Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Ο Περικλής Σιούντας πιστεύει πως η τέχνη είναι ένας καθρέφτης, το τι θα δεις μέσα σ' αυτόν είναι δική σου υπόθεση

Ο πολυπράγμων μουσικός, ηθοποιός και χορευτής, ο Πηλάδης στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, μιλά στον Δημήτρη Πάντσο με ντοκουμενταρίστικη διάθεση για τα νήματα μιας ζωής που οδηγούν με παθιασμένο ρυθμό προς κάθε κατεύθυνση.

Περικλής Σιούντας

Ο Περικλής Σιούντας είναι από τους ανθρώπους που δεν χρειάζονται σκηνή για τραβήξουν την προσοχή σου: είναι γελαστός, εξωστρεφής, εκφραστικός, επικοινωνιακός. Την ίδια στιγμή όμως οι λέξεις του ετοιμάζονται να παραταχθούν στην απέναντι όχθη. Και να μιλήσουν για τραύματα, μοναχικότητα και βαθιά εσωστρέφεια. Τέλεια, ένας ακόμη δικός μας άνθρωπος, ζωσμένος με τις υπέροχες αντιφάσεις του.

Είμαστε στο Κουκάκι, και μια κυρία τον σταματά και του λέει πόσο στεναχωρήθηκε που τον «φάγανε» μπαμπέσικα στο Grand Hotel του Ant1. Αυτά έχουν όμως οι τηλεοπτικοί ρόλοι, σχεδιάζουν επαφή με το κοινό και καμιά φορά -συγγραφέως θέλοντος- την προδίδουν. Ο ρόλος του Νικήτα αγάπησε και αγαπήθηκε, τριάντα επεισόδια περισσότερα από τα συμφωνηθέντα σημαίνει πως κάτι καλό γινόταν τελικά. «Μου άρεσε αυτό το παιδί», λέει ο Περικλής. «Όπως άργησε να μιλήσει, έτσι κι εγώ άργησα να πάρω μπρος. Κουμπώσαμε εκατό τα εκατό». 

Καθόμαστε στο This is Loco μετά από προτροπή της Νατάσας. Του λέω πόσο μου άρεσε στο Ματαρόα που ανέβασε ο Θεοδωρής Αμπαζής και ο Νίκος Κυπουργός στην Ενναλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, και πόσες απορίες έχω για το ακορντεόν που έμοιαζε προέκταση του εαυτού του. Μου λέει, κάτσε, θα στα πω από την αρχή. Πάτα το να γράφει..

«Έχω μεγαλώσει σε θεατρική οικογένεια, ο πατέρας μου είναι επαγγελματίας, έχει τελειώσει τη σχολή Θεοδοσιάδη. Εδώ και τριάντα χρόνια μένουμε στη Ναύπακτο. Δεν ήθελαν να μεγαλώσουν παιδιά στην Αθήνα, και καλά, μεταξύ μας ευκαιρία έψαχναν, τους άρεσε το μέρος και έφτιαξαν τη ζωή τους εκεί. Έχουν μια θεατρική ομάδα "Το θέατρο χωρίς αυλαία"».

«Δύσκολη φάση. Κάνουν βέβαια μαθήματα, διδασκαλία. Η μητέρα μου είναι δασκάλα αλλά ασχολείται κι αυτή ερασιτεχνικά με το θέατρο. Ο πατέρας μου έχει τελειώσει τη θεατρολογία της Πάτρας και έκτοτε δουλεύει κι αυτός στην εκπαίδευση. Το μεγάλο event της πόλης, που είναι η αναπαράσταση της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, τα τελευταία δέκα χρόνια το σκηνοθετεί αυτός. Εγώ μεγάλωσα στο περιβάλλον της ομάδας, θυμάμαι παιδί να κοιμάμαι μέσα στα σκηνικά».

«Ο πατέρας είναι από Αθήνα. Οπότε ερχόμασταν διακοπές τα καλοκαίρια να δούμε τη γιαγιά. Στα Εξάρχεια. Εκεί έμενε. Θυμάμαι πάντα στις διακοπές μας το αντίθετο ρεύμα να είναι πήχτρα και εμείς να είμαστε μόνοι μας στο άλλο ρεύμα».

