Η παράσταση «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» αποτελεί μια σκηνική προσέγγιση του γυναικείου σώματος της τρίτης ηλικίας και της σύνδεσης του με τη λαϊκή μαγεία, τη μαγειρική και τις τελετουργικές πρακτικές. Αφετηρία, η περιοχή της Θεσσαλίας και η παράδοσή της στις μαγικές πρακτικές που θέλει τις μάγισσες της περιοχής να έχουν παραλάβει τις μυστικές δεξιότητές τους από τη Μήδεια και να ειδικεύονται στο κατέβασμα του φεγγαριού.
Περνώντας τη ζωή τους στη σκιά της κυρίαρχης ανδροκρατικής εξουσίας, οι γυναίκες της περιφέρειας του 19ου και του 20ου αιώνα παρέμεναν σε μεγάλο ποσοστό στο περιθώριο, χωρίς να μπορούν να έχουν λόγο στις αποφάσεις που ήταν αποκλειστικά δικαίωμα των ανδρών. Αυτές οι «Γυναίκες της Γης» που έμεναν αόρατες χρόνια ακόμα και για τους ερευνητές -αφού δεν θεωρούσαν άξιο καταγραφής τον λόγο μιας γυναίκας για την ιστορία ενός τόπου- προσεγγίζονται σκηνικά στην work in progress παράσταση του Κωνσταντίνου Ντέλλα από τρία αρσενικά νεαρά σώματα, επιχειρώντας να φέρουν στη σκηνή το προσωπικό και συλλογικό αφήγημα του οικείου γηρασμένου θηλυκού σώματος.
Με εκφραστικά εργαλεία τις πρώτες ύλες της τελετουργικής διαδικασίας, τη μεταμφίεση, τη μάσκα και τον συντονισμό του λόγου και του σώματος, οι τρεις ηθοποιοί - ο Μανούσος Γεωργόπουλος, ο Γιώργος Πλάτωνας Περλέρος και ο Γιάννης Σανίδας - επιδίδονται σε ένα καταιγιστικό storytelling που ταξιδεύει από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου και τα Φαρσάλια του Λουκανού μέχρι τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία του Θωμά Ψύρρα, από παλιότερες αφηγήσεις, συνταγές και ιατροσοφικούς κώδικες του 19ου αιώνα, μέχρι σύγχρονες συνεντεύξεις που έγιναν κατά τη διάρκεια των παραστάσεων στη Θεσσαλία.
Τον τρόπο που δούλεψαν, συνδέοντας το νήμα μεταξύ των γυναικών της περιφέρειας εκείνης της εποχής με τις γιαγιάδες τους, μοιράζονται με την Popaganda οι τρεις νεαροί ηθοποιοί, εν είδη σύντομου ημερολογίου μιας παράστασης που συνεχώς εμπλουτίζεται.
«Η γενιά μου ίσως είναι η τελευταία γενιά που θα έχει τέτοιες μνήμες»
Γιάννης Σανίδας
«Γιαγιά πότε θα έρθεις να μας πάρεις», έτσι λέει η γιαγιά μου. Έτσι λέει δηλαδή ότι της φώναζα από το τηλέφωνο όταν ήμουν παιδί. Μάλιστα μιμείται την παιδική φωνή, τώρα στα 93 της. Θα το πει τουλάχιστον δυο φορές όταν με δει, όπως και τα περισσότερα. «Και που δεν έχω δουλέψει, καθάριζα σκάλες φρόντιζα σπίτια, στο πρώτο εργοστάσιο της Μαλαματίνας δούλευα». «Γιαγιά, θα παίξω σε μια παράσταση που θα κάνω την γιαγιά!», της λέω σε υψηλότερη τονικότητα για να με ακούσει. «Καλή ευκολία να έχεις παιδί μου». «Γιαγιά, αυτή που κάνω εγώ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και την έβαλε η πεθερά της να κάτσει πάνω σε ένα καζάνι». «Ναι για να ζεσταθεί η μήτρα της και να καρπίσει. Καλή πρόοδο».
Κι οι γριές της παράστασης αυτές είναι. Θυμούνται. Μιλάνε για πράγματα που μέχρι τώρα δεν είχαν ρωτηθεί από κανέναν. Αποκαλύπτουν -μέχρι το σημείο που θέλουν- έναν κόσμο μυστικό, δουλεύουν, συντροφεύουν η μια την άλλη. Η γενιά μου ίσως είναι η τελευταία γενιά που θα έχει τέτοιες μνήμες. Αυτές οι προσωπικές μας μνήμες ανασκαλευτήκαν και για την παράσταση. Η γιαγιά μου, η άλλη, η βουνίσια, να μην κάθεται ποτέ, όλο κάτι να φέρνει σκυφτή, με ροζιασμένα χέρια, ήσυχη έξω της, ανήσυχη μέσα. Να αρμέγει, να στρώνει, να πλένει, να χαϊδεύει. Η κοτσίδα της να μην φαίνεται ποτέ κάτω από τη μαντήλα. Μια φορά την είχα δει τυχαία κι είχα θαυμάσει τα μαλλιά της. Αυτή η ησυχία της υπομονής, της γνώσης, αλλά και του «τι τα θες».
