Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Ο Χάρης Χαραλάμπους Καζέπης πιστεύει πως το θέατρο είναι μια πολιτική πράξη

Η παράσταση «Μάθε με να φεύγω» επιστρέφει για δεύτερη χρονιά και ο σπουδαίος πρωταγωνιστής της μιλά στη Popaganda για την Αγνή, έναν ρόλο-πληγή, όπως και για την τέχνη της υποκριτικής ως μια πράξη που πάντα τον συγκινεί.

Χάρης Χαραλάμπους Καζέπης

Ένα ξενοδοχείο-λείψανο, ένας χώρος εγκαταλελειμμένος από τον χρόνο και φορτισμένος από όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ. Στη σκηνή, οι τρείς ήρωες σέρνουν τις σκιές τους, τα λάθη τους κα τον έρωτα που δεν (τους) άντεξε. Σε ένα ξενοδοχείο- ερείπιο, όπου τα φώτα αναβοσβήνουν σαν παλιές υποσχέσεις, ο Χάρης Χαραλάμπους Καζέπης κουβαλά έναν γυναικείο ρόλο, την Αγνή, όπως κουβαλά κανείς ένα τραύμα που αρνείται να κλείσει - με τρυφερότητα, χιούμορ και ένα σχεδόν πεισματικό φως. Σε αυτό το παράξενο, σχεδόν ονειρικό τοπίο, όπου η μοναξιά στάζει από τους τοίχους, η Αγνή εμφανίζεται ως ένα πλάσμα τσακισμένο και γενναίο ταυτόχρονα, με ένα σώμα που θυμάται και ένα βλέμμα που αναμετριέται επίμονα με το φως..

Η συνεργασία του με τον Γιάννη Σκουρλέτη, η ιδιότυπη ενέργεια των bijoux de kant, το κείμενο του Άκη Δήμου που μοιάζει να περπατά σαν φάντασμα μέσα στην μνήμη, συνθέτουν, στην παράσταση «Μάθε με να φεύγω», τη διαδρομή ενός ρόλου που μοιάζει περισσότερο με συνάντηση παρά με ερμηνεία. Και ο ίδιος ο Χάρης, με έναν λόγο που φέρει την τρυφερότητα της προσοχής, μιλά για φως, ήττες, επιστροφές, επιθυμίες - και για μια τέχνη που τελικά τον κρατά σε συνεχή μαθητεία.

Η διαδρομή του έχει σταθμούς σημαντικούς - Βογιατζής, Λιβαθινός - όμως η αφετηρία της μεγάλης μαθητείας βρίσκεται καθαρά στην «Αντιγόνη» του Βογιατζή. «Η εμπειρία των προβών μαζί του και η συναναστροφή με όλους τους υπόλοιπους εξαιρετικούς ηθοποιούς και συντελεστές, ως πολύ-πολύ νέο ηθοποιό τότε, με σημάδεψε και μου καθόρισε πολλά σε σχέση με την οπτική μου στα πράγματα».

Έχει επίσης σπουδάσει Χημικός Μηχανικός. Η «δομή» και η αναλυτική σκέψη των επιστημών έχει επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει έναν ρόλο; «Ο τρόπος σκέψης του μηχανικού», λέει, «σε σχέση με τον αέρινο και καμιά φορά υπερβολικά παρορμητικό τρόπο σκέψης του ηθοποιού, φέρνει τα πράγματα σε μια ισορροπία και τα γειώνει ώστε να καταστούν διαχειρίσιμα. Το Πολυτεχνείο με έχει κάνει σίγουρα πολύ πιο πρακτικό στον χειρισμό καταστάσεων, τόσο στο θέατρο όσο και στην καθημερινότητα, και πιο μεθοδικό στην προσέγγιση ενός ρόλου».

Χάρης Χαραλάμπους Καζέπης

Από τις πρώτες στιγμές που οι λέξεις μας συναντιούνται, είναι φανερό ότι ο Χάρης πλησιάζει τους ρόλους σαν να είναι ζωντανοί οργανισμοί: με προσοχή και μια παράξενη, σχεδόν παιδική, σοβαρότητα. Μιλά για την υποκριτική σαν μια πράξη κοινής ανάσας, σαν μια διαδικασία που μπορεί να μετακινήσει έναν θεατή έστω και ελάχιστα, «να τον πάει κάπου αλλού, έστω για λίγο». Κάθε φορά που μιλά για την Αγνή, είναι σαν να ψηλαφεί μια από τις πολλές ζωές που του εμπιστεύτηκε η υποκριτική. Μια πράξη που, για τον ίδιο, παραμένει ένα μικρό θαύμα συλλογικότητας. «Το ότι άνθρωποι συντονίζονται για να αφηγηθούν μαζί μια ιστορία που ίσως αγγίξει έστω κι έναν, αυτό με συγκινεί βαθιά», λέει. «Να κλάψει, να γελάσει, να ταξιδέψει λίγο αλλού. Δεν είναι αυτό σπουδαίο; Και δεν είναι και μια πολιτική πράξη;».