Περικλής Σιούντας

«Γυμνάσιο λύκειο πήγα στην Πάτρα - με έστειλαν στο μουσικό σχολείο. Κάθε μέρα πέρα δώθε, λεωφορεία, φεριμπότ. Κάθε μέρα έκανα μιάμιση ώρα να πάω κι άλλη τόση να γυρίσω. Πεντέμισι χρόνια. Στη τρίτη λυκείου έμεινα εκεί. Το σχολείο αυτό μου άνοιξε τις πόρτες, η πρώτη ήταν σε μια ομάδα μαντολινάδας. Είχα κερδίσει και ένα διαγωνισμό συγγραφής θεατρικού έργου για μαθητές. Είχε ανέβει στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας από την εφηβική ομάδα. "Όταν δεν πιστεύεις στα όνειρα σου…", έτσι το έλεγαν. Νοιώθω πως κάποια στιγμή θα θελήσω να το ξαναπιάσω. Στη Θεσσαλονίκη πήγα γιατί πέρασα στο πανεπιστήμιο, στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης. Ένα χρόνο μετά έκανα ακρόαση στο Κρατικό - αυτό με το θέατρο είχε ξεκινήσει μέσα μου ήδη από την Πάτρα».

«Επειδή συστήθηκα στο θεατρικό κοινό μέσω του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας, πολλοί νομίζουν πως είμαι από τη Θεσσαλονίκη. Έμεινα πέντε χρόνια εκεί»

«Έχω επενδύσει πολύ στη μελέτη, στην προπόνηση, στη σπουδή, ξανά και ξανά, θυσιάζοντας και προσωπική ζωή και σχέσεις. Δεν θα πω για μοναξιά, μοναχικότητα ίσως είναι καλύτερη ως λέξη.  Στη δική μου περίπτωση, ξεκίνησε μάλλον από ένα τραύμα, όταν γεννήθηκε η αδερφή μου - είχαμε πέντε χρόνια διαφορά. Άρχισα να έχω θέμα με τα συναισθήματα μου και να κλείνομαι μέσα μου, δεν τα εξέφραζα και ούτε στην οικογένειά μου είχαν βρει τον τρόπο να το επικοινωνήσουν σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, οπότε αυτό με ακολούθησε. Μάλλον ένιωσα μια προδοσία, ακούγεται κάπως αστείο, το ξέρω. Έχασα όλη τη προσοχή που είχα συνηθίσει να έχω και δεν ήξερα πως να το ισορροπήσω. Ήθελα πολύ έναν αδελφό, μια αδελφή, αλλά δεν ήξερα τι θα ακολουθήσει και αυτό οδήγησε στο να έχω μια ζωηρή συμπεριφορά απέναντι της. Και αυτό οδηγούσε σε τιμωρίες που τις εισέπραττα ως απόρριψη. Και αυτό με τη σειρά του με οδήγησε στο να ανεξαρτητοποιηθώ γρήγορα και απότομα. Στα δώδεκα πήγαινα σε άλλη πόλη. Τώρα που βλέπω τα δωδεκάχρονα ξαφνιάζομαι - έκανα αυτό το πράγμα χωρίς συνοδό, μόνος μου; Το είχα απαιτήσει όμως, ήθελα να τους αποδείξω πως δεν τους έχω ανάγκη και ήθελα να τους το αποδεικνύω κάθε μέρα».

«Ναι, με την αδερφή μου μια χαρά τώρα [γελάει], απλά την περίοδο της εφηβείας της, που θα μπορούσαμε να επικοινωνούμε και να κάνουμε παρέα, εγώ έλειπα και είχα ρίξει και μαύρη πέτρα πίσω μου».

«Τη Θεσσαλονίκη τη γνώρισα στο τέλος των σπουδών. Το Κρατικό θέατρο είχε απαιτήσεις κι εγώ εκείνη την εποχή μαστίγωνα τον εαυτό μου. Ήθελα να είμαι το καλύτερο παιδί, να μην ενοχλώ κανένα, να είμαι τέλειος σε όλα - κι αυτό το υπηρετούσα πιστά. Αν έκανα κάτι λάθος, γινόμουν πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου. Είχα βάλει ψηλά τον πήχη, τις φιλοδοξίες, να τελειώσω τις σχολές, να είμαι και μουσικός και ηθοποιός και χορευτής. Θεωρητικά προσπαθούσα να πείσω εμένα, κατά βάθος όμως, πιστεύω, τους γονείς μου, ότι δεν έχω ανάγκη κανένα. Το να παίρνω αποδοχή μέσα από τις αριστείες ήταν αυτό που ένιωθα πως μπορώ. Όταν μετά όμως έρχονται τα χαστουκάκια της ζωής, βλέπεις τελικά ότι δεν είχε και τη σημασία που έδινες. Γιατί τότε καταλαβαίνεις ότι η αποδοχή που έψαχνες ήταν άλλου είδους. Να είσαι ο εαυτός σου με πέντε ανθρώπους γύρω σου και να μην νιώθεις ότι πρέπει να αποδείξεις τίποτα σε κανένα. Να μένουν αυτοί που πρέπει. Και να έχεις τις απώλειες που πρέπει».

