένο στοιχείο. «Είναι ένας ευθυνόφοβος παρτάκιας», μου απαντά, «που ξαφνικά πρέπει πρώτον να κερδίσει την επιβεβαίωση και την αποδοχή του πατέρα του και δεύτερον να καταφέρει να γίνει ένας υπεύθυνος επαγγελματίας. Αγαπώ τα στοιχεία της τρέλας και της παιδικότητας που κουβαλάει αυτός ο χαρακτήρας, γιατί αυτά μεταφέρουν και μία κωμικότητα. Και δεν πιάνω τα στοιχεία της πατριαρχικής οικογένειας που τον συνοδεύουν, της τοξικής αρρενωπότητας, το ότι νομίζει πως έχει εξουσία απέναντι σε ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν έχει. Για να παίξεις έναν τέτοιο χαρακτήρα, πρέπει να βρεις τρόπους να καταλάβεις γιατί πιστεύει αυτά που πιστεύει. Πως μεγάλωσε, την δική του καθημερινότητα και πραγματικότητα». 

Μιλάμε για τον τρόπο που «σκάβουν» οι ηθοποιοί τους ρόλους τους. Πώς το κάνει αυτός; Πώς μπορεί να βρει αυτό το κάτι που θα τον βοηθήσει να βρει το μονοπάτι προς τον νέο χαρακτήρα; Λέει σε κάποια στιγμή: «Βρίσκεις συνήθως παραδείγματα από τη ζωή σου. Κλέβεις από γύρω σου. Κλέβεις χαρακτηριστικά ενός άλλου ανθρώπου που κουβαλάει ένα κομμάτι υποτίμησης προς κάποια ομάδα αν πρέπει να "ανακαλύψεις" ένα τέτοιο άνθρωπο, ή απλά βρίσκεις έναν άνθρωπο στη ζωή σου ο οποίος είναι τόσο εγωκεντρικός και εγωπαθής και χρησιμοποιείς χαρακτηριστικά του.»

Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος

Του λέω πως τον είδα στο Brando with a Glass Eye του Αντώνη Τσώνη και πόσο με εντυπωσίασε σε έναν καθόλου κωμικό ρόλο. Δεν ξέρω από που έκλεψε, αλλά οι αιχμές και οι ρωγμές που έτρεχαν μέσα στις δραματουργικές συλλαβές του ήταν καθηλωτικές. Έχει σκεφτεί άραγε τι γουστάρει περισσότερο; «Ήταν ένα μεγάλο ταξίδι για μένα αυτή η ταινία, δεν είμαι ένας αυτοκτονικός πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος μισεί τη μάνα του και τον πατέρα του. Κωμικός ή δραματικός ηθοποιός, πάντως, νομίζω ότι είναι μια ταμπέλα και ένας χαρακτηρισμός που δεν αντιστοιχεί ακριβώς σε κανέναν… Νομίζω ότι όλοι είναι όλα και ότι ακόμα δεν έχουν αγγίξει ένα κομμάτι τους όσο θα ήθελαν ή απλά ίσως δεν έχουν βρεθεί με έναν σκηνοθέτη που θα μπορούσε να τους πει ένα «μην το φοβάσαι, πάμε». Κυρίως είναι πώς θα το πιάσεις το θέμα. Η κωμωδία φέρει ένα κομμάτι πιο τεχνικό πολλές φορές. Για εμένα είναι πιο δύσκολη γιατί πάντα είναι ένα μεγάλο στοίχημα. Βλέπω και στη διδασκαλία και στη σκηνοθεσία και στην ερμηνεία, ότι πραγματικά ο ρυθμός και το timing είναι το Α και το Ω».

Αναρωτιέμαι αν τον γοητεύει και η κινηματογραφική σκηνοθεσία. Την αρνείται για την ώρα και εξηγεί: «Όχι ακόμα, δεν θα πω όχι όπως θα σου έλεγα “δεν θέλω να γίνω πρωθυπουργός”». Να κάτι με το οποίο δεν θέλω να ασχοληθώ. Με την πολιτική.  Μου φαίνεται ότι έχει πολύ μεγάλη επιρροή στον άνθρωπο. Είναι τόσο μεγάλες οι πιέσεις γύρω από αυτή, πάρα πολλές δυνάμεις για να μπορέσεις να παραμείνεις ο εαυτός σου. Αυτό με φοβίζει. Νιώθω ότι είναι πολύ εύκολη η αλλοίωση και ο καθένας, στο δικό του μέτρο, το παθαίνει αυτό. Είναι τόσο παράξενο εκεί που έχουμε εξουσία ξαφνικά να είμαστε κάποιοι άλλοι».

Αρχίζει και ψιχαλίζει ξαφνικά, σημείο των ημερών. Αποφασίζουμε να χαιρετηθούμε, κάτι τελευταίο του λέω, έχεις γκουγκλάρει ποτέ τον εαυτό σου; «Ναι, το έκανα μια φορά, γιατί με συνοδεύει μια κατάρα, πολλοί με γράφανε Χρυσανθακόπουλο αντί για Χρυσανθόπουλο και ήθελα να δω αν συνεχίζει. Μου είχε συμβεί στη Δευτέρα Δημοτικού και μάλλον το κουβαλάω». Γελάμε. Ελπίζω να τον γράψω σωστά!

 


Ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος εμφανίζεται στην παράσταση MERDE! του Suyako στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ενώ μαζί με τον  Γιωργή Τσουρή διασκευάζουν και συν-σκηνοθετούν το έργο του Δημοσθένη Μισιτζή, ο Βαρόνος «Φ» (Φιάκας) στο Πτι Παλαί. Στην τηλεόραση πρωταγωνιστεί στη σειρά του Ant1 VIP Καλά Γεράματα. Στον κινηματογράφος θα τον δούμε στην ταινία του Αντώνη Τσώνη, Brando with a Glass Eye.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΘΕΑΤΡΟ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
JUST PUBLISHED
Save