Ο Χάρης λέει τη λέξη «πολιτική» χωρίς βαρύτητα. Μιλώντας, μεταμορφώνεται λίγο - όπως συμβαίνει όταν περιγράφει το αγαπημένο του τελετουργικό πριν ανέβει στη σκηνή: πάντα ένα πράσινο μήλο. «Δεν ξέρω αν είναι εμμονή ή μοτίβο. Το αφήνω στην κρίση σου», λέει και συνεχίζει: «Επιλέγω να λέω στον εαυτό μου και μια φράση. Διαφορετική σε κάθε έργο. Στο "Μάθε με να φεύγω" λέω μια φράση που είχε πει η Δήμητρα της Λέσβου (η οποία αποτελεί βασική πηγή έμπνευσης για μένα σε σχέση με την Αγνή) στην Πάολα Ρεβενιώτη στη συνάντηση-ντοκιμαντέρ τους: «κάθε κύτταρό μου είναι γεμάτο αγάπη».

Η Αγνή μπήκε στη ζωή του σαν μια σιωπηλή πρόκληση. «Απολαμβάνω το παιχνίδι της μεταμόρφωσης. Από τα μέσα προς τα έξω και από τα έξω προς τα μέσα. Πέρα από το κείμενο του Άκη Δήμου, η συνεργασία με τον Γιάννη Σκουρλέτη ήταν καθοριστική», εξηγεί. «Με κάνει πάντα να νιώθω ελεύθερος και δημιουργικός. Κάθε φορά με μετατοπίζει». Στο έργο, η Αγνή ζει σε έναν χώρο που μοιάζει με ξενοδοχείο-λείψανο, ένας τόπος γεμάτος απουσίες, ξεχασμένα αντικείμενα από παλιούς επισκέπτες, παγιδευμένες νύχτες, εσωτερικούς και εξωτερικούς τοίχους. «Η μοναξιά της, η ματαίωση, η ήττα στον έρωτα την έχουν τσακίσει», λέει σχεδόν τρυφερά. «Αλλά δεν το βάζει κάτω. Επιλέγει να αγκαλιάσει την ήττα της και να αντισταθεί. Να πιστέψει στην αυταπάτη, στον ρομαντισμό, στον έρωτα. Αυτές είναι οι μόνες πολιτικές πράξεις απέναντι στη βία του τίποτα, των «σκυλιών» που αλυχτούν και ενός μόνιμου μισοσκόταδου.  Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι αυτό το πλάσμα κινείται σε ένα παράδοξο σύμπαν, γιατί αυτό το σύμπαν είναι η δική του πραγματικότητα. Υπήρξε μια πρόκληση στην προσέγγιση. Να το κάνω όσο πιο βαθιά, ειλικρινά και συναισθητικά γίνεται, το τραύμα και τη διαχείριση του, έτσι όπως μας το παρέδωσε μέσα από το έργο του ο συγγραφέας. Το αν συμπεριφορικά η ερμηνεία κινείται εγγύτερα στο φάσμα της θηλυκότητας, αυτό μάλλον προέκυψε γιατί εκεί το τραύμα είναι ακόμη πιο βαθύ και έντονο. Οφείλουμε να το φωτίζουμε ο καθένας με τον τρόπο του και την τέχνη του».