«Ήμουν ένα κλειστό παιδί που δεν μιλούσε. Δεν εκφραζόταν, δεν εμφανιζόταν. Αυτός ο τύπος ανθρώπου χτυπιέται εύκολα, και η σύγκρουση δεν είναι στη φύση μου. Όταν μου ήρθαν τα σκάγια, απλά μαζεύτηκα. Αντί να βγω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, σίγησα και έτσι έχασα αρκετούς. Το να μιλάω είναι κατάκτηση των τελευταίων χρόνων. Δεν είχα ούτε την αυτογνωσία, ούτε την άνεση να μιλήσω για το πώς αισθάνομαι - τα προσπερνούσα όλα, γιατί είχα τον στόχο της τελειότητας. Αν κάτι με ζόριζε, το έσπρωχνα στο γνωστό σημείο, κάτω από το χαλί. Αν κάτι με τάραζε, το άφηνα κι αυτό μάζευε».

«Αν μπορούσα τώρα να μιλήσω στον μικρό Περικλή, θα του έλεγα να χαλαρώσει λίγο και να μη φοβάται την απόρριψη. Δεν είχα επίγνωση, πίστευα ότι όλα είναι μια χαρά, ότι δεν έχω ανάγκη καμίας βοήθειας».

Περικλής Σιούντας

«Μετά τη Θεσσαλονίκη, ακολούθησε η Κρατική Σχολή Χορού στην Αθήνα. Είχα πολύ καλή σχέση με τα αθλήματα, κυρίως έπαιζα βόλευ. Οπότε η σχέση μου με την κίνηση και η δυναμικότητα υπήρχε από κει. Κάποια στιγμή ανακάλυψα και τα ακροβατικά, εναέρια πανιά, εδάφους, και αυτός ήταν κάπως ο συνδετικός κρίκος για να με πάει από τα αθλήματα στον χορό. Πέρασα και την περίοδο να φλερτάρω με το τσίρκο μέσα από ερασιτεχνικές ομάδες - στην Πάτρα οι Σαλντιμπάκοι και στη Θεσσαλονίκη η ομάδα Κίρκο. Μου αρέσει ο χορός γιατί είναι πολύπλοκος, σαν κίνηση και σαν λεξιλόγιο. Και εγώ που αγαπώ να το τερματίζω, πήγα λογικά προς τα κει».

«Μέσα στη σχολή, όταν χόρευα, τρέχανε δάκρυα, ελευθερωνόταν η ανάσα μου, ένιωθα μια μεγάλη λύτρωση. Έβγαινε όλη αυτή η συσσωρευμένη ένταση. Δεν ήταν κάτι που μπορούσα να βάλω σε λέξεις. Αλλά ήξερα ότι κάτι υπήρχε εκεί. Όταν ξεκίνησα, το πιο δύσκολο ήταν το μπαλέτο γιατί δεν είχα κάνει ποτέ. Και ήμουν 22 χρονών. Το πρώτο καλοκαίρι που έκανα προετοιμασία ήμουν τόσο χάλια που δεν έδωσα καν. Τη δεύτερη τα κατάφερα - ήταν και η τελευταία μου ευκαιρία λόγο ηλικίας. Η μεγαλύτερη σωματική δυσκολία ήταν στο αντεόρ - κι αυτό υπάρχει σε όλο το κινησιολόγιο του μπαλέτου. Εμένα αυτή η έξω στροφή του ισχίου είχε περιορισμένο όριο από τη φτιαξιά του - μου ήταν αδιανόητα δύσκολο. "Λίγο πιο αντεόρ" - δεν σταμάτησα ποτέ να το ακούω αυτό [γέλια]».   