Σε αυτήν την παράσταση, από τις πρόβες μέχρι και σήμερα, αναμετριέμαι με ένα υλικό τόσο οικείο αλλά και τόσο άγνωστο. Έρχομαι ενώπιον των δύο μου γιαγιάδων, και τους θέτω τα ερωτήματα που δεν τους έκανε ποτέ κανείς. Ευελπιστώ κάθε φορά να έρθει και να με συναντήσει αυτό το υλικό που πηγάζει τόσο από την προσωπική όσο και την συλλογική μνήμη, να μιλήσει επιτέλους γι' αυτά που πάντα ήθελε αλλά δεν είχε τον χώρο και τον χρόνο μέσα σ' έναν κόσμο που έπρεπε μόνο να δίνει. Σ εμένα, λοιπόν, αυτό που λειτούργησε και κρατάει ακόμα την ανάγκη μου να πω αυτήν την ιστορία, δεν είναι η μουσειακή ή λαογραφική σχέση με αυτόν τον κόσμο, αλλά το άνοιγμα στο σήμερα.
Ήρθε η γιαγιά μου στην παράσταση, όχι η βουνίσια, η άλλη που ζει (ή μήπως κι οι δύο). Την έφερε η μάνα μου στη Λάρισα. «Γιαγιά πως σου φάνηκε; Σ άρεσε;». «Χάσικο το λέγαμε κι εμείς το σταρένιο το ψωμί».
«Στις γιαγιάδες λοιπόν αυτού του κόσμου, Ευχαριστώ και Συγνώμη»
Μανούσος Γεωργόπουλος
Αν με ρωτούσες πέρσι, ίδια εποχή, όταν ο Κωνσταντίνος Ντέλλας μας επικοινώνησε για πρώτη φορά την ιδέα του για τις Γριές ότι σήμερα, έναν χρόνο μετά, θα κλείναμε αισίως τις 30 παραστάσεις μας, σίγουρα δε θα το πίστευα.
Κοιτώντας πίσω, όλα πήγαν γρήγορα και αβίαστα και τώρα δε μπορώ παρά να αναρωτηθώ για το αν τα αξίζουμε όλα αυτά. Από την άλλη, πόσο εύκολο είναι να κάνεις πέρα τις ώρες προβών και τα λίτρα ιδρώτα και τις απογοητεύσεις από τις «κακές φορές» όταν έχουν περάσει; Το σώμα έχει την τάση της επιλεκτικής μνήμης.
Εγώ Θεσσαλός δεν είμαι, Νεοσμυρνιώτης είμαι, όπως είναι και η γιαγιά μου στο πατρικό της οποίας μένω ακόμα και σήμερα στα 25 μου χρόνια. Είναι πλέον μεγάλη και δυσκολεύεται να καταλάβει πάντα ό,τι της λέω για τη δουλειά μου, όμως πάντα χαιρόταν όσες φορές και αν κανόνιζα να περάσω από εκείνη για έναν καφέ και να μιλήσουμε. Παρατηρούσα να μου φτιάχνει τον ελληνικό, να μου στρώνει να φάω, να με φιλάει σαν να είμαι ακόμα μωρό, να μου λέει ξανά και ξανά την ίδια ιστορία -πάντα με την ίδια θέρμη- και τα χέρια της που τρέμουν κάθε φορά που σηκώνομαι να φύγω. Τα πήρα μέσα μου ένα προς ένα και τελικά, δεν είναι δα και μεγάλη η διαφορά από Γιαγιά σε Γιαγιά, από γυναίκα σε γυναίκα.
Είτε σε λένε λοιπόν Αγορίτσα που μόχθησες στο μποστάνι και στο χωράφι και πότισες τα λουλούδια σου με τον ιδρώτα σου, είτε σε λένε Τούλα και μετράς τα δευτερόλεπτα από μοναξιά σε μοναξιά μέχρι να έρθει το παιδί ή το εγγόνι σου για να του κάνεις όπως μπορείς το τραπέζι, αυτή η παράσταση είναι και για σένα.