Υπάρχει ίσως κάποιο σημείο, αναρωτιέμαι, στο οποίο να συναντήθηκε προσωπικά με την Αγνή; «Έχω συναντηθεί μαζί της αρκετές φορές, σε διαφορετικά σημεία», μου λέει, «ανάλογα σε ποια φάση βρίσκομαι στη ζωή μου και τι μου συμβαίνει.  Έχω συναντηθεί με την Αγνή σε στιγμές χαράς, θλίψης, έρωτα, απώλειας, μοναξιάς, ματαίωσης, περηφάνιας ακόμα και φαντασμαγορίας. Τρία είναι τα σχεδόν σταθερά σημεία συνάντησης ως παλιές «jour fixe»: όταν λέει ότι θέλει φως παντού, όταν λέει ότι δεν της αρέσει να μιλάει για τον χρόνο κι όταν δηλώνει με όλη της την γενναιότητα ότι μιλάει για αγάπη!». Κάπου εδώ, μιλά για την «επιστροφή». Εκείνη που στοιχειώνει και τους τρεις του έργου: την Αγνή, τον Ίωνα, τον Άντρα. «Τι μας κάνει να αναζητούμε την προσωπική μας Ιθάκη; Τι μας έκανε να φύγουμε από αυτήν και γιατί πασχίζουμε με όποιο κόστος να επιστρέψουμε; Εμένα μου μοιάζει σαν αυτό να είναι η ανατομία της ανθρώπινης περιπέτειας.  Το ανεκπλήρωτο που βασανίζει τον καθένα και μας κάνει να κυνηγάμε την ουρά μας μέχρι να γίνουμε ο "Κανένας" και να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Επιστροφή στον πυρήνα μας, βασικά, για να ξεκινήσουμε για νέες περιπέτειες οπλισμένοι με όλες τις προηγούμενες επιτυχίες, αποτυχίες, εμπειρίες, γνώσεις, ερωτήματα».

Ο λόγος του επιστρέφει συχνά στον Άκη Δήμου. «Μάστορας της γραφής, και σ’ αυτό ειδικά το έργο το αποδεικνύει περίτρανα.  Ο τρόπος που γλιστράει από το ένα θεατρικό είδος στο άλλο, σε αυτό το έργο, είναι πραγματικά απολαυστικός και σε συνδυασμό με την συνεχώς ανατρεπόμενη και μη αναμενόμενη εξέλιξη της πλοκής το κάνουν να μοιάζει με ταξίδι σε έναν κόσμο - τόσο «άλλο» και τόσο ελκυστικό ταυτόχρονα. Επίσης, δεν μπορώ φυσικά και να μην αναφερθώ στην υπέροχη χρήση της ελληνικής γλώσσας και τη μουσικότητα του κειμένου αυτού».

Και για τον Γιάννη Σκουρλέτη και την ομάδα bijoux de kant; «Με εκπλήσσει κάθε φορά η ιδιαίτερη ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει ο Γιάννης τα κείμενα», λέει. «Επίσης, η αμφισβήτηση των στερεοτύπων παντός είδους, ακόμα και σε ό,τι αφορά την υποκριτική, είναι κάτι που ως ηθοποιό με γοητεύει και με αφορά άμεσα - και αυτό ο Γιάννης το κάνει με απίστευτη γενναιότητα και πίστη. Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει, εμένα προσωπικά με κάνει να αισθάνομαι απόλυτα δημιουργικός και ελεύθερος μέσα στο όρια του περιβάλλοντος, υποκριτικού και εικαστικού, που αυτός ορίζει. Τον ενδιαφέρει μια "παιγνιώδης" ειλικρίνεια τόσο αφοπλιστική που σε εμένα λειτουργεί σαν να ανοίγω μέσα μου συνεχώς κι άλλο χώρο για έμπνευση και έκφραση. Η εικαστική ταυτότητα της ομάδας αποτελεί έναν πολύ ισχυρό πυλώνα της δραματουργίας της κάθε παράστασης. Εμένα, ως θεατή, πάντα με γοήτευε αυτή η υψηλή αισθητική που κυριαρχούσε στις παραστάσεις της και λαχταρούσα ως ηθοποιός να ενταχθώ κάποια στιγμή σε αυτό το σύμπαν».