«Πέμπτη φορά στην Επίδαυρο, πρώτη με ρόλο, έστω και βουβό. Έχω κάνει μια συμμετοχή στην ορχήστρα με μαντολίνο, στους Τρωάδες του Αμπαζή το 2013. Πρέπει να πήγαινα πρώτη, δευτέρα λυκείου. Μετά ακολούθησαν εμφανίσεις στον χορό στις Όρνιθες με το Κρατικό Βορείου Ελλάδας, Ιππείς με το Εθνικό και Αντιγόνη. Μου αρέσει πως δουλεύει ο Δημήτρης [Τάρλοου]. Πιστεύει στους αυτοσχεδιασμούς και δεν τους πετάει αλλά κρατάει στοιχεία, τα παγιώνει αν λειτουργούν και συνεχίζει να τα ψάχνει. Είναι σαν να βάζει τουβλάκι-τουβλάκι θεμελιώνοντας κάτι αλλά χωρίς μετά να σταματάει να το ψάχνει, μου αρέσει πολύ αυτό».

«Θα είναι ιδιαίτερος ο Πιλάδης, δεν θα είναι κάτι αναμενόμενο. Ο Σοφοκλής έχει γράψει ελάχιστα γι' αυτόν στο έργο, αυτό σου δίνει την ευκαιρία για καλλιτεχνική δημιουργία. Ο Δημήτρης έχει μια ιδέα που τον βάζει σε ένα πιο ενδιαφέρον πλαίσιο  Όπως λέει, για να να υπάρχει από τον Σοφοκλή στο έργο, κάτι σημαίνει».

«Αυτά τα κείμενα έχουν τόσο πλούτο μέσα τους. Οπότε θέλει πολύ σκάψιμο για να βγάλεις ό,τι περισσότερο μπορείς. Είναι αστείρευτα. Όσο σκάβεις, τόσο βγαίνει. Και ταυτόχρονα είναι το στοίχημα του ανοιχτού και μεγάλου θεάτρου. Το μεγάλο θέατρο δεν συγχωρεί, είναι όλα στη φόρα και πρέπει και εσύ να φτάσεις σε μια καθαρότητα για να μη σε καταπιεί η στιγμή. Είναι μεγάλη η πρόκληση κάθε φορά».

«Μου αρέσουν οι ανοιχτοί χώροι. Η αίσθηση του παρόντος. Τα νιώθεις όλα πιο έντονα, τον ήλιο, τον αέρα, τα τζιτζίκια, τις μυρωδιές. Τώρα που κάνει περιοδεία κάθε παράσταση, έχεις και τη μαγεία του κάθε χώρου που εμφανίζεσαι».

«Ό,τι πιο κοντά έχω κάνει στο θέατρο που με ενδιαφέρει είναι το Ματαρόα. Με ενδιαφέρουν τα έργα που παντρεύουν θέατρο, μουσική  και χορό με έναν οργανικό και ταυτόχρονα άρρηκτο τρόπο. Στη δουλειά του Θοδωρή αυτό με τη μουσική και το θέατρο είναι πολύ σαφές, δεν μπορείς να αφαιρέσεις τη μουσική από το έργο του ούτε το θέατρο».  

«Όταν ήμουν στη σχολή, είχα τρομοκρατηθεί για το αν θα βρω δουλειά - ήταν δεδομένο πως πρέπει να είσαι ανταγωνιστικός. Στην Αθήνα η πρώτη μου ακρόαση ήταν στους Ιππείς του Κωνσταντίνου Ρήγου. Ζητούσε ηθοποιούς που να ήταν γνώστες φορητού μουσικού οργάνου - ήταν η πιο εξοντωτική ακρόαση που είχα κάνει ως τότε, μπορεί και ως τώρα. Βγήκα από το κτήριο και σκεφτόμουν ότι εγώ  θα είχα πει ναι σε όλους, πάρα πολλοί οι ταλαντούχοι ηθοποιοί, μεγάλο το σοκ - οπότε είπα "δουλειά, ξύλο"».

«Το μαγικό με τον χορό είναι ότι δεν χρειάζεται να σου εξηγήσει τίποτα, το έχεις νιώσει κατευθείαν. Έχει περάσει, έχει σωματοποιηθεί και σε σένα. Εγώ, όταν βλέπω ωραίες παραστάσεις χορού, τινάζομαι, όταν βγαίνω από το θέατρο κάνω σαν κατσίκι, έχει περάσει στο σώμα μου αυτό που έχω δει πριν και θέλω να το εκφράσω. Σε ενεργοποιεί ο χορός με έναν τρόπο».