Η παράστασή μας κλείνει με λόγια των γιαγιάδων μας. «Πότε θα με πάτε στη θάλασσα; Έτσι λέει η γιαγιά μου». Θυμάμαι την πρώτη φορά που ανεβήκαμε στη Λάρισα για να παιχτεί η πρεμιέρα μας στο Θεσσαλικό, ο χρόνος μας πίεζε, είχαμε πάνω κάτω ένα μήνα προβών για να στηθεί η παράσταση στην Αθήνα και λίγες ακόμα για φώτα και ήχο στη σκηνή του Θεάτρου «Κώστας Τσιάνος». Ενθουσιασμός και άγχος και φόβος και αγάπη· τα ένιωσα όλα και τίποτα μαζί όταν τελείωσε η τζενεράλε μας εκεί. Και εκεί, που ήρθα αντιμέτωπος με όλο μου τον κόπο, όλες τις αμφιβολίες, όλο τον ενθουσιασμό, εκεί σε εκείνο το «έτσι λέει η γιαγιά μου» έσπασα, σαν να με πλάκωσαν τα 90 χρόνια κόπων της σε ένα της παράπονο να δει τη θάλασσα. Σήκωσα το κεφάλι μου, είδα τους άλλους δύο φίλους-συνεργάτες να κλαίνε σαν μωρά παιδιά και τότε κατάλαβα ότι η παράσταση έγινε δική μας.
Στις γιαγιάδες λοιπόν αυτού του κόσμου, Ευχαριστώ και Συγνώμη.
«Αυτό το δεδομένο, της μη επιλογής γι’ αυτήν τη γυναίκα, όπως και για τόσες άλλες…»
Γιώργος Πλάτωνας Περλέρος
Τη γιαγιά μου την Ταξιαρχούλα, την βλέπω από μικρός, κάθε καλοκαίρι, κάθε Πάσχα και άλλες 1-2 φορές τον χρόνο, στα κάστανα, στις ελιές. Την έχω ζήσει κυρίως από μακριά. Όταν επισκεπτόμαστε το χωριό μου την Καρίτσα, στους πρόποδες του Κισσάβου, με το που φτάνουμε εκεί είχε στρώσει τα κρεβάτια μας για να κοιμηθούμε, είχε φτιάξει πίτα, χορτόπιτα στον ξυλόφουρνο -που έχει βάλει να καίει απ’ το πρωί- με φύλλο που ‘χει ανοίξει με τη βέργα, και τσουκνίδες, λάπατα, κολοκυθοκορφάδες που ‘χει μαζέψει απ’ τον μπαχτσέ και απ’ τα κτήματα. Έχει μαζέψει ντομάτες, αγγουράκια, θα έχει τηγανίσει και κάναν κεφτέ ή ψήσει τίποτα ψάρια αν προλαβαίνει. Αυτή ανάβει το καζανάκι, με ξύλα, για ζεστό νερό, αυτή πλένει, καθαρίζει, ψωνίζει. Και όλα αυτά που έκανε και κάνει πάντα είναι για αυτήν, και για όλους μας γύρω της, δεδομένα. Αυτό το δεδομένο, της μη επιλογής γι’ αυτήν τη γυναίκα, όπως και για τόσες άλλες, που και η ίδια το βλέπει σαν καθήκον της, αυτό μπόρεσα να το καταλάβω μέσα από αυτήν την παράσταση, στην πραγματική του έκταση και στην κοινωνιολογική του διάσταση.
Μνήμες, αστεία της γιαγιάς, χιούμορ, η προφορά της, τραγούδια, λέξεις που χρησιμοποιεί, ατάκες της, κινήσεις της, συνήθειες της, μου έσκαγαν στο μυαλό τον καιρό των προβών. Και τελικά, με όλα αυτά για πρώτη ύλη, προσπάθησα να προσεγγίσω μια άλλη γυναίκα επί σκηνής, την Κατερίνα, που μοιάζει στη γιαγιά μου, αλλά δεν της μοιάζει και καθόλου. Που πιάνει την ποδιά της ακριβώς όπως η γιαγιά μου, αλλά λέει ξόρκια που η γιαγιά μου ποτέ δεν είπε.
Πριν την πρεμιέρα μας στη Λάρισα, είχα πολύ άγχος για το πώς θα φανεί στη γιαγιά μου η παράσταση. Ήταν και η ίδια εκεί. Την είχε «φέρει» ο σκηνοθέτης μας και δημιουργός της παράστασης, ο Κωσταντίνος Ντέλλας, μέσω αποσπασμάτων από μια συνέντευξη που της πήρα. Όταν τελείωσε η πρεμιέρα έδειξε να έχει συγκινηθεί. Την ανεβάσαμε επί σκηνής να υποκλιθεί. Πως της φάνηκε; Της άρεσε μου είπε. Όταν τη ρώτησα, αυτό που μου είπε ήταν: «Ωραίο! Οι γιαγιάδες όμως δεν φωνάζουν τόσο δυνατά».