Χάρης Χαραλάμπους Καζέπης

Στο σκηνικό του Νίκου Παπαδόπουλου -ένα δωμάτιο εγκατάλειψης και αδιέξοδων ονείρων- το σώμα του αντιδρά πρώτα: «Επηρεάζει κάθε κίνηση στα σώματα και των τριών ηθοποιών που συμμετέχουμε. Είναι ένα ξενοδοχείο λειψάνων, μέσα κι έξω. Το εμπνευσμένο σκηνικό, όπως και τα υπέροχα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, συμπληρώνουν αρμονικά τον κόσμο που ήθελε να φτιάξει με την σκηνοθετική του ματιά ο Γιάννης». Και κάπως έτσι, λέει, η ερμηνεία του άρχισε να γέρνει προς μια θηλυκότητα που δεν την επέβαλε, αλλά την ανακάλυψε στο βάθος του τραύματος. Όταν τελειώνει μια τόσο φορτισμένη παράσταση, δεν χρειάζεται αποσύνδεση. «Αφαιρώ το προσωπείο, ξεβάφομαι και αφήνω τον χρόνο μέχρι την επόμενη παράσταση να βοηθήσει στο να βαθύνουν και να ωριμάσουν τα πράγματα. Άλλωστε, και ως ρόλος, η Αγνή μέχρι το φινάλε της παράστασης τακτοποιεί όλες της τις εκκρεμότητες. Μέχρι την επόμενη φορά ….». Μια συγκεκριμένη εκκλησία είναι συνήθως το καταφύγιό του πριν από μια πρεμιέρα, μου λέει όταν τον ρωτάω αν έχει κάτι που κάνει σταθερά πριν το ξεκίνημα μιας νέας παράστασης, ενός νέου κύκλου. «Πάω, κάθομαι για λίγο», συμπληρώνει, «αφουγκράζομαι την ησυχία, την ηρεμία και τη γαλήνη του χώρου, ανάβω ένα κεράκι και φεύγω».

Αν έπρεπε να περιγράψεις την πόλη με τρεις «μικρές σκηνές», ποιες εικόνες θα διάλεγες; «Η λαϊκή της Καλλιδρομίου κάθε Σάββατο», απαντά. «Η θέα της Ακρόπολης κατεβαίνοντας με τη μηχανή την Πατησίων. Τα οχήματα οδοκαθαρισμού του Δήμου να πλένουν τους δρόμους ξημερώματα». Και η διαδρομή που του θυμίζει γιατί κάνει αυτή τη δουλειά; «Η διαδρομή της επιστροφής από το θέατρο στο σπίτι μετά την παράσταση», λέει, «φορτισμένη με ό,τι έχει συμβεί, ποτισμένη από δημιουργική κούραση κι ευχαρίστηση, όλη μια υπόσχεση για ομαλή ποιητική προσγείωση στην πραγματικότητα. (Βοηθάει σε όλο αυτό και το αεράκι πάνω στη μηχανή που ανανεώνει τις υποσχέσεις)».

Η πιο τρυφερή κουβέντα που άκουσε ποτέ ήταν μια βρισιά. «Κάποια στιγμή χάρισα σε ένα κορίτσι μια καρφίτσα. Κι αυτή, αντί για ευχαριστώ ή κάτι άλλο, μου είπε «είσαι μαλάκας». Αλλά το είπε με τέτοιο τρόπο, με κοίταξε με ένα τέτοιο βλέμμα, που παραδόξως έκανε αυτή τη συγκεκριμένη φράση να είναι το πιο τρυφερό πράγμα που μου έχουν πει».

Η Αθήνα τον ξενίζει στην υπερβολή της -«ο υπερτουρισμός πνίγει την πόλη τα τελευταία χρόνια και σίγουρα, λόγω έλλειψης υποδομών, πλήττει την πολιτιστική κληρονομιά της πόλης αλλά και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της»- αλλά του παραμένει οικεία σε κάθε τετράγωνό της. Ίσως γιατί την έχει περπατήσει κρατώντας σημειώσεις ζωής, «προσωπικά τοπόσημα στιγμών και μνήμης». Η μυρωδιά της κουζίνας της μητέρας του στην Κύπρο. Τα γράσα και τα λάδια στα ρούχα του πατέρα του όταν γύριζε στο σπίτι από τη δουλειά του στο συνεργείο του. Η μυρωδιά της γάτας του, της Καίτης. Από την Κύπρο κουβαλά το κίτρινο του ήλιου και τα παλιά λαϊκά τραγούδια. Από το παιδί που ήταν, διασώζει την περιέργεια, τη διάθεση για παιχνίδι, την αγνή πρόθεση απέναντι στους ανθρώπους. Όταν τον ρωτώ για τον μικρό εαυτό του, τι θα του έλεγε αν τον συναντούσε σήμερα, απαντά: «Ήσουν, είσαι και θα είσαι ανεπίδεκτος μαθήσεως αλλά ταγμένος στη μαθητεία και μπράβο σου». Και τελικά, τι θα ήθελε να κρατήσει ο θεατής, όταν φύγει από την αίθουσα; «Ότι η Αγνή, παρά τη συντριβή της, διάλεξε το φως. Ας παραδειγματιστούμε από αυτό».

Μάθε με να φεύγω
Θέατρο του Νέου Κόσμου, Κεντρική Σκηνή
Κείμενο: Άκης Δήμου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Περισσότερα εδώ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΘΕΑΤΡΟ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
Save