Περικλής Σιούντας

«Το ακορντεόν είναι μεγάλη αγάπη. Το ξεκίνησα στο μουσικό σχολείο της Πάτρας από το Γυμνάσιο. Γιατί αυτό και όχι κάποιο άλλο; Δεν υπάρχει απάντηση. Η μάλλον υπάρχει. Μου ταίριαξε γιατί πρέπει να το δαμάσεις, κάνεις ταυτόχρονα πολλά πράγματα, έχεις δύο χέρια και μία φισούνα, οπότε για το οτιδήποτε πρέπει να κάνεις τρία ταυτόχρονα πράγματα και μουσικά πρέπει να σκέφτεσαι τη μελωδία, την αρμονία, τη δομή του κομματιού. Έχει πολλά ταυτόχρονα και εμένα τα ζογκλερικά μου αρέσουν πολύ. Ταίριαξε με την ιδιοσυγκρασία μου και δεν με πέταξε. Το ανοιγοκλείσιμο της φισούνας έχει την αίσθηση της αναπνοής, οπότε ότι αναπνέεις με ένα τρόπο μαζί με το όργανο σε οδηγεί να κινηθείς μαζί του».

«Στα πρώτα δύο χρόνια δεν τα πηγαίναμε καλά - με είχε τραβήξει και το πιάνο και το μαντολίνο και απιστούσα. Και μετά άλλαξα δάσκαλο και μου έδωσε ο νέος καθηγητής ένα δισκάκι του Ηρακλή Βαβάτσικα -τεράστιος ακορντεονίστας- και ενώ ήταν μόνο ακορντεόν αυτό που άκουγες ήταν σαν να ακούς ολόκληρη ορχήστρα. Και ανακάλυψα πως ήταν τύπος μπαγιάν ένα ιδιαίτερο όργανο και υπάρχει μόνο στη Θεσσαλονίκη για να το μάθεις. Στο Πανεπιστήμιο Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης. Για να ξαναγυρίσουμε στο πριν - στο γιατί επιλέγουμε ό,τι επιλέγουμε και γιατί εγώ βρέθηκα εκεί».

«Αισθάνομαι ότι έχω πολλές ζωές παράλληλα. Κυρίως με τον κόσμο γύρω μου. Έχω φίλους μουσικούς, χορευτές, ηθοποιούς Δεν είμαι περαστικός σε αυτές. Βρίσκω βεβαίως τον εαυτό μου περισσότερο στην ένωση τους».

«Όταν είπα "είμαι ο Χρήστος Νικολόπουλος" και τον είδα να με κοιτά πίσω από την κάμερα, τα χρειάστηκα. Έξι μέρες γύρισμα για το Υπάρχω, με την ασφάλεια ευτυχώς του σκηνοθέτη, κι αυτή η συμπυκνωμένη εμπειρία με πολύ άγχος γιατί είχα να παίξω έναν ζωντανό άνθρωπο. Είναι κάτι που αγάπησα πολύ» .

«Τραγούδι-σάουντρακ της ζωή μου; Έχω ταυτιστεί με τόσα πολλά τραγούδια. Το πρώτο που σκέφτομαι είναι το Μουτράκι των Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω. Χτυπάει μια βαθιά χορδή. Μια άλλη χορδή μου χτυπάει το Γκόσπελ του Δεληβοριά από τις Σέρρες».

«Έχω γράψει ένα δίσκο. ‘Κάθε χρόνος μικρότερος’ τον βρίσκεις στις πλατφόρμες, τον ηχογράφησα μόνος μου στο δωμάτιο μου. Δέκα στιγμές-αισθήσεις από τη ζωή μου, οι οποίες πάνε με κάθε τραγούδι προς τα πίσω».

«Ο άνθρωπος δεν αλλάζει από την τέχνη. Είναι ένας καθρέφτης που σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου. Τι θα δεις, τι θα κάνεις με αυτό, δικό σου θέμα. Αν θες μέσα από αυτή την εμπειρία κι αφού δεις την εικόνα να κάνεις κάτι, είναι θέμα θέλησης».

«Για πάρα πολλά χρόνια, μεγαλώνοντας, η τέχνη ήταν η διέξοδος μου, η επαφή με το συναίσθημα μου, το μέσο. Σε δεύτερη φάση, ήταν αυτός ο καθρέφτης. Για να δω που βρίσκομαι σε σχέση με τους άλλους, όχι για να συγκριθώ και να πω καλό, κακό, λάθος, σωστό, αλλά για να βιώσω κι εγώ τη ζωή πιο ουσιαστικά».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΘΕΑΤΡΟ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
Save